Η Ελένη Κουτούνη, το κορίτσι-σύμβολο των κεραμικών του «Ίκαρου» της Ρόδου που ζει στην Αυστραλία

Το 1928 οι Ιταλοί έφτιαξαν στη Ρόδο τη βιομηχανία καλλιτεχνικών κεραμικών «’Ικαρος», η οποία το 1947 πέρασε στα χέρια του Κωνσταντίνου Χατζηκωνσταντή, μέχρι την οριστική διακοπή της λειτουργίας της το 1988. Ο απροσδόκητος θάνατος του Χατζηκωνσταντή, την Κυριακή, 14 Ιουνίου 1987, περίπου στις 7 το απόγευμα και της γυναίκας του Φαίδρας, το γένος Ζίγδη, οι οποίοι σκοτώθηκαν σε αυτοκινητικό δυστύχημα στη λεωφόρο Ρόδου-Λίνδου, επέσπευσε τη διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου που δεν ήταν πια κερδοφόρο.

Η ιστορία του, όμως, συνδέεται με την ιστορία του νησιού και την τουριστική του κίνηση. Την περίοδο των αρχών του 1970 εργάζονταν σ’ αυτό 110 άτομα, ενώ τα περίφημα πιάτα, τα βάζα, τα πλακάκια και τα σερβίτσια του, με τις τουλίπες, τα γαρύφαλλα, την απεικόνιση ζώων και πουλιών, αγοράστηκαν από τουρίστες που τα πήγαν στα πέρατα της γης και άλλα κοσμούν μέχρι σήμερα τα ροδίτικα σπίτια.

Την Ελένη Κουτούνη, την έχουμε δει όλοι, κοριτσάκι, στην κλασική φωτογραφία του «Ίκαρου» για τα κεραμικά της Ρόδου.

Το όμορφο κορίτσι που ζωγραφίζει το τεράστιο πιάτο μπροστά του είναι ίσως η πιο γνωστή φωτογραφία του «Ίκαρου». Γι’ αυτό, τώρα που βρίσκεται πίσω στη Ρόδο από την Αυστραλία, όπου πήγε το 1957, μετά από έξι χρόνια δουλειάς στον «Ίκαρο», η ευκαιρία που δίνεται είναι μεγάλη για να ανασύρει μνήμες, να θυμηθεί πρόσωπα, ν’ ακούσουμε κι εμείς τα γέλια των κοριτσιών που τα πήγαιναν εκδρομές για να ξεσκάσουν και να δουλέψουν με όρεξη.

Η Ελένη Κουτούνη, σήμερα

Σας ευχαριστώ που βγήκατε να με περιμένετε!

Να μιλάμε στον ενικό. Στην Αυστραλία δεν το ‘χουμε αυτό! Αν πας στο γιατρό, σου δίνει το χέρι και σου λέει «είμαι ο Τζον, πέρασε μέσα…»! Δεν βλέπω κανέναν απ’ όσους δουλέψαμε μαζί! Στα Κοσκινού, ο Τζίμης ο Μαχραμάς, ζει μου λες. Ένας από τα αδέλφια Παρπέρη πέθανε, ο Νάσος πέθανε, η αδελφή μου η Μαρία πέθανε, ο αδελφός μου ο Αριστείδης, το μικρό παιδί στη φωτογραφία δίπλα στο Νάσο, πέθανε… Ήμασταν πέντε αδέλφια και τα τελευταία πέντε χρόνια έχασα τα τέσσερα, το ένα πίσω από το άλλο.

Έρχεστε τώρα πιο συχνά από τη Μελβούρνη!

Τώρα πια έρχομαι, πριν δεν ερχόμουν ήταν η δουλειά, τα παιδιά να μεγαλώσουν, να σπουδάσουν. Αυτή τη φορά είμαι εδώ από τις 15 Μαΐου και θα μείνω γιατί θα έρθουν μέσα στο καλοκαίρι και τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου.

Εδώ στην ίδια γειτονιά μεγαλώσατε;

Εδώ, στην περιοχή Καναμάτ πάνω από το Κορακόνερο. Θυμάμαι στον πόλεμο τους βομβαρδισμούς. Η μαμά μου είχε κάτω από το μαξιλάρι του για τον καθένα μας το σακάκι του, κι όταν ακούγαμε τη σειρήνα το φοράγαμε και τρέχαμε στο ριφούτζιο, το καταφύγιο που για εμάς ήταν στην κατακόμβη στην Παναγιά Φανερωμένη στην εκκλησία της Αγίας Σκέπης. Καθόμασταν στη γραμμή τα παιδιά μέχρι να σημάνουν οι σειρήνες για το τέλος. Ήταν χωράφια εδώ και στα σπίτια τα διάσπαρτα, έμεναν κυρίως Τούρκοι.

Πόσο χρονών ήσασταν όταν ξεκινήσατε να δουλεύετε στον «Ίκαρο»;

Είχα τελειώσει το Δημοτικό και ήμουν 13 χρονών. Η αδελφή μου η Μαρία που δούλευε κι εκείνη εκεί είπε ότι είμαι 14 για να με πάρουνε.

Όλα τόσο μικρά κορίτσια ήταν που ζωγράφιζαν;

Όλες ήμασταν μικρές. Η αδελφή μου, μεγαλύτερη από εμένα γυρνούσε μια μέρα από το Γυμνάσιο και κρατούσε έναν πίνακα που είχε ζωγραφίσει. Τη συνάντησε στο δρόμο ο ζωγράφος Σπύρος Οικονομίδης, που είχε καταγωγή από την Αίγυπτο και τον είχε φέρει ο Χατζηκωνσταντής για να μάθει στα νέα παιδιά του «Ίκαρου» να ζωγραφίζουν. Της είπε «έλα, εδώ που έχει ένα εργοστάσιο που άνοιξε τώρα να ζωγραφίζεις και να πληρώνεσαι κιόλας…». Ήταν το 1948. Πήγαινε το πρωί στο εργοστάσιο και το απόγευμα στο Γυμνάσιο. Εγώ ξεκίνησα το 1949.

Πώς σας έμαθαν να ζωγραφίζετε με το πινέλο, πώς γινόταν εκείνα τα πρώτα χρόνια η δουλειά;

Μας έδιναν πήλινα για να μάθουμε να ζωγραφίζουμε πάνω τους δοκιμαστικά. Πώς να τραβάμε τις γραμμές, πώς να βάζουμε το χρώμα. Το κεραμικό το έψηναν στο φούρνο, μετά το βουτούσαν στο σμάλτο, κι όταν ερχόταν στα χέρια μας με το πινέλο τραβούσαμε τις γραμμές, ζωγραφίζαμε, χρωματίζαμε. Μετά το βουτούσαν στην κρυσταλλίνη και το έψηναν. Αυτά ήταν στη δική μου εποχή. Ο Αιγύπτιος μάς μάθαινε. Το χρυσό έμπαινε στο τέλος, μετά το ψήσιμο, κι όταν έμπαινε το χρυσό ψηνόταν πάλι στο φούρνο.

Οι εργαζόμενοι του «Ίκαρου» στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Η Ελένη Κουτούνη στην πρώτη σειρά δεξιά, κρατάει το ζωγραφισμένο πιάτο

Δουλεύατε πολλές ώρες;

Είχαμε διακεκομμένο ωράριο. Πηγαίναμε το πρωί, μέχρι το μεσημέρι στις 12, μετά στο σπίτι όσες ήμασταν κοντά και ξανά στο εργοστάσιο απ’ όπου σχολούσαμε τ’ απόγευμα, στις τέσσερις. Ο πόλεμος τα είχε καταστρέψει όλα, το Γυμνάσιο δεν ήταν απαραίτητο, οι γονείς ήθελαν να μάθουν τα παιδιά τους μια τέχνη.

Τι άλλο θυμάστε από εκείνα τα χρόνια;

Μας πήγαιναν εκδρομές… Με τα φορτηγά, βάζανε σανίδες και καθόμασταν. Μας πήγαν σε πολλά μέρη, μέχρι και στη Χάλκη με το καραβάκι. Ο Χατζηκωνσταντής ερχόταν, ήταν καλός άνθρωπος. Πιο αυστηροί ήταν οι άλλοι που έκαναν κουμάντο στο εργοστάσιο. Λυπήθηκα πολύ που σκοτώθηκε, βρέθηκα στη Ρόδο εκείνο το διάστημα, το 1988.

Φεύγοντας για την Αυστραλία, κρατήσατε επαφές με κάποια απ’ τα κορίτσια που δούλευαν στον «Ίκαρο»;

Στον «Ίκαρο» δούλεψα από το 1949 έως το 1956. Το 1957 πήγα στην Αυστραλία όπου και έκανα οικογένεια. Στην αρχή είπαμε ότι θα γυρνούσαμε σε τρία χρόνια. Πέρασαν δεκατρία, σαράντα τρία, πενήντα τρία, δεν γυρίσαμε ποτέ. Σήμερα μιλάω μόνο με τη Νίνα του «Ίκαρου». Εξήντα χρόνια μετά βρεθήκαμε μέσω τεχνολογίας και επικοινωνούμε. Με την τεχνολογία που έμαθα να τη χειρίζομαι τα τελευταία χρόνια, βρίσκεις ανθρώπους που ούτε καν πίστευες ότι θα τους ξανασυναντήσεις στη ζωή σου.

*Πηγή: «Ροδιακή».