Ένας διαφορετικός ομογενής καλλιτέχνης

«Είμαι 89 χρόνων και έζησα τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ στην Ελλάδα ήμουνα ανθυπολοχαγός, πριν έρθω στην Αυστραλία το 1956, από το Ξυλόκαστρο Κορινθίας» λέει ο Βλάση (Ουίλιαμ) Σαλάτας και μας εξηγεί πώς φτιάχνει αεροπλάνα και… αεροπλανοφόρα!

Πηγαίνοντας το σπίτι του κ. Βλάση (Ουίλιαμ) Σαλάτα, είχα μία περίεργη προσμονή επιβεβαίωσης για όσα είχα ακούσει γι’ αυτόν. Τις προηγούμενες μέρες, με είχαν πλησιάσει δύο συνάδελφοι από τη «Φροντίδα», από όπου και λαμβάνει Πακέτο Φροντίδας στο Σπίτι, και μου είχαν πει για τα διάφορα χειροποίητα καλλιτεχνήματα που είχε στο σπίτι του. Όλα φτιαγμένα αποκλειστικά από τον κ. Βλάση, με περίσσια δεξιοτεχνία και μεράκι.

Οι όποιες αμφιβολίες μου εξαφανίστηκαν από την πρόσοψη του σπιτιού όπου μεταξύ των άλλων γλυπτών, δεσπόζει ένας επιβλητικός αετός, ένας ήλιος, αλλά και αρκετές γοργόνες.

«Καλησπέρα, πέρασε μέσα» μου είπε ο κ. Βλάσης, και γρήγορα άρχισε την… ξενάγηση στο σπίτι του. Αεροπλάνα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πλοία, κορνίζες με ανάγλυφες εικόνες τις φύσης, αλλά και πάρα πολλές ζωγραφιές. «Όλα μόνος σας;», τον ρωτάω.

«Ναι, μόνος μου. Πάντα ήμουν ανήσυχο πνεύμα και ήθελα να φτιάχνω πράγματα».

«Μόνο γι’ αυτό;», συνεχίζω.

To αεροπλάνο που κατασκεύασε ο Βλάσσης Σαλάτας

«Η αλήθεια είναι ότι ασχολήθηκα επιμελέστερα όταν γεννήθηκαν τα εγγόνια μου. Ήθελα να τα ευχαριστήσω. Να έχουν κάτι να με θυμούνται» μου εξηγεί, ενώ μου δείχνει φωτογραφίες από τα εγγόνια του όταν ήταν μικρά, μέσα σε άρματα που είχε φτιάξει, και φορώντας πανοπλίες που είχε κάνει ο ίδιος. «Αυτό είναι για μία εργασία στο σχολείο, και έπρεπε να ντυθεί Μέγας Αλέξανδρος. Το άλογο που βλέπεις εγώ το έκανα, για όταν έρχεται σπίτι μου», μου λέει.

«Τα παιδιά μου τώρα, μετά από τόσα χρόνια, ακόμα έχουν γλυκές αναμνήσεις από τον παππού τους. Κάθε φορά που ερχόντουσαν στο σπίτι του, ήξεραν ότι θα τους είχε ετοιμάσει κάτι μοναδικό», μας λέει η κόρη του Αναστασία.

« Ο ένας μου γιος θέλει να φτιάξει ένα δωμάτιο στο σπίτι του, που θα έχει πολλά από τα έργα του παππού του. Και κάθε έργο του αποτελεί σημαντικό στοιχείο των παιδικών του χρόνων» συνεχίζει.

Η μεγαλύτερη έκπληξη για μένα έρχεται λίγες στιγμές μετά, όταν και βγαίνω στην αυλή του κ. Βλάση και αντικρίζω ένα αεροπλάνο γύρω στα 4-5 μέτρα μήκος, να στέκεται 3 μέτρα πάνω από τη γη. «Σε αυτό έμπαιναν τα εγγόνια μου όταν ήταν μικρά. Το έβαλα ψηλά για να νομίζουν ότι βρίσκονται στους αιθέρες ενώ οι τέσσερις έλικες γυρίζουν με το πάτημα ενός κουμπιού» μου λέει.

«Είναι από σίδερο και είναι φτιαγμένο σε τέσσερα κομμάτια στο γκαράζ, και μετά τα βίδωσα μεταξύ τους πάνω στη σκάλα. Μετά κούμπωσα τα φτερά και συνέδεσα τους έλικες. Είχα και μία κασέτα που ακουγόταν ο ήχος αεροπλάνου και οι ριπές από μυδράλια, όλοι οι φίλοι των εγγονών μου ανυπομονούσαν να έρθουν να ανεβούν σε αυτό. Πριν χρόνια είχε έρθει και η Αστυνομία. Το είχαν δει από δορυφόρο και νόμιζαν ότι είχε πέσει ένα αεροπλάνο εκεί».

Αυτό που μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι η προσήλωση του κ. Βλάση στις επιμελημένες ρεπλίκες πολεμικά αεροπλάνα, τα τανκς, και σε ένα αεροπλανοφόρο που έχει κατασκευάσει.

«Είμαι 89 χρόνων και έζησα τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ενώ στην Ελλάδα ήμουνα ανθυπολοχαγός, πριν έρθω στην Αυστραλία το 1956, από το Ξυλόκαστρο Κορινθίας. Αυτό το αεροπλάνο είναι Lancaster. Ένα τέτοιο αεροπλάνο είχε πέσει στο Παναρίτι (Κορινθίας) στον πόλεμο και σκοτώθηκαν όλοι, 12 άτομα».
«Αυτό το αεροπλανοφόρο το είχα δει στον Πειραιά. Το θυμήθηκα και το έφτιαξα».

Ο εγγονός του κ. Σαλάτα ντυμένος Μέγας Αλέξανδρος

Στη συνέχεια, μoυ δείχνει ζωγραφιές από το χωριό του, τα εγγόνια του, το νοσοκομείο στο οποίο πηγαίνει κάθε εβδομάδα, ενώ μου εξηγεί τι αναπαριστά η κάθε ζωγραφιά.

«Κύριε Βλάση, μου φαίνεται ότι τα περισσότερα έργα σας, ανεξαρτήτως ποια ήταν η αφορμή, αποτελούν ουσιαστικά ψηφίδες της ζωή σας».

«Κάπως έτσι Οδυσσέα. Αν δω κάτι, αμέσως αποτυπώνεται στη μνήμη μου. Μετά βρίσκω το υλικό που θέλω να το φτιάξω, το σχεδιάζω και ξεκινάω την κατασκευή του.

«Δεν με ενδιαφέρει ο χρόνος, αρκεί να το πετύχω όπως το έχω στο μυαλό μου».

Στην αυλή του, όμως, υπάρχει και μία σπηλιά, την οποία όπως μου εξηγεί, έχει κάνει ο ίδιος».

«Ήθελα να μαζεύονται στο σπίτι μου τα εγγόνια μου αλλά και η γειτονιά. Αυτή η σπηλιά, έχει μία δεξαμενή από κάτω και είχα βάλει ψάρια Έχω τέσσερις γούρνες για να ανανεώνεται το νερό ενώ τα διάφορα γλυπτά που βλέπεις, ψάρια, γοργόνες, κουκουβάγιες, φίδια (που έβγαζαν νερό από το στόμα τους), όλα συνθέτουν την ατμόσφαιρα της σπηλιάς. Θυμάμαι με ιδιαίτερη χαρά εκείνα τα καλοκαίρια που περνούσαμε εδώ».

Οι ιστορίες του κ. Βλάσση δεν σταματούν εδώ, έχει πολλά να διηγηθεί, αλλά και πολλά να μου δείξει. Το πάθος του μοιάζει αστείρευτο ενώ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, πολλές φορές το βλέμμα μου παρασύρεται από διάφορα έργα του. Ανήκει άλλωστε και αυτός σε μία γενιά ανθρώπων που σμίλεψαν τη δική τους ιστορία στους Αντίποδες, ξεκινώντας από τις δύσκολες δεκαετίες του ’50 και ’60.

«Οδυσσέα, θέλω να πάρεις αυτό να το έχεις», μου λέει, κρατώντας μία ζωγραφιά του.

«Κύριε Βλάσση δεν μπορώ. Αυτό είναι κληρονομιά για τα εγγόνια σου. Παρακαταθήκη και της ομογένειας, αλλά πρωτίστως για τα εγγόνια σου» του λέω, ενώ του εύχομαι να συνεχίσει για πολλά χρόνια τη «διακόσμηση» του υπέροχου σπιτιού του.

Αντί επιλόγου, θα ήθελα να κάνω ένα προσωπικό σχόλιο. Ο κ. Βλάσσης αποτελεί τρανό παράδειγμα της ευρύτερης ομογένειας η οποία ξεχωρίζει με τον δικό της τρόπο, αλλά μπορεί να χάνεται στις καταγραφές των ιστορικών σε ημιτελείς φράσεις. Της ομογένειας που δεν μπήκε σε εφημερίδες, δεν έδωσε συνεντεύξεις σε σταθμούς, δεν βγήκε στην τηλεόραση. Δυστυχώς, όμως, οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων τείνουν να χαθούν όσο περνούν τα χρόνια. Η προσέγγιση της πρώτης γενιάς, μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους και έχει πολλαπλά οφέλη τόσο για αυτήν, όσο και για εμάς που μπορούμε να διδαχθούμε από εμπειρίες και μαθήματα δεκαετιών. Είναι στο χέρι μας να μην χάσουμε την κληρονομιά μας που μπορεί να αποτελεί και τον σημαντικότερο παράγοντα της εξέλιξής μας στην Αυστραλία.