Κατά 20% περιορίζουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του εντέρου όσοι άνδρες καταναλώνουν δύο μερίδες γιαούρτι την εβδομάδα, σύμφωνα με νέα ιατρική μελέτη. Η έρευνα του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον έδειξε ότι όσοι άνδρες καταναλώνουν δύο μερίδες γιαούρτι την εβδομάδα έχουν σημαντικά μικρότερες πιθανότητες να εμφανίσουν αδένωμα, που μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση καρκίνου του εντέρου.

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση γαστρεντερολογίας Gut, παρακολούθησε 32.000 άνδρες για χρονικό διάστημα 25 ετών και διαπίστωσε ότι όσοι καταναλώνουν τουλάχιστον δύο μερίδες γιαούρτι την εβδομάδα είχαν 19% λιγότερους όγκους και 26% λιγότερες νεοπλασίες υψηλού κινδύνου. Η μελέτη ήταν βασισμένη στη μακροχρόνια παρατήρηση και δεν δίνει απαντήσεις στα αίτια αυτής της ευεργετικής ιδιότητας του γιαουρτιού. Η επιστημονική ομάδα εκτιμά, όμως, ότι δύο βακτήρια που υπάρχουν στο γιαούρτι, τα Lactobacillus bulgaricus και Streptococcus thermophilus, ίσως είναι ικανά να μειώνουν τον αριθμό των καρκινικών ουσιών στο ανθρώπινο έντερο.

Την ίδια στιγμή, οι αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες του γιαουρτιού ενδέχεται να προλαμβάνουν τον εκφυλισμό του εντέρου, προστατεύοντάς το από νοσήματα και μολύνσεις. Η μελέτη παρακολούθησε 32.606 άνδρες και 55.743 γυναίκες, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε ενδοσκόπηση εντέρου. Κάθε τέσσερα χρόνια οι συμμετέχοντες στην έρευνα προσέφεραν λεπτομερείς πληροφορίες για τον τρόπο ζωής και τη δίαιτά τους, συμπεριλαμβανομένης και της ποσότητας γιαουρτιού που κατανάλωναν. Κατά τη διάρκεια της μελέτης οι άνδρες εμφάνισαν 5.811 νεοπλάσματα και οι γυναίκες 8.116. Παρότι οι άνδρες που κατανάλωναν γιαούρτι είχαν πολύ χαμηλότερα ποσοστά νεοπλασιών, καμία τέτοια διαπίστωση δεν καταγράφηκε στις γυναίκες.

«Το παχύ έντερο φιλοξενεί τρισεκατομμύρια μικρόβια, ενώ η σχέση των βακτηρίων στο έντερό μας με τον καρκίνο είναι από μόνο του ένα συναρπαστικό ερευνητικό πεδίο. Οι άνδρες δεν χρειάζεται να γεμίσουν τα καρότσια των σούπερ μάρκετ με γιαούρτι, γιατί δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία που να συνδέουν το γιαούρτι με την πρόληψη του καρκίνου», σημείωσε η δρ Κέιτι Πέτρικ, στέλεχος της Βρετανικής Αντικαρκινικής Εταιρείας.