ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ στην Ελλάδα πως η ανατροπή των υψηλών ποσοστών αποχής από τις εθνικές εκλογές θα μπορούσε να αποφέρει πολλές εκπλήξεις στο πολιτικό σκηνικό και στη διακυβέρνηση της χώρας. Ζητείται λοιπόν περισσότερη συμμετοχή ψηφοφόρων για την αλλαγή. Ωστόσο, τα πολυσυλλεκτικά κόμματα δεν φαίνεται να ενστερνίζονται την παραπάνω άποψη. Αντ’ αυτού, το πολιτικό κατεστημένο εστιάζει στην εικόνα και τη ρηχότητα των debates.

Η αλήθεια είναι πως η χώρα είναι υποθηκευμένη για τις επόμενες δεκαετίες και λιγότερο λόγο έχουν οι Ελληνικές κυβερνήσεις απ’ ό,τι οι δανειστές που επιτηρούν τους όποιους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας και αντιπροτείνουν πολιτικές αποφάσεις. Το ερώτημα είναι γιατί οι Έλληνες της Διασποράς δεν έχουν το δικαίωμα ψήφου μέσω των προξενικών μας Αρχών και της σύγχρονης τεχνολογίας. Γιατί αποκλείεται από τις κάλπες ένα κομμάτι πολιτών που το θυμούνται οι επαγγελματίες πολιτικοί όταν επιθυμούν κάποια εύνοια που έχει να κάνει με τη δημοσιότητα και την υποστήριξη των κομματικών προσδοκιών τους;

Αναρωτιέται δε κανείς εάν η κομματική οδός είναι μονόδρομος ως προς την άσκηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η υβριστική ρητορική των κεντρικών στην πολιτική σκηνή κομμάτων, αλλά και ορισμένων υβριδίων που παριστάνουν πως έχουν κάποιο ρόλο στη ζωή του τόπου, τοποθετεί τα πολιτικά πρόσωπα στο επίπεδο αντίληψης που τους αξίζει. Η χώρα δεν δύναται να συντηρεί πολιτικούς οργανισμούς που χρεοκοπούν και επιχειρούν την επαναλειτουργία τους με νέο αριθμό φορολογικού μητρώου. Μία ανακύκλωση ανθρώπων στον δημόσιο βίο που καρπώνονται θέσεις, αξιώματα και μισθοδοσίες, χωρίς ίχνος αξιολόγησης ως προς τα αποτελέσματα της όποιας εργασίας τους. Αυτή η πληγή έχει κακοφορμίσει.

Έγραφε ο Ουμπέρτο Έκο πως «ο πολιτισμός δεν ακυρώνει τη βαρβαρότητα, αλλά, πολλές φορές, την επικυρώνει. Όσο πιο πολιτισμένος είναι ένας λαός τόσο πιο βάρβαρος και καταστροφικός μπορεί να γίνει». Στην πατρίδα μας φαίνεται πως η καταστροφή στρέφεται στο εσωτερικό της.

Η δημόσια διοίκηση δεν είναι κάτι ανέφικτο σε μία ολιγοπληθή χώρα όπως η Ελλάδα. Οι όποιες αγκυλώσεις εντοπίζονται περισσότερο σε μία πλαδαρή αντιμετώπιση του δημόσιου χώρου και των λειτουργιών του κράτους, παρά στην αδυναμία κατανόησης. Είναι κι αυτό μέρος της κομματικής υποκουλτούρας, που δεν θέλησε να εργαστεί με βάση ανεπτυγμένα φιλελεύθερα μοντέλα δυτικών κρατών.

Ως εκ τούτου, οι υποψήφιοι στα ψηφοδέλτια επιλέγονται με βάση το επιτυχές αποτέλεσμα των εκλογών και όχι με βάση την ωφέλιμη και υγιή προσφορά τους στα κοινά. Θυμίζει πολύ την εκπαιδευτική ανεπάρκεια που θεμελιώθηκε στον τόπο μας μέσα από όλα αυτά τα κόμματα που συνέβαλαν στη δημιουργία μίας εκτεταμένης κρίσης στην Ελλάδα και τα ίδια πιστεύουν πως τώρα καλούνται να δώσουν τις λύσεις.

Η επιλογή των υποψηφίων στα ψηφοδέλτια γίνεται μέσα από μία αυτοαναφορική διαδικασία όμοια με αυτή που τα υπουργεία Παιδείας ασκούν στην Ελλάδα περίπου τα τελευταία 40 χρόνια. Σε κάποια σχολικά μαθήματα σημασία δεν έχει η γνώση και η κατανόηση του κόσμου αλλά το βαθμολογικό αποτέλεσμα των εξετάσεων – ακόμη και όταν αυτό είναι απόρροια παπαγαλίας και όχι κριτικής σκέψης.

Όλα τα παραπάνω επιφέρουν ένα κενό, όπου μέσα σ’ αυτό ακούγονται πολλά επαναλαμβανόμενα μηνύματα μίας γνώριμης πολιτικής ρητορικής. Μάταια προσπαθούν να καλύψουν το κενό με ήχους που προέρχονται από μία παπαγαλία κομματικού τύπου.