Τη Δευτέρα το βράδυ, η ενημερωτική εκπομπή του ABC, «7.30», αποκάλυψε ότι το Centrelink επιδιώκει την είσπραξη χρέους από έναν συνταξιούχο λόγω αναπηρίας, ο οποίος δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή.

Έξι μήνες μετά το θάνατο του γιου της, Bruce, στην ηλικία των 49 ετών, η Anastasia McCardel έλαβε μια ειδοποίηση ότι χρωστάει περίπου 7.000 δολάρια.

Ο εκπρόσωπος της αντιπολίτευσης, Μπιλ Σόρτεν, δήλωσε ότι η ιστορία «πρέπει να ντροπιάζει τον υπουργό Κρατικών Υπηρεσιών, Stuart Robert, έτσι ώστε να λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που βρίσκονται στην καρδιά του συστήματος».

«Το κυβερνητικό πρόγραμμα «robodebt» είναι τόσο «δυσλειτουργικό», που πρέπει να καταργηθεί», ανέφερε σε δήλωσή του.

Το Εργατικό Κόμμα ζήτησε την κατάργηση του αυτοματοποιημένου προγράμματος ανάκτησης χρεών, γνωστού ως «robodebt» του Centrelink, λέγοντας ότι το συγκεκριμένο σύστημα έχει προκαλέσει «πόνο» σε πολύ κόσμο.

Το ηλεκτρονικό σύστημα συγκρίνει το εισόδημα που δηλώνουν οι δικαιούχοι κοινωνικής μέριμνας με δεδομένα που τηρούνται από την Αυστραλιανή Εφορία.

Εάν εντοπιστεί κάποια ασυμφωνία, συνήθως αποστέλλεται αυτόματα στους χρήστες μια ειδοποίηση για υποβολή επιπλέον στοιχείων, όπως αποδεικτικά μισθοδοσίας προηγουμένων ετών. Εάν οι ενδιαφερόμενοι δεν υποβάλλουν στο σύστημα τις λεπτομέρειες σχετικά με το καθεστώς απασχόλησής τους κατά το παρελθόν, τότε το χρέος τους ενδέχεται να αυξηθεί.

Οι επικριτές αμφισβήτησαν τη νομιμότητα του ηλεκτρονικού συστήματος συμμόρφωσης, το οποίο λειτουργεί από τα μέσα του 2016 και έχει ως σκεπτικό του την αντιστροφή του βάρους της απόδειξης κατά των πολιτών, οι οποίοι οφείλουν πλέον εκείνοι να αποδείξουν ότι δεν χρωστούν χρήματα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι χιλιάδες από τα λεγόμενα «robodebts» έχουν ακυρωθεί ή μειωθεί λόγω σφαλμάτων που έγιναν κατά τον αρχικό υπολογισμό.

«Το Robodebt είναι ανακριβές, σκληρό και άδικο», δήλωσε ο κ. Shorten και συμπλήρωσε:: «Αναγνωρίζουμε το δικαίωμα της κυβέρνησης να εισπράξει τα νόμιμα χρέη που οφείλονται, αλλά το robodebt … είναι ένα χάος».

Το Εργατικό Κόμμα ζητά από την κυβέρνηση να προβεί άμεσα στην κατάργηση του εν λόγω συστήματος υπολογισμού και είσπραξης χρεών και την αντικατάστασή του από ένα άλλο ο οποίο θα έχει περισσότερο ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα.

Στο παρελθόν, ένας υπάλληλος του Centrelink θα έκανε μια βασική έρευνα πριν αποφασίσει εάν θα στείλει το ειδοποιητήριο ή όχι.

Από την πλευρά της Κυβέρνησης, ο υπουργός Κρατικών Υπηρεσιών, Stuart Robert, στηρίζει το σύστημα και την αποτελεσματικότητά του.

«Τα τελευταία τέσσερα ή πέντε χρόνια το τμήμα έχει ανακτήσει 1,9 δισ. δολάρια σε αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά και έχουμε νομική ευθύνη να το κάνουμε αυτό», ανέφερε ο κ. Robert.

Ο κ. Robert υπερασπίστηκε επίσης την πρακτική της ανάκτησης ορισμένων χρεών προερχόμενων από τις ακίνητες περιουσίες νεκρών πολιτών.

«Συνήθως στην περίπτωση που ο οφειλέτης δεν είναι στη ζωή, αν το χρέος είναι σημαντικό, προσαυξάνεται με την περιουσία ή γίνεται μια αξιολόγηση για το εάν είναι συμφέρουσα οικονομικά η επιδίωξη της είσπραξης του χρέους. Και σε πολλές περιπτώσεις το χρέος παραγράφεται», είπε.

«ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΦΥΛΑΞΗΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΚΟΥΣ ΣΤΑΘΜΟΥΣ»: ΙΣΤΟΡΙΑ …ΧΩΡΙΣ ΔΡΑΚΟ

Μια ακόμη πονεμένη ιστορία είναι και αυτή των επιδομάτων φύλαξης στους παιδικούς σταθμούς της χώρας.

Έρευνα που έγινε πρόσφατα αποκάλυψε ότι μόνο το ένα τρίτο των ερωτηθέντων οικογενειών έχει διαπιστώσει μείωση του κόστους φοίτησης στους παιδικούς σταθμούς μετά την αναθεώρηση του καθεστώτος των επιδοτήσεων.

Οι νέες επιδοτήσεις για τη φοίτηση σε παιδικούς σταθμούς (CCS) άρχισε να ισχύει από τον Ιούλιο του 2018, και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι θα ευνοούσε μέχρι και 1 εκατομμύριο οικογένειες.

Ωστόσο, μια έκθεση του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Οικογενειακών Μελετών (AIFS) διαπίστωσε ότι ενώ το επίδομα CCS είχε θετικό αντίκτυπο σε ορισμένες οικογένειες, σε άλλες είχε αρνητικό.

Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα της έρευνας αποκάλυψαν ότι «…μία στις τρεις οικογένειες δηλώνει ότι πληρώνει το ίδιο ποσό για έξοδα φύλαξης σε παιδικό σταθμό το Νοέμβριο του 2018 όπως και πριν από την εφαρμογή του νέου πακέτου χρηματοδότησης, μία στις τρεις οικογένειες δηλώνει ότι πληρώνουν λιγότερα και μία στις τρεις δηλώνει ότι πληρώνει περισσότερα».

Σε μια προσπάθεια να εξηγήσει το αποτέλεσμα, ο υπουργός Παιδείας Dan Tehan, δήλωσε ότι το νέο σύστημα ωφελεί τους χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος πολίτες.

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πλειοψηφία των οικογενειών έχει ωφεληθεί» δήλωσε ο κ. Tehan.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η κυβέρνηση, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου 2017 και Δεκεμβρίου 2018, η μέση ωριαία αμοιβή για την ολοήμερη φύλαξη σημείωσε αύξηση κατά 4,8%.

Ο κ. Tehan ανέφερε ότι ορισμένοι παιδικοί σταθμοί έχουν αυξήσει τα δίδακτρα πάνω από το ποσοστό της ωριαίας αποζημίωσης που χρηματοδοτεί η Κυβέρνηση, απορροφώντας έτσι τις αυξημένες επιδοτήσεις.

Στο πλαίσιο της χρηματοδότησης CCS, καταβάλλεται το 85% του κόστους παιδικής μέριμνας, ανάλογα με το εισόδημα των νοικοκυριών.

Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένες προϋποθέσεις για τον υπολογισμό των ωρών που χρηματοδοτεί το κράτος κατά περίπτωση. Οι ενδιαφερόμενοι γονείς θα πρέπει να αποδείξουν πόσες ώρες εργάζονται, αν αναζητούν εργασία, αν σπουδάζουν, αν είναι εθελοντές ή παρέχουν εργασία αμισθί σε οικογενειακή επιχείρηση.

Παρά τις υποσχέσεις ότι το νέο πακέτο χρηματοδότησης θα ωφελήσει τις οικογένειες με χαμηλότερα εισοδήματα, ο τομέας υπηρεσιών φύλαξης παιδιών είναι σε επιφυλακή μετά την εμφανή αρχική μείωση των εγγραφών.

Η διευθύνουσα σύμβουλος και εκτελεστική διευθύντρια του Συμβουλίου Εκπαίδευσης και Φροντίδας Νηπίων Αυστραλίας (Early Learning and Care Council of Australia) Elizabeth Death, δήλωσε ότι παρακολουθούν προσεκτικά τη συμμετοχή παιδιών που προέρχονται από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος και των παιδιών που ανήκουν σε ευπαθείς ή μειονοτικές κοινωνικές ομάδες.

Η κ. Tehan δήλωσε ότι η κυβέρνηση ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τον αριθμό των ευάλωτων παιδιών που έχουν πρόσβαση σε επιπρόσθετα επιδόματα παιδικής μέριμνας, το γνωστό ως δίκτυο ασφαλείας.

«Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι οι γονείς που πράγματι το χρειάζονται το λαμβάνουν, και αυτό είναι κάτι που εξετάζουμε και θα έχουμε περισσότερα να πούμε στους επόμενους μήνες».