ΠΑΕΙ ακόμα ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Πέταξε. Η Ελλάδα δεν κατάφερε να διακριθεί. Ηττήθηκε από μια χαμηλότερου επιπέδου Βραζιλία, μια μετρίου επιπέδου Αμερική και απέτυχε κόντρα στην καλύτερη -ίσως- Τσεχία που έχει εμφανιστεί ποτέ σε Παγκόσμιο Κύπελλο αλλά έχει «ταβάνι» τους «8». Η Εθνική μας ουσιαστικά δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει την ήττα με έναν πόντο από τους Βραζιλιάνους και αυτό ακριβώς το φορτίο ήταν που την «βάραινε» μέχρι το τέλος. Ακόμη και στον αγώνα με τους Νεοζηλανδούς όπου οι παίκτες του προπονητή Θανάση Σκουρτόπουλου κατάφεραν να κερδίσουν, αυτό ήταν προφανές.

Ποιοι παράγοντες όμως οδήγησαν στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα; Αρχικά θα πρέπει να κοιτάξουμε λίγο τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν από την ομάδα. Λίγο τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα στα φιλικά παιχνίδια, λίγο η συμμετοχή των περισσοτέρων παικτών από εκείνους που είχε ζητήσει ο Θανάσης Σκουρτόπουλος (περισσότερα επ’ αυτού παρακάτω) και λίγο η απόφαση αρκετών πρωτοκλασάτων παικτών των άλλων ομάδων να μην συμμετάσχουν στο τουρνουά, δείχνοντας προτίμηση προς το ΝΒΑ, δημιούργησαν μια εικόνα πως «πάμε χαλαρά να το πάρουμε».

Προσθέστε σε αυτό και την πιο εύκολη από το αναμενόμενο νίκη στο πρώτο ματς κόντρα στο Μαυροβούνιο του Νίκολα Βούκσεβιτς και ο ενθουσιασμός είχε φτάσει σε επίπεδα εκτός λογικής. Επόμενο ήταν να επηρεαστούν και οι ίδιοι οι παίκτες από τα όσα έβλεπαν στα σόσιαλ μίντια και η «σφαλιάρα» από την Βραζιλία να τους πονέσει διπλά.

Φυσικά, αν μιλάμε για την αποτυχία της εθνικής, θα πρέπει να γίνει ειδική μνεία και στον προπονητή, Θανάση Σκουρτόπουλο. Πολλές φορές η ομάδα φαινόταν να μην έχει επιθετικό πλάνο, οι παίκτες στη διάρκεια των επιθέσεων έμεναν ακίνητοι χωρίς να κάνουν προσπάθειες να ελευθερωθούν και να ζητήσουν την μπάλα ή να ανοίξουν διαδρόμους προς το καλάθι, πράγμα ανεπίτρεπτο σε αυτό το επίπεδο. Η ομάδα έμοιαζε καταδικασμένη να αναζητά τη λύση από το μακρινό σουτ ή από ατομικές προσπάθειες και εμπνεύσεις. Το ελληνικό σύνολο έδινε μια εικόνα σαν να ήταν αδούλευτο, προκαλώντας εύλογα την απορία του τι ακριβώς έγινε στην προετοιμασία.

Ωστόσο, όπως πολύ σωστά έχει επισημανθεί, δεν γίνεται να ζητήσεις ευθύνες από τον μοναδικό άνθρωπο που βγήκε μπροστά σε μια περίοδο που η εθνική ομάδα μπάσκετ, γνωστή και ως «επίσημη αγαπημένη» από το ελληνικό φίλαθλο κοινό, είχε μείνει «ορφανή» από προπονητή, με μια Ομοσπονδία που δεν ήταν διατεθειμένη να προσφέρει ένα συμβόλαιο ικανό να προσελκύσει κάποιον από τους έμπειρους Έλληνες τεχνικούς (οι Ιτούδης, Μπαρτζώκας, Ζούρος, ούτε που ενδιαφέρθηκαν).

Ούτε έβαλε κανείς άλλος το όνομά του μπροστά για τη θέση του καθοδηγητή της εθνικής Ελλάδας. Ο μόνος που βρέθηκε σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, ήταν ο Σκουρτόπουλος. Με τα καλά του, με τα στραβά του, με τα περιορισμένα του συστήματα, με την ομάδα που εμφανίστηκε έτσι όπως εμφανίστηκε. Αυτός είναι και ευτυχώς ή δυστυχώς με αυτόν μπορεί να χρειαστεί να πορευθούμε και στα επόμενα τουρνουά (προολυμπιακό, Ολυμπιάδα, Ευρωμπάσκετ, κ.ά.).

Εννοείται ότι πρέπει να γίνει αναφορά και στο τεράστιο «κεφάλαιο» Γιάννης Αντετοκούνμπο. Ένα κεφάλαιο δισυπόστατο, αφού από τη μια πλευρά υπήρχε το παιδί που ήθελε να κατακτήσει τα πάντα με την φανέλα της εθνικής του ομάδας, της Ελλάδας, τοποθετώντας την στο ψηλότερο σκαλί του κόσμου ως γνήσιος και περήφανος Έλληνας (με την αγωνιστική του συμπεριφορά να είναι και η καλύτερη απάντηση προς όσους τον έχουν αμφισβητήσει κατά καιρούς).

Και από την άλλη υπήρχε ο… MVP, o «Greek Freak», το προϊόν του ΝΒΑ, του σπουδαιότερου πρωταθλήματος μπάσκετ στον κόσμο κι ενός από τα μεγαλύτερα αθλητικά γεγονότα που λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο. Η παρουσία και μόνο του Γιάννη ήταν λόγος για να δει κανείς το Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά γι’ αυτά πολύ πιθανό να έχετε δει και έχετε διαβάσει και αλλού.

Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο η αλήθεια είναι πως έπαιξε όσο μπορούσε, έδωσε ό,τι είχε γι’ αυτήν την ομάδα, αλλά έπεσε θύμα της ίδιας του της φήμης (αφού όλοι οι προπονητές τον ήξεραν και γνώριζαν καλά πώς να τον αντιμετωπίσουν), των διαφορετικών συνθηκών που επικρατούν στους αγώνες των εθνικών ομάδων σε σχέση με εκείνους του ΝΒΑ, άλλα και των προαναφερθέντων εξαιρετικά υψηλών προσδοκιών. Παράλληλα, ίσως ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε ο «Greek Freak» στη διοργάνωση, τόσο από τους αντιπάλους, όσο και από διαιτητές άλλα και από μερίδα των οπαδών της ίδιας του της ομάδας, να τον κάνουν να αναθεωρήσει την προτεραιότητα που δίνει στην εθνική Ελλάδας και τον ζήλο που δείχνει να αγωνιστεί με αυτήν, αφού εκ του αποτελέσματος φάνηκε πως έχει λίγα να κερδίσει και πολλά να χάσει. Ο Γιάννης έπαιξε σκληρά και ρίσκαρε με την τύχη του. Αν είχε τραυματιστεί, μπορεί και να είχε χάσει τη συμμετοχή του στην επόμενη σεζόν του ΝΒΑ και μαζί το νέο, παχυλό συμβόλαιο που του ετοιμάζουν οι Milwaukee Bucks.

Παράλληλα, με τη συμμετοχή του Αντετοκούνμπο, η εθνική Ελλάδος κινδυνεύει να πέσει θύμα του «συνδρόμου» της εθνικής Αργεντινής. Η «μπιανκοσελέστε», από την ημέρα που έκανε την πρώτη του συμμετοχή ο Λιονέλ Μέσι, φαίνεται πως κυνηγά σαν δαιμονισμένη κάποιον τίτλο μόνο και μόνο για να επισφραγίσει την καριέρα ενός εκ των κορυφαίων αθλητών στον κόσμο. Ακόμα και η παρουσία της στον τελικό του Μουντιάλ του 2014 ήταν εστιασμένη γύρω από τον θαυματουργό άσο της Μπαρτσελόνα, με τους υπολοίπους αστέρες να περιορίζονται σε «υποστηρικτικούς» ρόλους. Κάτι παρόμοιο ίσχυε και με την δική μας εθνική του μπάσκετ, αφού πέρα από τον Γιάννη, ουδείς έδινε σημασία στους υπολοίπους. Για μια ομάδα όμως που έχει κατακτήσει δύο ευρωπαϊκά και έχει φτάσει στον τελικό του παγκοσμίου, κάτι τέτοιο είναι ιεροσυλία.

Το αν μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα, είναι μια ερώτηση με εύκολη απάντηση. Το θέμα είναι αν υπάρχει η θέληση για αλλαγές. Όχι μόνο από τα υψηλόβαθμα στελέχη, αλλά και από τους παίκτες, τους προπονητές και από εμάς τους ίδιους. Αν συμβεί αυτό και αλλάξει το κλίμα, τότε ναι, μπορεί στην επόμενη μεγάλη διοργάνωση να δούμε μια εθνική ομάδα με σαφέστατα καλύτερη εικόνα. Είτε με Γιάννη, είτε χωρίς. Το υλικό υπάρχει.