Ποιος και τι ακριβώς ήταν ο Ηλίας Πετρόπουλος; Σπούδασε Νομικά, χωρίς ποτέ να πάρει πτυχίο και να ασκήσει τη δικηγορία. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, χωρίς να ακολουθήσει δημοσιογραφική καριέρα. Ξεκίνησε γράφοντας μονογραφίες για εικαστικούς καλλιτέχνες, χωρίς να έχει σπουδάσει καλές τέχνες. Έγραψε ποίηση, χωρίς να υπάρξει ποτέ καθαρόαιμος ποιητής. Επιδόθηκε σε λαογραφικές γλωσσολογικές και λεξικογραφικές έρευνες και μελέτες, χωρίς να ισχυριστεί ότι είναι επιστήμων λαογράφος ή γλωσσολόγος. Μα τι τέλος πάντων ήταν αυτός ο άνθρωπος;

Γιάννης Βασιλακάκος

Στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να απαντήσει ο συγγραφέας/«βιογράφος» του παρόντος βιβλίου για τον Ηλία Πετρόπουλο συγκεντρώνοντας ένα πλήθος μαρτυριών από μια ευρύτατη γκάμα ανθρώπων που γνώρισε τον Ηλία Πετρόπουλο κι αγάπησε τόσο τον ίδιο όσο και το έργο του. Μια επίμοχθη δουλειά, ένα λογοτεχνικό παζλ που νομίζω ότι συγκεντρώνει κυριολεκτικά τους πάντες και τα πάντα. Όλα είναι συγκεντρωμένα εδώ.

ΠΡΩΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Αποτελεί μια ιδιότυπη βιογραφία. Ιδιότυπη καθώς δεν ξεκινά να παρακολουθεί χρονολογικά την εξέλιξη και πορεία του Π., αλλά διατρέχει κάποιες βασικές συνιστώσες του, όπως περίπου φαίνεται από το σημείωμα που προτάσσω, αξιοποιώντας κείμενα, μαρτυρίες, απόψεις όσων ασχολήθηκαν με το έργο του Η.Π. αλλά και αποσπάσματα από το καθεαυτό έργο. Βιογραφία είναι καθώς και ο ίδιος ο Β. αυτοπροσδιορίζεται «βιογράφος», σημειώνοντας μάλιστα σε γ’ πρόσωπο για τον εαυτό του: Ούτε καν ημερολογιακές σημειώσεις συνήθιζε να κρατάει, επειδή δυσκολεύεται να δει τις καθημερινές λεπτομέρειες στις σωστές τους διαστάσεις. Του φαίνονταν ρευστές, σαν το νερό που τρέχει μέσα μες από τα δάχτυλά του. Για να μπορέσει να συλλάβει το νόημα αυτών των λεπτομερειών χρειάζεται μια χρονικά αν όχι και γεωγραφική αποστασιοποίηση. [ ] Διατυπώνω την άποψη ότι πιο ενδιαφέρον θα ήταν αν αντί του συγκεκριμένου βιβλίου έγραφα το επιμύθιό του, δηλαδή το τι προηγήθηκε, τι μεσολάβησε και τι ακολούθησε τη συγγραφή του. Τα παρασκήνια… (σελ. 30-33). Την κουζίνα του συγγραφέα, το εργαστήριό του, όλο αυτό το άγνωστο παρασκήνιο της rue Mouffetard όπου από το 1975 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2003 βρισκόταν το επιτελείο του Ηλία Πετρόπουλου.

Το βιβλίο του Β. Είναι γραμμένο, κατά τη γνώμη μου συνειδητά, με ένα λογοτεχνικό ύφος, διανθισμένο με σκέψεις και άλλων πέραν (και ασχέτων προς τον Π.) συγγραφέων: από τον Χέμινγουεϊ, τον Μπόρχες, τον Κοέλιο, τον Καμύ, έως τον ημέτερο επιστολογράφο-συγγραφέα Νίκο Καχτίτση –τον γνωστό και ως «Στοππάκιους Παπένγκους» εκ… Γάνδης, την οποία ουδέποτε επισκέφθηκε, αλλά συνδεδεμένος στενά επίσης με τον Ν.Γ. Πεντζίκη, τον άνθρωπο που φαίνεται να επηρέασε τον Η.Π..

Ως προς την παρατήρηση του Β. ότι ο Π. επιδόθηκε σε λαογραφικές γλωσσολογικές και λεξικογραφικές έρευνες και μελέτες, χωρίς να αποζητά ακαδημαϊκές περγαμηνές λαογραφίας ή γλωσσολογίας, θα επικαλεστώ τον ίδιο τον Π.: Αντί να γράφω επιστημονικά βιβλία λέω ότι είμαι ημιεπιστήμων, ότι γράφω ημιεπιστημονικά βιβλία. Και σε άλλη ευκαιρία ο ίδιος συνόψισε τους τίτλους και προσδιόρισε την ειδικότητά του: Δεν μπορώ να ξέρω τι θα θυμούνται (αν θυμούνται) οι άνθρωποι όταν πεθάνω. Πάντως θα ήθελα να θυμούνται το πάθος μου για την αλήθεια. Ένα πάθος που αντίκειται στις προκατασκευασμένες διδασκαλίες.

Με όλο το σεβασμό στη μνήμη του και στην ιερότητα των όρων που σε εποχές τζούφιες (σαν τη δική μας) εξευτελίζονται ιερόσυλα, θα έλεγα ότι ο Η.Π. ήταν έναν πανέξυπνος διεισδυτικός αναρχικός νους, ένας δουλευταράς ταξινόμος-Συγγραφέας, με Σίγμα Κεφαλαίο και μνήμη software (λογισμικό υπολογιστή) που μέσα στα βιβλία του ήταν η Ελλάδα που αγαπούσε, αναπολούσε και ακούσια εγκατέλειψε, διπλά κι αυτός εγκαταλειμμένος, επίσης ακούσια, από τον πατέρα του που τον εκτέλεσαν τον Οκτώβριο του ’44, χωρίς ποτέ να βρεθεί το πτώμα του. H δολοφονία του πατέρα του φαίνεται πως στοίχειωσε στη μνήμη και τη ζωή του. «Γνώρισα τον θάνατο και σταμπαρίστηκα απ’ αυτόν. Γι’ αυτό αν είμαι κάτι, θα έλεγα ότι είμαι θανατολόγος κι όχι ρεμπετολόγος» Ο Β. μας ξαναθυμίζει (σελ. 242-243) το τελευταίο βιβλίο, του οποίου την επιμέλεια είχε ολοκληρώσει εν ζωή ο Π. αλλά δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο. Το Ελλάδος κοιμητήρια. Ο H.Π. προτιμούσε τον όρο κοιμητήριο αντί του νεκροταφείου. Ένα βιβλίο που ετοιμαζόταν 40 χρόνια! Αξιοποίησε υλικό από ένα άρθρο του που είχε δημοσιευτεί το 1966 στο περιοδικό «Εικόνες» της Ελένης Βλάχου, καθώς και φωτογραφίες δικές του και της Μαίρης Κουκουλέ από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, μαζί με αποτυπώσεις «κοιμητηρίων» στις οποίες είχε συστηματικά επιδοθεί τα τελευταία χρόνια που βρισκόταν στην Ελλάδα.

Και ήταν τυχερός που στον δρόμο του βρέθηκε η Μαίρη Κουκουλέ, γεγονός που του επέτρεψε να ασχοληθεί απερίσπαστος με το έργο του. Στις σελ. 268-270 του βιβλίου του ο Β. παραθέτει σχετικές αναφορές του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου για την ανέχεια αλλά και την σπαρτιατική αυτάρκεια του Π. Που θυσίαζε τα πάντα χάριν του έργου του: «[ ] η χώρα θα πρέπει να τον ευγνωμονεί. Πέρα απ’ όσα διέσωσε, η δουλειά που έκανε ο Π. Είναι πολύ πιο ουσιαστική και πιο σημαντική από τη δουλειά που έχουν κάνει ολόκληρα Πανεπιστήμια, σχολές και ινστιτούτα, επιχορηγούμενα ειδικά γι’ αυτούς τους τομείς. Κι αυτός τα ‘κανε μόνος του, και μάλιστα υπό συνθήκες δύσκολες…» Κι ο ίδιος ο Η.Π.: «Τι έχω τραβήξει! Και να μην έχω φράγκο εν τω μεταξύ! Ευτυχώς με βοηθάγανε πολλοί άνθρωποι, φίλοι μου, που μ’ αγαπούσαν. Βλέπανε ότι αυτό που κάνω το κάνω από αγάπη, από μεράκι. Δεν έβγαλα χρήματα ποτέ από όλη αυτή την ιστορία».

Μια ένσταση σχετικά με τον τίτλο του βιβλίου «Ο τεχνίτης της διαστροφής». Κάθε άλλο παρά χαρακτηρίζει τον Π. Προκλητικός (όχι αόριστα) αλλά απέναντι στο κατεστημένο, τον πούρο ακαδημαϊσμό και την εξουσία, ναι. Σκανδαλοθήρας και διαστροφικός όχι. Ακόμη κι ο Κουραδοκόφτης που διαφώνησα (και λόγω τίτλου και εξ αιτίας κάποιων πρόχειρων αναφορών στον Σολωμό, τον Άρη κλπ) να τυπωθεί στον Μ., όταν μου το ζήτησε, ούτε πήγα να μιλήσω στα κανάλια που σκανδαλολογώντας πάντα έπεσαν στο βιβλίο για ένα μικρό διάστημα, δεν βρήκαν ψωμί και το παράτησαν στα αζήτητα, ακόμη κι εκεί ασχολείτο με περιφερειακά θέματα για τον Άρη Βελουχιώτη, τον Διονύσιο Σολωμό, το γλωσσάρι της Λαχαναγοράς, τα πειράγματα στον δρόμο, το Ερωτικό Μουσείο της Βαρκελώνης (απ’ όπου του είχα προμηθεύσει το υλικό), η Μαφία των Δικαστών και Εισαγγελέων, αρβανίτες και αλβανοί, κλπ.

Ο δεύτερος υπότιτλος με βρίσκει σύμφωνο, άλλωστε μόλις πιο πάνω αναφέρθηκα στην παθιασμένη ελληνολατρία του.

* Ο Κώστας Κρεμμύδας είναι ποιητής, κριτικός και εκδότης του έγκυρου αθηναϊκού λογοτεχνικού περιοδικού «Μανδραγόρας» και των ομώνυμων εκδόσεων. Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο ανωτέρω περιοδικό στα τέλη του 2018.

*Το Δεύτερο Μέρος θα δημοσιευτεί στον «Νέο Κόσμο» της Δευτέρας, 26 Αυγούστου 2019.