«Εμείς δεν προδώσαμε την Κύπρο. Τα παιδιά της ΕΛΔΥΚ πολέμησαν σαν ήρωες»

Η πικρή ιστορία του Διονύση Δασκάλου, ενός συμπαροίκου ΕΛΔΥΚάριου, θύμα της προδοσίας της χούντας των συνταγματαρχών

Οι πληγές του πολέμου φέρνουν ακόμα δάκρυα στα μάτια του. Οι θηριωδίες που τρύπωσαν βίαια από τα μάτια του, στο μυαλό του για 10 χρόνια τον βασάνιζαν κάθε νύχτα. Ματωμένοι εφιάλτες, γεμάτοι διαμελισμένα σώματα, σύννεφα σκόνης, αποκαΐδια, ερειπωμένα σπίτια και σωρούς από συντρίμμια, συνεχίζουν 45 χρόνια μετά να τρυπώνουν ύπουλα στην σκέψη του. «Όχι τόσο» συχνά τον τελευταίο καιρό» λέει ο συμπάροικος Διονύσης Δασκάλου από τη Μελβούρνη. Μαζί με τα αόρατα τραύματα της εισβολής ο Διονύσης, κουβαλά και ένα ακόμα πιο οδυνηρό φορτίο. Την ρετσινιά του χουντικού, του προδότη. Ήταν βλέπετε ένας από τους άνδρες της ΕΛΔΥΚ. Όχι από αυτούς τους γαλονάδες που «έκαναν» τη δουλειά της χούντας και ανταμείφθηκαν ανάλογα στη συνέχεια. Όχι, ήταν ένας απλός στρατιώτης, (ειδικότητα οδηγός). Ένας από αυτούς που είδαν τον πρώτο βομβαρδισμό των τουρκικών αεροσκαφών. Ένας από αυτούς που είδαν τα πρώτα ακρωτηριασμένα κορμιά των συστρατιωτών τους, που βούτηξαν σε χαντάκια για να σωθούν. Ο Διονύσης ήταν από αυτούς που δεν έδιναν διαταγές, μόνο εκτελούσαν, από αυτούς που δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί εκεί που γινόταν επίθεση και κατάφερναν να αποτρέψουν τα τουρκικά στρατεύματα ξαφνικά έπαιρναν την εντολή να οπισθοχωρήσουν.

Με το παράπονο χαραγμένο στο πρόσωπό του τον συνάντησα στο σπίτι του.

Σήμερα διαβάζοντας το βιβλίο με τις μαρτυρίες των παιδιών της

«Η χούντα και μετά η Ελλάδα δεν πρόδωσε μόνο την Κύπρο, πρόδωσε και όλους εμάς. Εμείς είμαστε θύματα. Έπρεπε να περάσουν 20 και πάνω χρόνια για να αναγνωριστεί από την Ελλάδα τι κάναμε. Άρρωστοι άνθρωποι για χρόνια, τραυματίες από εκείνο τον πόλεμο πήραν μία ψευτοσύνταξη από το ελληνικό κράτος και τους έβαλαν ότι πολέμησαν το ’40. Για να μην φανεί ότι έγινε πόλεμος. Εμείς τι κάναμε εκεί δηλαδή; Και καλά εμάς δεν μας σεβαστήκανε, ούτε τους γονείς μας δεν σεβάστηκαν. Υπάρχουν αγνοούμενοι, οι μητέρες τους, τους περιμένουν ακόμα. Θυμάμαι εκείνο το αεροπλάνο που το ρίξανε φίλια πυρά, πήγε από πάνω μία μπουλντόζα και τους σκέπασε όλους, τα σίδερα και τα παιδιά μαζί. Το είδα που έπεσε ήμουν στο β’ ύψωμα του στρατοπέδου» λέει αναφερόμενος στο «Νίκη 4» το αεροπλάνο τύπου Νοράτλας που μετέφερε έλληνες καταδρομείς στην Κύπρο και καταρρίφθηκε από φίλια πυρά τα ξημερώματα της 22ης Ιουλίου 1974 λόγω καθυστέρησης του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας να ειδοποιήσει εγκαίρως την Εθνική Φρουρά της Κύπρου για τα αεροπλάνα που θα κατέφθαναν.
Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί, πρωταγωνιστές και θύτες της κυπριακής τραγωδίας, δεν κατηγορήθηκαν και δεν δικάστηκαν ποτέ, για το ότι άφησαν την μεγαλόνησο αβοήθητη και έρμαιο στις ορέξεις του Αττίλα. Με την ανοχή βέβαια των μεγάλων δυνάμεων. Άλλωστε, για το ελληνικό κράτος όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Διονύσης, δεν υπήρξε πολεμική σύγκρουση στην Κύπρο. Η λέξη «Κύπρος» προστέθηκε στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα, μόλις πριν λίγα χρόνια.
«Μας βάφτισαν όλους χουντικούς και προδότες. Εμένα ο θείος μου ήταν αντάρτης σκοτώθηκε στη μάχη της Έδεσσας. Ο παππούς μου ήταν στη Μακρόνησο για έξι χρόνια. Ο άλλος ο θείος μου εξόριστος στο παραπέτασμα. Οι προδότες δεν πάνε στην πρώτη γραμμή να πολεμήσουν, οι προδότες είναι δειλοί. Τα παιδιά της ΕΛΔΥΚ πολέμησαν σαν ήρωες» προσθέτει.

Για τα γεγονότα του 1974 στην Κύπρο, το Υπουργικό Συμβούλιο της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή αποφάσισε τον Μάρτιο του 1975, την αναστολή των ποινικών διώξεων για εγκλήματα που «δύνανται να διαταράξουν τις διεθνείς σχέσεις του Κράτους». Έστω και αν τυπικά δεν δόθηκε αμνηστία, δόθηκε μία άνευ χρονικού ορίου αναβολή της έναρξης των διώξεων η οποία ισχύει μέχρι σήμερα.

Εξαιτίας της ατιμωρησίας και της συλλογικής άγνοιας, στην οποία συνέβαλαν και τα κλειστά αρχεία (δες ‘Φάκελος της Κύπρου’), οι βασικοί υπαίτιοι της κυπριακής τραγωδίας, οι θύτες δηλαδή, παρουσιάζονται ως θύματα δήθεν πλεκτάνης και διαφόρων θεωριών συνωμοσίας. Θύματα αυτής της σιωπής είναι και οι Ελδυκάριοι, που πολέμησαν στην Κύπρο. Υπήρξαν εκατοντάδες οπλίτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί της ΕΛΔΥΚ που πολέμησαν με ηρωισμό και αυτοθυσία, προσπαθώντας να αποκρούσουν την τουρκική εισβολή, μαζί τους και ο Διονύσης.

ΞΗΜΕΡΩΣΕ ΠΟΛΕΜΟΣ

Ο Διονύσης Δασκάλου έφτασε στην Κύπρο στις 19 του Ιούλη του 1974. «Ήρθαμε από την Ελλάδα για να κάνουμε την αλλαγή. Φτάσαμε στην Αμμόχωστο και με το που βγήκαμε είδαμε απέναντι ένα κάστρο με στημένα πυροβόλα. Ήταν των Τούρκων. Σαστίσαμε με το που το είδαμε. Λέμε μεταξύ μας ‘τι γίνεται εδώ’. Ρωτήσαμε και μας είπαν ότι δεν είναι τίποτα και ότι η περιοχή είναι τουρκική. Μας πήρανε το απόγευμα και μας πήγαν στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και τότε μας είπαν ότι υπάρχει περίπτωση να μας χτυπήσουν και ότι έπρεπε να κοιμηθούμε με τα ρούχα. Εκείνη τη στιγμή δεν πολυφοβηθήκαμε, νομίζαμε ότι μας τα έλεγαν αυτά για να μας κάνουν καψώνια, επειδή ήταν η πρώτη μέρα μας στην Κύπρο» θυμάται ο Διονύσης.

Το επόμενο πρωί σηκώθηκε ανέμελος να πάει για το πρωινό του.

To βίβλιο όπου ο Διονύσης και οι υπόλοιποι στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ έγραψαν τις μαρτυρίες τους

«Βάζω το πρωινό μου και ξεκινάω να πάω στον όρχο με τα αυτοκίνητα. Ήμουν οδηγός γι’ αυτό. Όπως κατέβαινα να πάω εκεί βλέπω το πρώτο τουρκικό αεροπλάνο. Ένα πράγμα σαν βαρέλι που νόμιζα ότι ερχόταν κατά πάνω μου. Αυτό είχε στόχο το διοικητήριο. Πέρασε από πάνω μου μπορεί και 10 μέτρα και έριξε βόμβα στο άλλο κτίριο δίπλα. Τότε συνειδητοποίησα ότι αυτά που μας είπαν δεν ήταν ψέμα. Κάτι γινόταν. Εκείνη τη στιγμή ένα σύννεφο σκόνης σκέπασε τα πάντα και αντικείμενα έπεφταν βροχή από τον αέρα. Προχωρώντας στον όχτο πέφτει μία ακόμα βόμβα που χτύπησε ένα τολ, το σήκωσε στον αέρα. Το ένα παιδί το σκότωσε, του άλλου του έκοψε το χέρι. Το χέρι πηδούσε και αυτός κοιτούσε σαστισμένος τον ώμο του. Με έπιασε τρέμουλο. Αυτός ο τρόμος που ένοιωσα εκείνη τη στιγμή κράτησε δύο μέρες. Σάλεψα». Έτσι άρχισε ο πόλεμος για τον Διονύση.

Την επόμενη μέρα… «Αυτή τη μέρα κοντά μας ήρθε ένα τζιπάκι με δύο Κύπριους. Επάνω ήταν εγκατεστημένο ένα αντιεροπορικό που διατάχθηκε να το χειριστεί ένας δικός μας ΕΛΔΥΚΑΡΙΟΣ λοχίας που ήταν πατριώτης μου από την Έδεσσα και είχαμε γνωριστεί μέσα στο πλοίο που μας πήγε στην Κύπρο, τον έλεγαν Θόδωρο Χαραλαμπίδη. Χάρηκε που με ξαναείδε είπαμε μία δύο κουβέντες πριν φύγει και μου είπε «Ή θα ρίξω 10 αεροπλάνα ή θα σκοτωθώ». Έφυγε αλλά αργότερα ήρθε πάλι κοντά μου τρεις ή τέσσερις φορές. Ήταν θαρραλέο παιδί γι’ αυτό έμεινε μέσα στο στρατόπεδο και στο δεύτερο Αττίλα και από τότε αγνοείται. Μαζί μας είχαμε και τον Μάριο Τόκα, μήπως ήταν και αυτός χουντικός προδότης;» επαναλαμβάνει.

Από εκεί ο Διονύσης πήγε στο β’ ύψωμα και στην συνέχεια άρχισε να αλλάζει θέσεις με το τζιπάκι που του δόθηκε όπως διατάχθηκε να κάνει μαζί με έναν διαβιβαστή. Κατέληξε στο Γερόλακο και εκεί βρισκόταν κατά την δεύτερη εισβολή. Θυμάται αυτά που είδε και άκουσε για μία από τις ηρωικότερες μάχες στην σύγχρονη στρατιωτική ιστορία της Ελλάδας, την επική μάχη στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ κατά την δεύτερη εισβολή στις 14 Αυγούστου. Ήταν μία από τις πιο άνισες μάχες. Διήρκησε τρεις ημέρες. «Επί 60 ώρες οι 318 ήρωες, αντιμετώπιζαν 7000 Τούρκους και Τουρκοκύπριους στρατιώτες. Η μάχη γινόταν σε 38 βαθμούς και τα παιδιά πολεμούσαν από τη μέση και πάνω γυμνοί. Όταν οι Τούρκοι μπήκαν μέσα στο στρατόπεδο τα παιδιά πολεμούσαν σώμα με σώμα. Όλοι πολέμησαν γενναία και μετά πήγαν να τα ρίξουν στα παιδιά ότι έφταιγαν αυτά. Τη δεύτερη μέρα ο διοικητής ζήτησε ενισχύσεις, την τρίτη μέρα κατά τις 11.00 αρχίζουν να προελαύνουν πάλι οι Τούρκοι και εκεί που το πυροβολικό ήταν η μόνη τους ελπίδα σταμάτησε, γιατί όπως είπαν δεν είχαν πυρομαχικά. Πώς να πολεμήσουν τα παιδιά τα τανκς με τα Μ1; Μερικά παιδιά απελπίστηκαν, πέταξαν τα όπλα. Έφτασαν κάποιοι καταδρομείς και τους βοήθησαν κάπως αλλά και αυτοί πήραν εντολή μετά να φύγουν» προσθέτει.
«Δίπλα από μας από την ΕΛΔΥΚ ήταν το 211 Τάγμα και αυτοί πολέμησαν σαν ήρωες. Θέλω να το γράψεις και αυτό».

Ο Διονύσης δεξιά μέσα στο τζιπάκι με παιδιά της ΕΛΔΥΚ

Εντός του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ οι Τούρκοι προέβησαν σε απερίγραπτες ωμότητες. Αποκεφάλισαν δέκα σορούς νεκρών της ΕΛΔΥΚ, και τοποθέτησαν τα κεφάλια στο οδόστρωμα στην είσοδο του στρατοπέδου και στήνονταν ο ένας μετά τον άλλο να φωτογραφηθούν με τις φρικαλεότητές τους. Στο ίδιο σημείο άφησαν εκτεθειμένα για μέρες άλλα πτώματα αφού πρώτα τα έγδυσαν.

«Η Μάχη της ΕΛΔΥΚ διδάσκεται στην Βρετανική Στρατιωτική Ακαδημία σήμερα. Κάπου 90 παιδιά σκοτώθηκαν. Σώθηκε όμως η Λευκωσία» προσθέτει με περηφάνια ο Διονύσης.

Ο Διονύσης έφυγε από την Κύπρο 18 μήνες μετά, λίγο καιρό αργότερα για Αυστραλία. «Φεύγοντας από την Κύπρο δεν ζεις. Αυτό που ζεις είναι τον πόλεμο κάθε βράδυ στον ύπνο μου. Φοβόμουν ότι κάποιος θα έρθει να με σφάξει. Το 1978 όταν επέστρεψα από την Κύπρο στην Ελλάδα δημιουργήσαμε ένα σύλλογο και πήγαμε να δούμε τον Αβέρωφ που ήταν τότε υπουργός Άμυνας. Ξέρεις πως μας αντιμετώπισε; Μας ζήτησε να διαλύσουμε το σύλλογο και μας βάφτισε ακροδεξιούς. Ποιος; Ο πιο ακροδεξιός όλων μας είπε εμάς ακροδεξιούς. Ήθελαν να καλύψουν τα δικά τους λάθη σε εμάς» καταλήγει με πικρία…

Για χρόνια δεν μίλησε για τα όσα είδε. Μου δείχνει βίντεο από μαρτυρίες. Δεν θέλει να ξεχάσει. «Τα βλέπω πολύ συχνά και αν με βλέπεις που μιλάω τώρα το κάνω γιατί φεύγουμε εμείς και θα ξεχαστούν όλα».

Πριν από μερικά χρόνια η Κυπριακή Δημοκρατία αναγνώρισε την προσφορά των ΕΛΔΥΚάριων. Κάτι παρόμοιο έκανε και η ελληνική πολιτεία αναγνωρίζοντας τον ηρωισμό αυτών των παιδιών. Ελάχιστο όμως και αδύναμο αντίδοτο, αυτή η αναγνώριση, στο φαρμάκι της προδοσίας που η Ελλάδα πότισε τα παιδιά της, πόσο μάλλον για αυτούς τους γονείς που περιμένουν ακόμα να θάψουν τα λείψανα των παλικαριών τους.