Η Ευρωπαϊκή  ΄Ένωση διαπραγματεύεται συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Αυστραλία.
Η Αυστραλία θέλει την συμφωνία για να μπορεί να εξάγει  περισσότερα προϊόντα στην Ευρώπη των 500 εκατομμυρίων κατοίκων.

Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Η Ε.Ε. θέλει  η Αυστραλία να πάψει να παράγει και να εμπορεύεται προϊόντα που είναι κατοχυρωμένα με μια συγκεκριμένη ονομασία στην Ευρώπη.

Και ένα από τα προϊόντα αυτά είναι η φέτα! Υπάρχει η απειλή πως αν η Αυστραλία δεν σταματήσει να παράγει προϊόντα σαν την έτα τότε θα διακινδυνέψει εξαγωγές ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως προς την Ε. Ένωση.
Όπως είναι γνωστό  στην αυστραλιανή  αγορά υπάρχει τυρί «Fetta» και τυρί «Haloumi» με τις συσκευασίες να μην κάνουν τουλάχιστον σε εμφανές μέρος διευκρινίσεις τύπου «greek style» ή «feta like» ενώ αντιθέτως αναγράφεται σε εμφανή θέση ότι πρόκειται για τοπικά αυστραλιανά προϊόντα.

Η εμπορική αυτή πολιτική αναδεικνύει για άλλη μία φορά τα προβλήματα που έχουν εντοπιστεί στη συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου ΕΕ – Αυστραλίας αλλά και σε άλλες, με τις ελληνικές επιχειρήσεις να τείνουν να βρεθούν σε δεινή θέση και να παραμείνουν ανοχύρωτες απέναντι σε εμπορικές πολιτικές για τις οποίες δεν υπάρχουν ξεκάθαρες γραμμές και δεν έχουν μελετηθεί ως προς τις διατυπώσεις μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια.

.Λευκά τυριά ξεπλένονται σαν «φέτα» στην Αυστραλία

Αποκαλυπτικά για τη θέση της ελληνικής ΠΟΠ φέτας στην αγορά της Αυστραλίας είναι τα στοιχεία του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της ελληνικής πρεσβείας στο Σίδνεϊ. Σύμφωνα με όσα προκύπτουν, στην Αυστραλία γίνεται κατάχρηση του όρου φέτα, αφού τα περισσότερα «μη ελληνικής προέλευσης τυριά, που χρησιμοποιούν τον όρο φέτα, είναι είτε ευρωπαϊκά (βουλγαρικά ή δανεζικά) είτε αυστραλιανά».

Σύμφωνα με το γραφείο ΟΕΥ στο Σίδνεϊ, κατόπιν έρευνας στις εκεί υπεραγορές, τα ψευδεπίγραφα και παραπλανητικά, για τον καταναλωτή, προϊόντα που φέρουν την ονομασία «φέτα» είναι πολλά, κυρίως εγχωρίως παραγόμενα, αλλά και εισαγόμενα από τη Μέση Ανατολή (ΗΑΕ) και τη Βόρεια Ευρώπη (Δανία). Όλα αυτά τα προϊόντα, τα οποία σαφώς στρεβλώνουν την εικόνα που σχηματίζει ο καταναλωτής για την ελληνική ΠΟΠ φέτα, παρασκευάζονται από γάλα είτε αγελάδας είτε κατσίκας. Το ευτύχημα είναι ότι τα συστατικά αυτά αναγράφονται πάνω στη συσκευασία. Στην περίπτωση, όμως, αυτή εξυπακούεται ότι μόνον οι καταναλωτές – γνώστες του θέματος έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε ορθή επιλογή αγορών.

Επίσης, στη μελέτη σημειώνεται ότι η παρουσία ομογενών που ζητούν και καταναλώνουν ελληνικά προϊόντα, αλλά και «εκπαιδεύουν» τους ντόπιους στη μεσογειακή και στην ελληνική γευσιγνωσία είναι καθοριστική για την κατανάλωση της φέτας. Παράλληλα, όμως, έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις εισαγωγής και εντόπιας παραγωγής ανταγωνιστικών προς τη φέτα προϊόντων, για λόγους κάλυψης της ζήτησης, αλλά και κατοχής μεριδίου αγοράς.

Είναι σημαντικό, ωστόσο, το γεγονός ότι –σύμφωνα με τα στοιχεία– έχει αρχίσει να διαγράφεται μία τάση διεύρυνσης του καταναλωτικού κοινού αγοράς φέτας. Παρόλο που το μεγαλύτερο ποσοστό των καταναλωτών αποτελεί το «ελληνικό» τμήμα της αγοράς (ethnic market), όλο και περισσότεροι Αυστραλοί καταναλωτές αναγνωρίζουν την ποιότητα και τα γευστικά χαρακτηριστικά της αυθεντικής φέτας και την προτιμούν. Το πρόβλημα είναι διττό, διότι οι Αυστραλοί καταναλωτές πρέπει πρώτα να γνωρίσουν τη φέτα και δεύτερον να προτιμήσουν την ελληνική από τις απομιμήσεις της, καταβάλλοντας εν γένει μεγαλύτερο τίμημα.

Ενδεικτικό της σύνδεσης της φέτας με την Ελλάδα στη συνείδηση των Αυστραλών καταναλωτών είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις εταιρείες παραγωγής διαθέτουν πάντα ένα προϊόν, το οποίο χαρακτηρίζουν ως «Greek Style». Μάλιστα, το ίδιο συμβαίνει και στα εστιατόρια με όλα σχεδόν τα πιάτα που περιέχουν στη συνταγή τους φέτα, ακόμα και αν αυτή, συνήθως, δεν είναι ελληνική.

Ο ΤΡΑΜΠ

Στο μεταξύ έναν ικανό και ευέλικτο διαπραγματευτή στη θέση της Σεσίλια Μάλμστρομ καλείται να επιλέξει η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, την οποία επέλεξε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως διάδοχο του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εως τον Νοέμβριο, η υφιστάμενη επίτροπος Εμπορίου θα συνεχίσει να διαχειρίζεται ένα από τα πιο δύσκολα χαρτοφυλάκια στην Ε.Ε. Η Μάλμστρομ ήρθε αντιμέτωπη με μια ανατρεπτική πραγματικότητα σε σχέση με τα δεδομένα που επικρατούν στο παγκόσμιο εμπόριο κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Οι ΗΠΑ, υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ, έχουν υιοθετήσει μια πολιτική προστατευτισμού, που πρακτικά σημαίνει πως η Ουάσιγκτον έχει κηρύξει εμπορικό πόλεμο στους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της. Αυτό δεν ανάγκασε μόνον την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να χαράξει μια νέα στρατηγική απέναντι στις ΗΠΑ, αλλά και να αναζητήσει ή να επιταχύνει τη σύναψη νέων συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου με άλλες χώρες.

Στην ατζέντα της Κομισιόν για το εμπόριο περιλαμβάνεται μια σειρά θεμάτων. Στην κορυφή της λίστας βρίσκονται οι κατηγορίες των ΗΠΑ ότι η Airbus εισπράττει κρατικές επιδοτήσεις που της προσδίδουν ένα άδικο πλεονέκτημα εις βάρος της Boeing.
Η Ουάσιγκτον έχει μάλιστα απειλήσει με την επιβολή δασμών στις εισαγωγές διαφόρων προϊόντων από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, συνολικού ύψους 11 δισ. δολαρίων, ως αντίποινα στην υπόθεση Airbus – Boeing. Σε εκκρεμότητα είναι, επίσης, το ζήτημα της επιβολής ή όχι δασμών από τις ΗΠΑ στις ευρωπαϊκές εισαγωγές αυτοκινήτων.

Παράλληλα, η Ε.Ε. στοχεύει στη χάραξη συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου με την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Η εμπορική συμφωνία με το Βιετνάμ θα πρέπει να πάρει το πράσινο φως από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μέσα στο επόμενο έτος, ή ακόμη και το 2021, θα ζητηθεί η έγκριση των κυβερνήσεων για τη συμφωνία της Ε.Ε. με τις χώρες της Mercosur, της κοινής αγοράς που έχουν δημιουργήσει η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Παραγουάη και η Ουρουγουάη. Σε βαθύτερο χρονικό ορίζοντα αναμένεται να συζητηθούν εμπορικές συμφωνίες με την Ινδία, την Ινδονησία, τη Μαλαισία, τις Φιλιππίνες και την Ταϊλάνδη.
Ενα ακόμη ζήτημα που παραμένει ανοικτό είναι ο εμπορικός και τεχνολογικός πόλεμος που έχουν κηρύξει οι ΗΠΑ κατά της Κίνας, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Τόσο η Μάλμστρομ όσο και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι στην Ε.Ε. έχουν επισημάνει τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις της πολιτικής προστατευτισμού που ασκούν οι ΗΠΑ