“ΟΥ δώσω δὲ οὐδὲ φάρμακον οὐδενὶ αἰτηθεὶς θανάσιμον, οὐδὲ ὑφηγήσομαι ξυμβουλίην τοιήνδε” αναφέρεται μεταξύ άλλων στον Όρκο του Ιπποκράτη. Λέξεις που μεταφράζονται στη Νεοελληνική Γλώσσα ως εξής “ούτε θα δίνω θανατηφόρο φάρμακο σε κάποιον που θα μου το ζητήσει, ούτε θα του κάνω μια τέτοια υπόδειξη.”
Είναι δύσκολο να διακρίνει κάποιος εάν η εποχή που διανύουμε στον πλανήτη αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί από πρόοδο ή σκοταδισμό. Εάν δε τα δύο παραπάνω στοιχεία συνυπάρχουν οπωσδήποτε κάποιο, τουλάχιστον για την ώρα, κυριαρχεί.

Ο λόγος για την νομιμοποίηση της ευθανασίας στην Πολιτεία της Βικτώριας, ένας νόμος που ψηφίστηκε το 2017 αλλά τέθηκε σε ισχύ από τις 19 Ιουλίου του τρέχοντος έτους.

Πρωτίστως, η αυτοδιάθεση ενός ανθρώπου ως προς τη βιολογική -και όχι μόνο- υπόστασή του αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα για τον ίδιο, εάν δεν επηρεάζεται η βιολογική ή όποια άλλη υπαρξιακή πτυχή συνανθρώπων του.

Στην πραγματικότητα ο όρος ευθανασία και το παρόν νομοσχέδιο δεν θα έπρεπε να μας δημιουργούν κάποια έκπληξη. Πρόδρομος των παραπάνω στέκεται το palliative care. Μία διαδικασία όπου δίδεται η επιλογή χορήγησης μορφίνης προς ασθενείς στους οποίους διαπιστώνεται πως οι πιθανότητες να κρατηθούν στη ζωή είναι σχεδόν μηδαμινές, ενώ παράλληλα η άνωθεν ουσία απαλλάσσει τον ασθενή από τον πόνο. Ένας πιο ήρεμος, ενδεχομένως επισπευσμένος, θάνατος.

Παρ’ ότι εκ διαμέτρου αντίθετο το νόημα των παραπάνω σε σχέση με την αρχική μετάφραση βασισμένη στον Όρκο του Ιπποκράτη, θα μπορούσε κάποιος εν μέρη να συμφωνήσει στη διαδικασία του palliative care με γνώμονα το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του κάθε ασθενή. Η αδυναμία της συγκεκριμένης διαδικασίας έγκειται όταν ο ίδιος ο ασθενής δεν είναι σε θέση ν’ αποφασίσει για την επίσπευση ή μη επίσπευση του θανάτου του. Για παράδειγμα ένας ασθενής που βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση μοιραία δε δίναται να επιλέξει τη διαδικασία νοσηλείας του. Εκεί ίσως θα πρέπει να εξεταστεί το νομικό δικαίωμα της απόφασης να λαμβάνεται όχι μόνο από την οικογένεια που ο ίδιος/α δημιούργησε αλλά και από μέλη της οικογενείας απ’ όπου μεγάλωσε και προέρχεται. Το παραπάνω σαφώς προσδίδει μία πολυπλοκότητα στο palliative care. Ωστόσο, ένας άνθρωπος προϋπάρχει της οικογενείας που δημιούργησε, δεν παύει να θεωρείται μέλος μίας ακόμη οικογένειας και εν πάση περιπτώσει η διαφάνεια και η απόλυτη αλήθεια σε μία εποχή σκότους πάντα προσθέτει και ποτέ δεν αφαιρεί στο σύνολο μίας διαδικασίας. Εάν υπάρχει έλλειψη ποιότητας σκέψης ή αποφάσεων στη μία πλευρά, μπορεί η άλλη να εξισορροπήσει το κενό αυτό ώστε να εξαλείφονται οι όποιες δυσάρεστες εκπλήξεις.

Φρονώ, με όποια επιχειρήματα μπορώ να σκεφτώ ν’ αντιτάσσονται της γνώμης μου, πως το palliative care ως πρόδρομος της ευθανασίας έχει αποτύχει στην εξισορρόπηση μίας πολυπολιτισμικής Αυστραλίας. Οι πολιτισμικές, θεολογικές αλλά και ατομικές ιδιοσυγκρασίες συγκρούονται επάνω σε έναν άξονα που δεν δύναται να καλύψει ενιαίως το εύρος της πληθυσμιακής σύνθεσης στην ήπειρο αυτή.

Για παράδειγμα είναι πολύ δύσκολο για έναν Ορθόδοξο πολίτη, με Ελληνική σκέψη, όσες δεκαετίες κι αν ζει ως πρώτης γενιάς μετανάστης στην Αυστραλία, να μπει στη διαδικασία χορήγησης μορφίνης σε ασθενή της οικογενείας του, όσο κι αν βρίσκεται κοντά στο θάνατο ο όποιος ασθενής. Με ποιοτικά χαρακτηριστικά (και δίχως κάποια ποσοτική έρευνα) γνωρίζω πως η επιλογή των οικείων θα ήταν τον ασθενή να εγκαταλείψει το σώμα του/της, ο Θεός ή και τα δύο παραπάνω.

Ένα άλλο καίριο ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί να αποφασίζουν οι πολιτικοί ως προς τη διαμόρφωση ενός νόμου όπως αυτού της ευθανασίας και όχι ο ιατρικός κλάδος στο σύνολο του. Για μία υψηλότερη επάρκεια σε νομοθετήματα που επιβάλλεται να χαρακτηρίζονται από ορθότητα και δικαιοσύνη, καθώς αφορούν ιδιαιτέρως λεπτά ζητήματα όπως αυτό της ανθρώπινης ζωής, οφείλεται να λαμβάνονται αποφασίζονται πέρα από νομικίστικες λογικές. Ο πολιτικός κόσμος, στο σύνολο του, καλό θα ήταν να κάνει ένα βήμα πίσω και οι απαντήσεις που θα διαμορφώνουν τη μέριμνα της πολιτείας να προέρχονται αμιγώς από διαφόρους εγκεκριμένους πυρήνες της ιατρικής επιστήμης (ιατρικούς συλλόγους, ερευνητικά κέντρα, διακεκριμένους ακαδημαϊκούς στον χώρο της ιατρικής, κανόνες δεοντολογίας που δεν είναι απόρροια μανίας για έναν βεβιασμένο εκμοντερνισμό).

Οι παραπάνω παρατηρήσεις καλό είναι να θέτονται στον δημόσιο διάλογο για να μπορέσουμε όλοι να απαντήσουμε έως ποιό σημείο ένας γιατρός, ο οποίος λαμβάνει υπ’ όψιν τον Όρκο του Ιπποκράτη, οφείλει να μάχεται με την οικογένεια ενός ασθενούς υπερασπιζόμενοι την ανθρώπινη ζωή (;). Για την ώρα το ερώτημα παραμένει αναπάντητο κι ο καθένας δεν μπορεί παρά να κοιτάξει μέσα του και στη θέα αυτού που αντικρίζει ν’ απαντήσει εάν επιλέγει φως ή σκοτάδι. Εάν επιλέγει μάχη για τη ζωή ή για τον θάνατο.