Η ανθρώπινη μνήμη είναι από μόνη της μια συναρπαστική ιστορία.

Η ταχύτητα με την οποία ανακαλεί εικόνες (και παραστάσεις) θαμμένες στο μακρινό παρελθόν είναι παροιμιώδης.

ΜΙΑ λέξη, ένα βλέμμα, μια γεύση, ένας ήχος, μια παρουσία ή σκέψη, έχουν τη δυνατότητα να πυροδοτήσουν ακαριαία το μηχανισμό ανάκλησης «δεδομένων», ο οποίος ανατρέχοντας στο αχανές αρχείο της σου δίνει εν ριπή οφθαλμού αυτό που αναζητάς.

Η γεύση ενός μπισκότου βουτηγμένου στο τσάι, πυροδότησε τη μνήμη του Γάλλου συγγραφέα, Μαρσέλ Προυστ (πριν ένα αιώνα) για να γράψει το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο», που θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

ΚΑΝΕΝΑΣ άλλος συγγραφέας, απ’ ό,τι γνωρίζω, δεν ασχολήθηκε τόσο πολύ με το αίνιγμα της μνήμης όσο ο Μαρσέλ Προυστ, ο οποίος, στην προσπάθειά του να την ερμηνεύσει, σημείωνε μεταξύ άλλων:

«ΤΟΣΕΣ φορές στη ζωή μου η πραγματικότητα με είχε απογοητεύσει, γιατί τη στιγμή που τη συνελάμβανε η φαντασία μου, που ήταν το μόνο όργανό μου για να χαρώ την ομορφιά, δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της, σύμφωνα με τον αδήριτο νόμο που λέει ότι δεν μπορεί κανείς να φαντάζεται παρά μόνο αυτό που είναι απόν».

ΤΑ θραύσματα, λοιπόν, του παρόντος και, συγκεκριμένα, το παρουσιαστικό ενός ανθρώπου, πυροδότησαν και τη δική μου μνήμη παρέχοντάς της το ερέθισμα (σύμφωνα με την προυστική ερμηνεία) να ανατρέξει και ανακαλέσει «το χαμένο χρόνο».

ΚΑΙ τι δεν θυμήθηκα σας λέω αντικρίζοντας τον Φώτη Σωτηρίου, για τον οποίο θα πούμε δυο κουβέντες στη συνέχεια και αφού πρώτα σας περιγράψω (εν συντομία) τα «ερεθίσματα», αρχίζοντας μάλιστα από κάτω προς τα πάνω.

ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ χειροποίητα, λουστρίνια, δίχρωμα (ασπρόμαυρα εννοείται) που τον ακολουθούσαν σαν κινούμενη σκακιέρα, με λεπτές ραφές και χοντρές σόλες, πραγματικά έργα τέχνης μιας άλλης εποχής.

ΣΚΟΥΡΟ, καλοραμμένο κουστούμι που «έδενε» με τα παπούτσια, προσδίδοντας μια ξεχωριστή αρχοντιά στη γενικότερη εμφάνιση, ανοιχτόχρωμο μπλε πουκάμισο, με τετράχρωμη ριγέ γραβάτα πάνω στην οποία αναπαυόταν νωχελικά ένας μεγαλοπρεπής ασημένιος σταυρός, σαν αυτούς που φορούν πάνω από τα άμφια οι ορθόδοξοι δεσποτάδες.

ΚΑΙ το σύνολο έκλεινε με χρυσό διαμαντοστολισμένο ρολόι, δαχτυλίδια με παρόμοια διακόσμηση συνοδευόμενα από μια χοντρή χρυσή αλυσίδα στον καρπό.

ΟΛΑ τα πιο πάνω δεν θα είχαν καμιά απολύτως σημασία, αν απουσίαζε το παραδοσιακό μουστάκι με τα μακριά μαύρα μαλλιά και τα τέσσερα χρυσά δόντια που εμφανίζονταν (με περίσσια μεγαλοπρέπεια) πριν από κάθε λέξη.

ΜΕ τον που τον είδα να πλησιάζει, δεν πίστευα στα μάτια μου. Και πώς να πιστέψεις αυτό που βλέπεις, όταν έχουν περάσει 40 (και βάλε) χρόνια από τότε που είχα να δω άνθρωπο με τέτοια εμφάνιση.

ΠΡΙΝ κάνω οποιαδήποτε άλλη σκέψη είχα μεταφερθεί ήδη στη δεκαετία του 1960, στο πανηγύρι της Τεγέας, που γίνεται κάθε Δεκαπενταύγουστο κοντά στην Τρίπολη.

ΑΠΟ τότε είχα να δω τσιγγάνο ντυμένο έτσι! Και οι εκπλήξεις δεν σταματούν εδώ…

ΑΣ πιάσω, όμως, την ιστορία από την αρχή. Πριν δύο βδομάδες που ο «Νέος Κόσμος» αναδημοσίευσε ένα άρθρο που είχα γράψει για ένα ασκέρι 26 τσιγγάνων που έφτασαν (κατά λάθος!) στην Αυστραλία το 1898, μου τηλεφώνησε ο πρόεδρος της Κοινότητας Μελβούρνης, Βασίλης Παπαστεργιάδης, για να με πληροφορήσει ότι συναντήθηκε με το «βασιλιά» των Ελλήνων τσιγγάνων που έχει επισκεφθεί τη Μελβούρνη για να γνωρίσει τους εδώ δικούς τους.

«ΔΙΑΒΑΣΕ το άρθρο σου και θέλει να σε γνωρίσει» μου είπε ο Βασίλης, ο οποίος και ανέλαβε να οργανώσει τη συνάντηση.

ΛΙΓΕΣ μέρες αργότερα, μου τηλεφώνησε ο («βασιλιάς») Χρίστος Μπαμπίκης, και αφού μου είπε ότι συγκινήθηκε διαβάζοντας το άρθρο (το οποίο και γράφτηκε πριν 27 χρόνια στο περιοδικό «Παροικία» – που έγραψε τη δική του ιστορία) μου ζήτησε να βρεθούμε για να τα πούμε.

ΔΩΣΑΜΕ ραντεβού στο «Μεντάλλιον», όπου και πήγα μαζί με τη συνάδελφο, Ευγενία Παυλοπούλου, η οποία και αναφέρεται στη συνάντηση σε σχετικό της άρθρο που δημοσιεύεται σήμερα στην ακριβώς απέναντι σελίδα.

ΑΝ και το τσουχτερό κρύο συνόδευε ένα ψιλοβρόχι καθίσαμε έξω για να καπνίσουμε ένα τσιγάρο που φτάσουν οι άνθρωποι που περιμέναμε.

ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ το Φώτη, τον καλησπερίζω στα ελληνικά και του λέω «πηγαίνετε μέσα γιατί κάνει πολύ κρύο, τελειώνουμε το τσιγάρο και ερχόμαστε και εμείς.

ΜΟΥ έκανε εντύπωση ότι ο Φώτης δεν ανταπέδωσε το χαιρετισμό μου. Κάτι είπε στη γλώσσα τους με τους άλλους τρεις της παρέας και προχώρησαν στο εσωτερικό του μαγαζιού.

ΠΗΓΑΜΕ και εμείς στο τραπέζι και, αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις, μπήκαμε στο θέμα.

«ΕΠΕΣΑ από τα σύννεφα» σας λέω όταν πληροφορήθηκα ότι ο Φώτης δεν ήταν τσιγγάνος από την Ελλάδα (όπως νόμιζα), αλλά απόγονος της πρώτης εκείνης οικογένειας, που έφτασε στην Αδελαΐδα το 1898 και την πήρε ένα εξάμηνο (μεστό περιπετειών) για να φτάσει στη Μελβούρνη όπου και εγκαταστάθηκε.

ΠΟΥ να πάει το μυαλό μου ότι ο Φώτης και οι δικοί του (πολλοί από τους οποίους συνεχίζουν να ζουν στη Μελβούρνη) θα ακύρωναν εμφαντικά κάθε θεωρία αφομοίωσης.

ΤΟΝ ισοπέδωσε, σας λέω, πολιτιστικά τον αιώνα που πέρασε ο Φώτης. Ξευτίλισε όλες τις θεωρίες προσαρμοστικότητας και παρέμεινε αυθεντικός (Έλληνας) τσιγγάνος.

ΜΕΤΑ από 114 χρόνια παραμονής των προγόνων του σε τούτη τη χώρα, συνεχίζει να ντύνεται, να μιλά, να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται όπως ο προ-προπάππους του, που ξεκίνησε μαζί με τη φαμίλια του από το Βόλο.

ΚΑΙ το πιο φοβερό απ’ όλα, που δείχνει πόσο βαθιά είναι η τσιγγάνικη κουλτούρα, συνεχίζει να κερδίζει τον επιούσιο ασκώντας το παραδοσιακό τσιγγάνικο επάγγελμα: είναι γανωτής!

ΝΑΙ! Στην απαστράπτουσα Μελβούρνη του 2012, ένας τσιγγάνος τέταρτης γενιάς συνεχίζει ένα κατ’ εξοχή προγονικό επάγγελμα που έθρεψε δεκάδες γενιές τσιγγάνων της πατρίδας μας!
 
ΜΑ υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι που γανώνουν κατσαρόλες και μαχαιροκουταλοπίρουνα στις μέρες μας, θα αναρωτηθείτε – όπως αναρωτήθηκα και εγώ όταν το άκουσα;

ΟΧΙ, βέβαια. Στην ετοιματζίδικη εποχή μας τέτοια επαγγέλματα έχουν χαθεί. Οι νέοι, μάλιστα, σήμερα ούτε καν γνωρίζουν ότι υπήρχαν.

ΤΟ θηλυκό τσιγγάνικο μυαλό του Φώτη, όμως, βρήκε (και αξιοποίησε) μια άλλη επαγγελματική «τρύπα».

ΠΕΡΙΦΕΡΕΤΑΙ στις ελληνικές εκκλησίες της Μελβούρνης γανώνοντας (και γυαλίζοντας) κάθε τι το μεταλλικό. Από πολυελαίους και μανουάλια, μέχρι θυμιατά, τάματα και… ευαγγέλια!

ΜΕΣΩ του επαγγέλματός του, διατηρεί και τη συγγένεια του με την ελληνική παροικία, από την οποία -ας σημειωθεί- ποτέ δεν έχασε επαφή η μεγάλη φαμίλια του.

ΔΕΝ μιλά ελληνικά αλλά μιλά άπταιστα την τσιγγάνικη γλώσσα, όπως μου είπαν οι τσιγγάνοι από την πατρίδα.

Η συζήτηση μεταξύ μας γινόταν στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα τσιγγάνικα. Σε κάποια στιγμή τον ρώτησα (στα αγγλικά) για τους δικούς του και τι έκαναν τα τελευταία 114 χρόνια που βρίσκονται εδώ.

ΜΕ άκουγε προσεκτικά και όταν τελείωσα, γυρίζει προς την συνάδελφο και της λέει: «Μπορείς σε παρακαλώ να μου μεταφράσεις στα…  αγγλικά τι είπε ο Μπάμπης»!

ΤΗΝ ώρα που ο Φώτης εξιστορούσε τα της οικογενείας του στα αγγλικά, εγώ μετέφραζα στους επισκέπτες τσιγγάνους στα ελληνικά.

ΟΙ «παρεξηγήσεις» και ό,τι χάνονταν στη… μετάφραση, συμπληρώνονταν στα ρομά!

ΟΙ χειρονομίες και οι μορφασμοί του προσώπου, όμως, ήταν η «γλώσσα» που έδινε έμφαση στα πιο σημαντικά και έβαζε τα πράγματα στη θέση τους.

ΑΠΟ τον Φώτη Σωτηρίου ή Stirio, όπως είναι μεταφρασμένο το όνομά του στα αγγλικά, έμαθα ότι η οικογένειά του ασχολήθηκε από τα πρώτα χρόνια με το εμπόριο, και ταξίδεψε σε όλη την Αυστραλία, την Αμερική και τη Νέα Ζηλανδία.

ΣΤΗ Μελβούρνη ζουν σήμερα πάνω από 450 τσιγγάνοι, ορισμένοι από τους οποίους είναι καλά αποκαταστημένοι, ενώ αρκετοί άλλοι ζουν ακόμα «χύμα», έχοντας αντικαταστήσει τα παραδοσιακά τσαντίρια με… τροχόσπιτα!
 
ΝΑ προσθέσω εδώ ότι οι συμπατριώτες μας τσιγγάνοι, έκαναν ό,τι μπορούσαν τον δέκατο ένατο αιώνα για να πάνε στην Αμερική.

ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ χρόνια πριν η οικογένεια του Φώτη ξεκινήσει για την Αυστραλία, μια άλλη μεγάλη οικογένεια 99 τσιγγάνων από την Ελλάδα κατάφερε να φτάσει μέχρι το Λίβερπουλ της Αγγλίας προκειμένου να βρει ένα καράβι για να τους μεταφέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες.

ΤΕΛΙΚΑ, δεν τα κατάφεραν γιατί το αμερικανικό Προξενείο στο Λίβερπουλ δεν τους έδινε με καμιά δύναμη βίζες.

ΕΤΣΙ από τότε (τα μέσα του 1885) άρχισαν να περιφέρονται και αυτοί στη Μεγάλη Βρετανία και να κάνουν διάφορες δουλειές για να ζήσουν.

ΟΙ εξ Ελλάδας «αδελφοί» του Φώτη, έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν προσπάθειες, προσφέροντας το know how τους για να βοηθήσουν τους εδώ να οργανωθούν και να ιδρύσουν ένα τσιγγάνικο Σύλλογο.

ΤΟ καταστατικό του Συλλόγου υποσχέθηκε να το κάνει ο πρόεδρος της Κοινότητας Μελβούρνης, που είναι και νομικός.

ΜΕΤΑ τη συνάντηση και μέχρι να πάω για ύπνο, ανακάλεσα στη μνήμη μου όλες τις σχετικές εικόνες, αφού η παρουσία των τσιγγάνων στην Τρίπολη και τα γύρω χωριά ήταν ιδιαίτερα έντονη τους καλοκαιρινούς μήνες που λάμβαναν χώρα και τα διάφορά πανηγύρια.

ΚΑΙ τι δεν θυμήθηκα; Τα τσαντίρια που έστηναν δίπλα στο σπίτι του παππού μου, που βρισκόταν στην άκρη του χωριού, τα σκυλιά (που κυνηγούσαν σκαντζόχοιρους!) που ήταν πάντα δεμένα πίσω από τις σούστες τους και τις βιοτεχνίες τους που έστηναν κάτω από κάποιο μεγάλο δέντρο και έπλεναν καλάθια και πανέρια.

Ο παππούς μου επειδή είχε παλιά χάνι (και πωλούσε και κρασί) είχε πολλές γνωριμίες και καλές σχέσεις μαζί τους.

ΕΚΕΙ, όμως, που με τον όγκο τους και τα πολύχρωμα ρούχα τους, έκλεβαν στην κυριολεξία την παράσταση ήταν στο μεγάλο πανηγύρι της Τεγέας.

ΕΚΕΙ το πρώτο λόγο είχαν οι τζαμπάζηδες που πουλούσαν η αντάλλασαν ζώα. Οι πιο γνωστοί μάλιστα από αυτούς ήταν ντυμένοι σαν το Φώτη με τον οποίοι και κανονίσαμε να τα ξαναπούμε.

ΑΥΤΑ για σήμερα και θα τα πούμε από βδομάδα. Γεια χαρά.