Με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένεται η συνεδρίαση της Αποθεματικής Τράπεζας (Reserve Bank of Australia – RBA) την Τρίτη, κατά τη διάρκεια της οποίας κατά πάσα πιθανότητα θα αποφασιστεί η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων.

Κι ενώ η μείωση θεωρείται σχεδόν βέβαιη, το φλέγον ερώτημα που ανακύπτει είναι «τι ποσοστό αυτής της περικοπής θα φτάσει στις τσέπες των καταθετών»;
Ο τελικός υπολογισμός είναι η συνιστώσα πολλών και ποικίλων μεταβλητών.

Η πολιτική και το ανώτατο δικαστήριο της κοινής γνώμης, οι ισολογισμοί των τραπεζών και το κόστος χρηματοδότησης, ο ανταγωνισμός για νέα δάνεια, τα μερίσματα των μετόχων και τα ρυθμιστικά συμφέροντα θα επηρεάσουν το τελικό αποτέλεσμα.

Από το 0,5 τοις εκατό που ήταν το ποσοστό περικοπής των επιτοκίων στο οποίο προέβη η RBA κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο, οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες πέρασαν το 80 με 90 τοις εκατό.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ANZ άλλαξε τακτική κι έδωσε την πλήρη περικοπή τον Ιούλιο, μετά από έντονη κριτική που δέχτηκε για την εξαιρετικά συγκρατημένη προσπάθειά της τον Ιούνιο. Και στους «Τέσσερις Μεγάλους» για ένα δάνειο ύψους 400.000 δολαρίων, οι συνδυασμένες περικοπές απέφεραν περίπου 1.200 δολάρια ετησίως.

Τραπεζικοί αναλυτές, πάντως θεωρούν ότι αυτή τη φορά οι τράπεζες δεν θα είναι τόσο γενναιόδωρες. Ο αναλυτής Richard Wiles της Morgan Stanley θεωρεί πιθανό να κρατήσουν μεγαλύτερο ποσοστό από την ενδεχόμενη περικοπή.

«Κατά μέσο όρο, αναμένουμε ότι τα μέσα μεταβλητά επιτόκια θα μειωθούν κατά 10-15 μονάδες βάσης, έναντι των 20 και παραπάνω μονάδων βάσης σε κάθε ένα από αυτά του Ιουνίου και τον Ιουλίου», δήλωσε στο ABC ο κ. Wiles.

Παρόμοια φαίνεται να είναι η άποψη και της J.P. Morgan, καθώς η ομάδα των αναλυτών της υποστηρίζει ότι το ένα τρίτο της πρώτης περικοπής και το μισό της δεύτερης περικοπής δεν θα αποδοθούν από τις τράπεζες.

Η συμπίεση των συνεχώς μειούμενων αποδόσεων από τις τραπεζικές καταθέσεις αποτελεί ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος των τραπεζών – και του προβλήματος των καταθετών.

Η Morgan Stanley βλέπει επιπλέον μείωση των επιτοκίων των καταθετών κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες τη στιγμή που το ένα τρίτο των τραπεζικών καταθέσεων έχουν τώρα επιτόκια κάτω του 0,5 τοις εκατό.

Ταυτόχρονα, οι ρυθμιστικές αρχές ζητούν από τις τράπεζες να διατηρούν περισσότερα κεφάλαια.

Τα δάνεια για νέους πελάτες είναι πλέον πολύ φθηνότερα από ό, τι για τους παλαιότερους δανειολήπτες. Η κλιμάκωση του ανταγωνισμού των τιμών σε νέα δάνεια μπορεί να διαπιστωθεί σε ορισμένες από τις προσφορές που γίνονται τώρα στους αγοραστές κατοικιών.

Ωστόσο, ο Harry Dudley από την εταιρία επενδύσεων Watermark Funds Management αναφέρει ότι οι τράπεζες , τουλάχιστον αρχικά, θα υποχρεωθούν να αποδώσουν ένα σημαντικό μέρος της περικοπής.

«Το ζήτημα σε αυτό το στάδιο είναι αρκετά πολιτικό … θα ήταν κάπως προκλητικό να μην περάσουν μια αξιοπρεπή περικοπή», είπε ο κ. Dudley.

Είναι μια κρίσιμη στιγμή για τις τράπεζες. Η ANZ, η Westpac και η NAB δημοσιεύουν τον ετήσιο οικονομικό απολογισμό τους αυτό το Σαββατοκύριακο και το Νοέμβριο θα ανακοινώσουν τα κέρδη τους τα οποία αναμένεται να είναι μεγάλα.

Μετά τις αποκαλύψεις της Βασιλικής Επιτροπής Hayne, αποτελούν πλέον εύκολο στόχο για τους πολιτικούς που θα επιδιώξουν να ανεβάσουν τη δημοτικότητά τους προβάλλοντας τους εαυτούς τους ως προστάτες του λαού.

Ταυτόχρονα, ρυθμιστικές αρχές όπως η APRA ανησυχούν για την υπερβολική ροή εύκολου χρήματος στον τομέα της στέγασης η οποία υπονομεύει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Η διευθύντρια ερευνών της RateCity, Sally Tindall, θεωρεί ότι οι τράπεζες έχοντας επίγνωση των συμφερόντων των μετόχων τους θα περάσουν δύσκολα σε μια πλήρη περικοπή.

«Οι τράπεζες ζυγίζουν τις ανάγκες των δανειοληπτών, των αποταμιευτών και των μετόχων σε μια ολοένα και πιο δύσκολη εξίσωση, όπου τα βασικά επιτόκια αποταμιεύσεων είναι ήδη λίγο πάνω από το μηδέν», δήλωσε η κ. Tindall και συμπλήρωσε ότι η υποτονική αγορά δανεισμού κατοικίας δεν βοήθησε καθόλου στην εξίσωση.

Κατά τη δική της εκτίμηση, «Είναι πιθανότερο οι τράπεζες να περάσουν ένα 0,15 έως 0,20 τοις εκατό της περικοπής, κάτι που θα προκαλούσε στον μέσο κάτοχο στεγαστικού δανείου απώλεια περίπου 10 έως 20 δολαρίων το μήνα στις καταθέσεις αποταμίευσης».