Κάθε χρόνο, ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς και ανοιξιάτικους μήνες στην Αυστραλία, τα πρωϊνά της Κυριακής, ομογενείς πρώτης γενιάς, μαζεύονταν με συγγενείς και φίλους σε κάποιο από τα αναρίθμητα πάρκα ή και βιότοπους για να απολαύσουν τα θρυλικά πικνικ τους που πλέον κατέχουν δεσπόζουσα θέση στη μεταναστευτική ιστορία των Ελλήνων της Αυστραλίας.

«Έχω τις πιο όμορφες αναμνήσεις από εκείνη την εποχή και από τα θρυλικά πικ νικ που συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, στη διατήρηση της ελληνικής κουλτούρας εδώ στην ξενιτιά» λέει η Ελληνοαυστραλή συγγραφέας, η οποία κάθε πρωινό Κυριακής έβλεπε την μητέρα της να ξυπνά από τα άγρια χαράματα για να ετοιμάσει νοστιμιές και ελληνικές λιχουδιές τις οποίες η οικογένεια έπαιρνε μαζί για να μοιραστεί και να απολαύσει μαζί με τις παρέες συγγενών και φίλων.

«Η όλη διαδικασία πριν φτάσουμε τελικά στο Belair National Park της Αδελαΐδας, ήταν σχεδόν ιεροτελεστία και έγινε για όλους μας εκείνη την εποχή αγαπημένος τρόπος ζωής.

«Η μητέρα μου, όπως και οι περισσότερες Ελληνίδες εκείνη την εποχή, ξυπνούσε νωρίς το πρωί και ετοίμαζε γεμιστές πιπεριές, ντολμαδάκια, σαλάτες, λαχανικά, φρέσκο ψωμί, ελιές, φέτα και φρούτα και ό,τι άλλο χωρούσε μέσα στα ταπεράκια της ώστε να τα μοιραστούμε κατά την διάρκεια της ημέρας. Ακόμα και τον ελληνικό καφέ τον έφτιαχναν οι γονείς στο σπίτι και τον έπαιρναν μαζί τους σε θερμός ενώ για εμάς επιτρεπόταν που και που ένα αναψυκτικό αν και με το που βλέπαμε την καντίνα στο πάρκο τρέχαμε για καραμέλες και παγωτό».

Οι νεαρές κοπέλες και τα μικρά κορίτσια συνήθως έκαναν περίπατο στο πάρκο εξερευνώντας τον χώρο ή κάθονταν για κουβέντα και συζητήσεις στο χορτάρι.
Πού και πού αρέσκονταν να πιάνουν μικρά βατραχάκια τα οποία λίγο αργότερα ελευθέρωναν και πάλι πίσω στους βάλτους.

Τα αγόρια σκαρφάλωναν δέντρα ή έπαιζαν ποδόσφαιρο.

Εκείνη την εποχή οι γονείς δεν ασχολούνταν και σίγουρα δεν έδειχναν να ανησυχούν για τις σκανταλιές ή περιπέτειες των παιδιών τους.

Οι άνδρες της κάθε οικογένειας απολάμβαναν παιχνίδια με χαρτιά και παρτίδες τάβλι ενώ οι κυρίες συνήθως ξέκλεβαν λίγο πολύτιμο χρόνο χαλάρωσης για να πουν τα «δικά τους» και να ξεφύγουν για λίγο από τις σκοτούρες τους και την καθημερινότητά τους.

Οι αγκαλιές, τα πειράγματα και τα γέλια με γιαγιάδες, παππούδες, ξαδέλφια και θείους διαρκούσαν ως τις 6 το απόγευμα οπότε κάθε οικογένεια μάζευε το δικό της καλαθάκι και έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής.

«Τις περισσότερες φορές η βραδιά συνεχιζόταν σε ένα από τα σπίτια των συγγενών για ένα ακόμα καφεδάκι και γλυκό ενώ κανείς δεν φαινόταν να προβληματίζεται για το ότι την επομένη είχαμε σχολείο, δουλειά και πρωϊνό ξύπνημα».

Η ετυμολογία και καταγωγή του όρου πικ νικ παραμένει άγνωστη ωστόσο η ιδέα της παρέας να απολαμβάνει στη μέση μεζέδες και φαγητό δεν έχει αλλάξει ανά τους αιώνες.

«Για εμάς τους ομογενείς το κυριακάτικο πικ νικ ήταν η έξοδος της εβδομάδας για την οποία ανυπομονούσαμε όλοι και τελικά έμελλε να γίνει μέρος της ζωής μας που όχι μόνο κατόρθωσε να σημαδέψει τα παιδικά μας χρόνια αλλά συνέβαλε στην διατήρηση και την ελληνικότητάς μας.

«Είμαι σίγουρη ότι δεν είμαι η μόνη που θυμάται εκείνα τα χρόνια με περισσή αγάπη και νοσταλγία» καταλήγει η Μινοδώρα.