Ο αειφόρος καρπός της Ελένης Νίκα

Τέλος εποχής για τον εκδοτικό οίκο Owl Publishing, αγαπημένο μεν, απαιτητικό δε, πνευματικό παιδί της Δρ Ελένης Νίκα, που για 27 χρόνια υπηρέτησε την ελληνοαυστραλιανή λογοτεχνία, εκδίδοντας βιβλία-ντοκουμέντα για τη μεταναστευτική μας εμπειρία

Λίγοι ήταν αυτοί που πίστευαν ότι ο ελληνοαυστραλιανός εκδοτικός οίκος Owl Publishing, που δημιουργήθηκε χάρη στο πάθος και την αφοσίωση της ομογενούς λογοτέχνη και καθηγήτριας πανεπιστημίου Δρ Ελένης Νίκα, το 1992, θα κατάφερνε να επιβιώσει μετά την δημιουργία του.

Αυτοί που πίστεψαν στην επιτυχία του εγχειρήματός της ήταν όσοι γνώριζαν την Ελένη, αυτοί που ζούσαν την αγάπη της για την ελληνοαυστραλιανή λογοτεχνία, αυτοί που έβλεπαν την ευαισθησία της στις χίλιες μύριες όμορφες, δημιουργικές αλλά και τραυματικές εμπειρίες των ελλήνων μεταναστών της Αυστραλίας και στην προσπάθειά τους να τις εκφράσουν μέσα από την τέχνη του λόγου, αυτοί που εκτιμούσαν και σεβόντουσαν τον ανεπιτήδευτο τρόπο της και την προσήλωσή της στην δύναμη και την ποιότητα της έκφρασης.

Παρά το γεγονός ότι η αξιοσημείωτη από αριθμητικής άποψης παρουσία των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία, χρονολογούσε γύρω στα 40 χρόνια το 1992 και ο αριθμός των ομογενών λογοτεχνών πλήθαινε κανένας -ούτε ομογενείς καθηγητές και άνθρωποι των γραμμάτων, ούτε ελληνικές κοινότητες που είχαν και έχουν φουσκωμένα ταμεία κάποιες από αυτές και περιουσίες- δεν «τόλμησαν» να επιχειρήσουν αυτό που επιχείρησε η Δρ Νίκα.
O οίκος Owl Publishing ήταν και παραμένει ο μοναδικός εκδοτικός οίκος που δημιουργήθηκε και εξέδωσε αποκλειστικά βιβλία ομογενών λογοτεχνών της πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς.

Μέσα από το όραμα και την σκληρή δουλειά της, η Δρ Νίκα βοήθησε στο να εισαχθεί στον λογοτεχνικό χάρτη της Αυστραλίας η μεταναστευτική εμπειρία των Ελλήνων της πρώτης γενιάς αλλά και της δεύτερης δίνοντας παράλληλα βήμα σε ελληνικής καταγωγής γυναίκες λογοτέχνιδες της πρώτης και δεύτερης γενιάς να «μιλήσουν» και «ενημερώσουν» την ευρύτερη κοινωνία για την πολιτιστική τους ταυτότητα, την υβριδική τους κουλτούρα, τις προκλήσεις και τα προβλήματα που αντιμετώπισαν αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική τους καταγωγή και η οικογένειά τους καθόρισε την ταυτότητά τους και τη σχέση τους με την Αυστραλία
Για προσωπικούς λόγους η Δρ Ελένη Νίκα αποφάσισε πριν από λίγο καιρό, με βαριά καρδιά πάντα, να «αφήσει» μία από τις μεγάλες αγάπες της ζωής της που είναι ο οίκος Owl Publishing.

Ο λόγος πίσω από την απόφαση αυτή μία άλλη απόφαση. Το να ασχοληθεί με τις άλλες μεγάλες αγάπες της ζωής της που είναι ο σύζυγος, τα παιδιά και τα εγγόνια της. Έτσι ο οίκος Owl Publishing που έχει συνολικά εκδώσει πάνω από 40 βιβλία ομογενών λογοτεχνών, τόσο στην αγγλική όσο και στην ελληνική γλώσσα, σταματά πλέον την έκδοση βιβλίων, θα συνεχίσει εντούτοις να διαθέτει διαδικτυακά τα βιβλία που έχουν εκδοθεί μέχρι τώρα.

Η Δρ Ελένη Νίκα -που με περηφάνια παραδέχομαι ότι υπήρξε καθηγήτριά μου- μίλησε στο «Νέο Κόσμο» για τον αειφόρο καρπό του πάθους της στην ομογένεια της Αυστραλίας, και για τις εμπειρίες που αποκόμισε από την «ηράκλεια δουλειά» της.

To εξώφυλλο ενός από τα βιβλία-ορόσημο των Ελληνοαυστραλών γυναικών λογοτεχνών, στο οποίο καταγράφουν πώς οι οικογενειακές τους σχέσεις επηρέασαν την σχέση τους με την αυστραλιανή κοινωνία αλλά και τον εαυτό τους

ΕΛΕΝΗ ΝΙΚΑ: Ο ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

Πώς γεννήθηκε η ιδέα για την δημιουργία ενός εκδοτικού οίκου;

«Το 1992 μόλις είχα τελειώσει την διατριβή μου για το Masters μου, που ήταν πάνω σε γυναίκες της ελληνοαυστραλιανής λογοτεχνίας. Με ενδιέφερε πολύ αυτό το θέμα και ήθελα να δημοσιεύσω τη διατριβή. Μίλησα με τον εκδοτικό οίκο του La Trobe University αλλά μου είπαν ότι δεν μπορούσαν να τη δημοσιεύσουν γιατί δεν ήταν ένα βιβλίο ‘mainstream’, ήταν αυτό που λέμε περιθωριακό. Ήμουν όμως τυχερή γιατί η διευθύντρια του οίκου ήταν μία πάρα πολύ καλή γυναίκα. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Αυτή μου είπε, ‘γιατί δεν κάνεις κάτι μόνη σου, γιατί δεν ξεκινάς κάτι; Αυτό το θέμα, είναι σημαντικό αλλά όχι για εμπορικούς σκοπούς’. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα και το ξεκίνησα χωρίς να ξέρω τίποτα για αυτά τα πράγματα».

Δεν σταμάτησες όμως μόνο στο βιβλίο σου, προχώρησες στην έκδοση άλλων βιβλίων, περίπου 40 συνολικά τίτλους, με πολλούς από αυτούς να ανήκουν σε γυναίκες λογοτέχνες…

Καθώς το δικό μου βιβλίο ήταν για άλλους συγγραφείς σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να κάνω το ίδιο για άλλους λογοτέχνες. Ήταν η κατάλληλη στιγμή από κάθε άποψη να ασχοληθώ με το αντικείμενο. Ήμουν στο πανεπιστήμιο, είχα πάρει θέση λέκτορα, είχα ένα πολύ καλό μισθό και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα επίσης να χρηματοδοτώ τα βιβλία που θέλω εγώ να εκδώσω, αυτά που για μένα είχαν κάποια σχέση με αυτά που έκανα και ήταν βασικά ελληνοαυστραλιανή λογοτεχνία από άνδρες και γυναίκες. Από τη στιγμή που τους μελετούσα και τους δίδασκα καθώς είχαμε ολόκληρα μαθήματα ελληνοαυστραλιανής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο, σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν μία επέκταση αυτού που κάνω στο πανεπιστήμιο. Δεν ήταν καν για εμπορικούς σκοπούς ήταν μία καθαρά ακαδημαϊκή προσπάθεια. Αποφάσισα ότι είμαι διατεθειμένη να το κάνω και να δεσμευτώ οικονομικά σ’ αυτό. Ήμουν σε μία θέση που κέρδιζα αρκετά χρήματα, οπότε σκέφτηκα ότι αν είναι να κάνω κάτι να το κάνω σωστά. Για μένα αυτός είναι ο σωστός τρόπος, να είναι κανείς εκδότης όχι να έρχεται ο καθένας και να σου λέει έκδωσε το βιβλίο μου και να πληρώνει και εσύ απλώς να βάλεις το όνομά σου. Υπήρχαν κριτήρια, οι συγγραφείς δεν πλήρωναν και δεν μπορούσα και εγώ να τους πληρώσω, τους έδινα όμως πολλά δωρεάν αντίτυπα.

Τώρα με τις γυναίκες λογοτέχνες ασχολήθηκα κάπως περισσότερο στην αρχή γιατί τότε ήταν ακόμα στο περιθώριο. Ήθελα να δώσω φωνή σε αυτές τις γυναίκες.

Επίσης, μιλούσαν πάρα πολύ για τις μητέρες τους, τις γιαγιάδες τους, και έβλεπες στο έργο τους τη μεταναστευτική ιστορία, ιδίως των γυναικών που δεν είχαν φωνή και το πώς η οικογένεια διαμόρφωσε τη σχέση τους με τον κοινωνικό τους περίγυρο. Ήταν συγκλονιστικά τα έργα τους. Τα βιβλία αυτά θεωρώ ότι είναι ιστορικά ντοκουμέντα.

«ΑΧ, ΒΡΕ ΕΛΕΝΗ, ΗΤΑΝ ΟΛΑ ΜΑΤΑΙΑ;»

Δημήτρης Τσαλουμάς, η σχέση σας και αυτά που σου έδωσε…

«Μετά ασχολήθηκα με τον Δημήτρη Τσαλουμά. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο καταλύτης ώστε να ακουστεί η ελληνοαυστραλιανή λογοτεχνία μετά το μεγάλο του βραβείο το 1983, στο ευρύτερο αυστραλιανό αναγνωστικό κοινό.

Η εμπειρία μου από τη σχέση με τον Δημήτρη Τσαλουμά ήταν συγκλονιστική. Γίναμε φίλοι και μιλούσαμε στο τηλέφωνο, τους τελευταίους έξι μήνες της ζωής του, συνεχώς. Μου έλεγε πως αισθανόταν ότι έφτασε πια στο τέλος της ζωής του και εξέφραζε μία βαθιά απογοήτευση. Υπήρχαν στιγμές που ένοιωθε ότι όλα είναι μάταια. ‘Αχ βρε Ελένη, όλα είναι μάταια!’, αυτή ήταν η φράση του. Του έλεγα ‘Αχ βρε Δημήτρη, εσύ αφήνεις πίσω σου έργο, δεν είναι μάταια’. Κουβεντιάζοντας τον έπεισα ότι δεν είναι έτσι και κάποια στιγμή, αξέχαστη στιγμή, μου λέει: ‘Τέλος πάντων ας πούμε ότι έγραψα για να δικαιολογήσω την ύπαρξή μου σ’ αυτό τον κόσμο’. Αυτά τα λόγια τα έχω γράψει και τα έχω κολλήσει στον τοίχο του γραφείου μου, τα βλέπω και τα σκέφτομαι κάθε μέρα. Ο συγγραφέας αυτός όπως κάθε συγγραφέας ήθελε κάτι να πει γι’ αυτόν τον κόσμο και το πέτυχε, γιατί δημιούργησε».

Και εσύ τον βοήθησες να το πει. Συγνώμη που τελειώνω την πρότασή σου αλλά αλήθεια κατά πόσο η σοφία αυτών των ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων, με τους οποίους συνεργάστηκες στενά, ‘πληροφόρησε’ τη ζωή σου και την κοσμοθεωρία σου;

«Είναι πολλές οι στιγμές που η σοφία αυτών των συγγραφέων με κάνει να νοιώθω τόσο τυχερή που συνεργάστηκα μαζί τους. Έμαθα πολλά από πολλούς απ’ αυτούς τους συγγραφείς. Όλοι είχαν κάτι να πουν που μου προξένησε εντύπωση ανάλογα με το ποιοι ήταν και από ποια σκοπιά μιλούσαν. Έχω επίσης συνταρακτικές εμπειρίες με την Αντιγόνη Κεφαλά, την Ντίνα Αμανατίδου, έχω μάθει πάρα πολλά απ’ αυτούς τους συγγραφείς. Νοιώθω ότι με όλα αυτά που έκανα από το 1978 που άρχισα τις σπουδές μου, άρχισα να βλέπω έναν άλλο κόσμο. Αυτά που έμαθα με βοήθησαν πάρα πολύ στην προσωπική μου ζωή. Εκεί είναι που λέμε ότι τα βιβλία μας βοηθάνε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Εγώ νοιώθω ότι με βοήθησαν σαν άνθρωπο όλα αυτά τα βιβλία και η σχέση μου με αυτά. Νοιώθω ικανοποιημένη.»

Η Ελένη Νίκα και ο Βρασίδας Καραλής και την αείμνηστη ποιήτρια Judith Rodriguez, στην παρουσίαση του βιβλίου “Antigone Kefala: A writer’s journey”

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟ-ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΝΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Είναι πραγματικά άξιο παρατήρησης το ότι παρά την τεχνολογική επανάσταση που είχε αναμφισβήτητα άμεση επίδραση στην ανάγνωση και πολλοί πίστευαν ότι θα σημάνει το τέλος του βιβλίου, ο Owl Publishing άνθισε τα τελευταία χρόνια. Πως το κατάφερες αυτό;

«Δεν νομίζω ότι υπάρχει κρίση. Τα δικά μου βιβλία είναι για ένα μικρό αναγνωστικό κοινό, πολλά απ’ αυτά επίσης είναι βιβλία ποίησης που δεν είναι για μεγάλο κοινό, οπότε απ’ αυτή τη σκοπιά δεν βλέπω ότι τα τελευταία χρόνια είναι διαφορετικά τα πράγματα, βλέπω περίπου το ίδιο αναγνωστικό κοινό για την ποίηση. Το 50% του αναγνωστικού κοινού των βιβλίων μου δεν είναι ελληνικής καταγωγής και αυτό με ικανοποιεί γιατί εισήγαγα ένα άλλο κοινό για τα βιβλία των Ελληνοαυστραλών.»

Πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στην απόφασή σου να σταματήσεις το γεγονός ότι μαζί με τα ερεθίσματα των νέων Ελληνοαυστραλών λογοτεχνών άλλαξε και η θεματολογία τους και έγιναν αυτό που λέμε πιο mainstream;

«Δεν μπορώ πια να διαθέσω αυτό τον χρόνο και την ενέργεια για να δημοσιεύσω ένα καινούριο βιβλίο που απαιτεί πάρα πολύ δουλειά. Αυτό δεν σημαίνει ότι σταματώ τελείως, έχω ιστοσελίδα που ο κόσμος συνεχίζει να παραγγέλνει βιβλία η σχέση μου με τη λογοτεχνία θα συνεχίσει απλώς δεν θα μπορέσω να βγάλω καινούρια βιβλία. Δεν είναι ο λόγος η αλλαγή της θεματολογίας. Το βλέπω και στην τρίτη γενιά -γιατί βασικά αν σκεφτεί κανείς ότι τα θέματα των συγγραφέων ξεκινούν πάντα από τη δική τους ζωή και μετά επεκτείνονται ευρύτερα – το ότι ασχολείται με την καταγωγή της και ψάχνει πιο μεθοδικά. Θέλουν να γράψουν για τη γενιά των παππούδων αλλά επίσης γράφουν για τη ζωή τους και το ζήτημα ταυτότητας υπάρχει ακόμα. Το ζήτημα ταυτότητας είναι πάντα εκεί. Συνεχίζουν να γράφουν γι’ αυτήν.

Βέβαια πιστεύω ότι η ανάγκη ενός νέου παρόμοιου εκδοτικού οίκου ίσως να μην είναι πλέον επιτακτική όπως ήταν δύο δεκαετίες πριν. Ίσως γι’ αυτό έφτασα σε αυτό το σημείο πια που είμαστε στο τέλος αυτής της περιόδου και αρχίζει μία άλλη περίοδος που δεν εκφράζει αυτά που εγώ ήθελα να πω μέσα από τον εκδοτικό μου οίκο. Εγώ ήμουν η έκφραση μίας άλλης γενιάς.»

Τέλος εποχής λοιπόν για το Owl Publishing, ο αειφόρος καρπός της Δρ Ελένης Νίκα θα συνεχίσει εντούτοις να εμπνέει, να ενημερώνει και να γεμίζει μέσα από τις εκδόσεις της, την κοινή μας ιστορία. Η Ελένη Νίκα έγραψε ιστορία και την έγραψε με τον πιο λυρικό και σεμνό τρόπο.