Με μια… ξεκαρδιστική βραδιά ταβέρνας κλείνει η αυλαία του 26ου Ελληνικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου!

Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας 'Η Ταβέρνα' του Αλκίνοου Τσιλιμιδού θα προβληθεί στην εορταστική τελετή λήξης της διοργάνωσης αυτή την Κυριακή σε Μελβούρνη και Σίδνεϊ


Φέρτε στον νου την πιο αξιομνημόνευτη έξοδό σας σε ταβέρνα, μια νύχτα όπου ρίξατε το “γέλιο της αρκούδας” με φίλους και ίσως ήπιατε και ένα ποτηράκι παραπάνω. Αφήστε τη φαντασία σας να προσθέσει ελεύθερα μια δόση σουρεαλισμού και σκηνές με γκάφες τύπου Θανάση Βέγγου, και είστε έτοιμοι ψυχολογικά για την τελετή λήξης του 26ου Ελληνικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Delphi Bank.

Η αυλαία κλείνει στη Μελβούρνη και το Σίδνεϊ με την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας του Αλκίνοου Τσιλιμιδού “Η Ταβέρνα”, που υπόσχεται ότι μια νύχτα σε ελληνικό εστιατόριο δεν υπήρξε ποτέ τόσο διασκεδαστική και σίγουρα τόσο επεισοδιακή όσο αυτή που θα δούμε στη μεγάλη οθόνη αυτή την Κυριακή.

Γυρισμένο σε πραγματική ταβέρνα ανατολικών προαστίων της Μελβούρνης μέσα σε μόλις 16 ημέρες, το φιλμ επικεντρώνεται σε μία μοιραία βραδιά όπου ένας αυτοσχέδιος χορός της κοιλιάς σηματοδοτεί την αρχή μιας σειράς ατυχών και άκρως ξεκαρδιστικών περιστατικών.

Όπως έχει περιγράψει ο δημιουργός της, πρόκειται μάλλον για την πιο ‘προσωπική’ του ταινία στη μέχρι τώρα καριέρα του.

“‘Η Ταβέρνα’ θα έχει διαφορετική σημασία για κάθε άνθρωπο. […] Από τις πιο παλιές μου αναμνήσεις, η εμπειρία του να τρώω σε ελληνικά εστιατόρια στη Μελβούρνη με έκανε να νιώθω Έλληνας. Το φαγητό, το δράμα, η γλώσσα και η διασκέδαση δημιουργούσαν μια έντονη αίσθηση του ανήκειν. Αυτό είναι που σημαίνει για μένα ‘Η Ταβέρνα’, ότι μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας όταν είμαστε τυχεροί να έχουμε έναν χώρο όπου ανήκουμε”, εξομολογείται ο Τσιλιμιδός.

Ο ομογενής σκηνοθέτης θεωρείται από τους πλέον σημαντικούς εκπροσώπους του χώρου στην Αυστραλία, με τις περισσότερες κινηματογραφικές δουλειές του να έχουν αποσπάσει βραβεία και θετικές κριτικές διεθνώς.

Και ενώ φημίζεται για ταινίες που φιλτράρουν ιστορίες μέσα από ένα πρίσμα κοινωνικής παρατήρησης, αυτή τη φορά μας ξαφνιάζει ευχάριστα με μια στροφή στην κωμωδία.

Μιλώντας στον “Νέο Κόσμο”, ο Αλκίνοος Τσιλιμιδός περιγράφει τη βραδιά που πρωτοσκέφτηκε να γυρίσει την ταινία. Και όχι δεν μας κάνει πλάκα, η ιδέα για την ‘Ταβέρνα’ γεννήθηκε στην… ταβέρνα του φίλου του, Κώστα, όπου έλαβαν χώρα τα γυρίσματα!

“Ενώ καθόμουν στο προαύλιο της White Village Tavern μετά από ένα γεύμα, πίνοντας κρασί και συζητώντας με τον Κώστα, τον ιδιοκτήτη, και άλλους, πάνω στην κουβέντα συνειδητοποίησα πως ό,τι είχα να πω για τον κόσμο μέσω της δουλειάς μου εκείνη τη δεδομένη στιγμή θα μπορούσε να ειπωθεί στο πλαίσιο […]της ελληνικής ταβέρνας. Και μετά σκέφτηκα, ‘βασικά δεν θα ήθελα να φύγω από αυτόν τον χώρο, γιατί να μην παρουσιάσουμε μια εμπειρία που εκτυλίσσεται σε πραγματικό χρόνο εδώ;’ Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.

“Ήταν μια τρελή ιδέα, αλλά πραγματικά δεν μπορούσα να σταματήσω να το σκέφτομαι και έτσι μέσα σε μία-δύο μέρες ξεκίνησα τη συγγραφή” εξομολογείται ο σκηνοθέτης.

Το εστιατόριο επιλέχθηκε και για έναν ακόμη λόγο: Εκεί συνηθίζει να πηγαίνει ο Τσιλιμιδός με τους συνεργάτες του για να γιορτάσει μετά από προβολές ταινίων και παρουσιάσεις θεατρικών.

Αν πάντως αναρωτιέστε πώς βρήκε ο ιδιοκτήτης, Κώστας, την ταινία, θα μείνετε με την απορία όπως και αυτός μέχρι την Κυριακή, αφού η αλήθεια είναι ότι ακόμη δεν την εχει δει!

Εμένα βέβαια μου ξέφυγε πάνω στην κουβέντα ότι δεν θα είχα αφήσει σε χλωρό κλαρί τον σκηνοθέτη αν γυριζόταν μια ταινία στο εστιατόριό μου. Όμως, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Τσιλιμιδός – προοιωνίζοντας ίσως το τι θα δούμε στο φιλμ, ο Κώστας δεν έχει την πολυτέλεια του χρόνου για να τον “κυνηγά” αφού… το να λειτουργείς μια ταβέρνα δεν είναι απλή υπόθεση.

Απόδειξη – στην πιο ακραία αστεία μορφή της – η βραδιά που θα παρουσιαστεί στην οθόνη του Ελληνικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Το μωσαϊκό του χάους συνθέτουν μια χορεύτρια που έρχεται αντιμέτωπη με τις οικογενειακές της περιπέτειες εν ώρα δουλειάς, μια εκκεντρική σερβιτόρα, ένας καλόβουλος σεφ που καταστρώνει ένα ύπουλο σχέδιο, ένας καβγάς με αφορμή την απρεπή συμπεριφορά ενός πελάτη, ψέματα στην αστυνομία και άλλα πολλά σε μια ατμόσφαιρα σύγχυσης, συναισθημάτων και φυσικά αστείρευτου γέλιου.

Όπως συμβαίνει άλλωστε στη ζωή εκτός οθόνης, το κωμικό ενώνεται με το δραματικό για κάθε χαρακτήρα, με κοινό παρανομαστή τη συνειδητοποίηση που βιώνουν για κάποια αλλαγή που απαιτείται προκειμένου να ‘νικήσουν’ ό,τι τους προκαλεί δυστυχία.

Κι αν αυτό μοιάζει σοβαρό για κωμωδία, ο Τσιλιμιδός μας προλαβαίνει:

“Καταλήγει να ακούγεται τόσο σοβαρό… Στ’ αλήθεια όμως δεν είναι! Ο σκοπός της ταινίας είναι η διασκέδαση. Αυτός είναι ο πυρήνας της. Για τον κόσμο που θα τη δει να περάσει καλά, να ρίξει γέλιο, ίσως και λίγο κλάμα, με επόμενη στάση ίσως την ταβέρνα του Κώστα για φαγητό!”

Βασικός, όπως καταλαβαίνουμε, ο ρόλος του ‘ταβερνιάρη’, τον οποίο υποδύεται ο Βαγγέλης Μουρίκης.

Ο ομογενής σκηνοθέτης Αλκίνοος Τσιλιμιδός

Η επιλογή του ηθοποιού, που έχει θητεύσει και στο παροικιακό θέατρο της Μελβούρνης, και έχει στο ενεργητικό του εντυπωσιακό αριθμό ταινιών, ασφαλώς μόνο τυχαία δεν ήταν.

“Ένα σημαντικό κομμάτι της ιδέας για την ταινία ήταν να φέρω τον Βαγγέλη να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο[…]”, λέει ο Τσιλιμιδός εξηγώντας ότι με τον Μουρίκη τους δένει μια φιλία χρόνων.

“Ο Βαγγέλης έχει κάτι το σπάνιο και μοναδικό ως ηθοποιός, είναι δύσκολο να το χαρακτηρίσω ακριβώς αλλά έχει να κάνει με την ανθρωπιά και το χιούμορ του, γι’ αυτό και έγραψα τον ρόλο για τον ταβερνιάρη[…] Ο χαρακτήρας είναι βασισμένος σε μία σύνθεση από ιδιοκτήτες ταβέρνας που γνωρίζουμε με τον Βαγγέλη. Προτεραιότητά μας ήταν να φτιάξουμε κάτι περιπετειώδες και διασκεδαστικό”.

“Η Ταβέρνα” είναι η πρώτη ταινία του Τσιλιμιδού που έχει κατά κάποιο τρόπο σχέση με την καταγωγή του.

Ωστόσο, επισημαίνει, η έμφαση δεν είναι στην ελληνική ταυτότητα.

“Όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας εκτός από έναν είναι μεταναστευτικής καταγωγής και νομίζω αυτό είναι ουσιαστικά η Αυστραλία. Δεν πιστεύω ότι η ταινία σχετίζεται τόσο με την ελληνικότητα, όσο με μια βαθύτερη ματιά στην Αυστραλία με βάση τη δική μου οπτική”, αναφέρει.

Όσο για τον λόγο που πιστεύει ότι οι διοργανωτές του Ελληνικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου επέλεξαν τη δική του ταινία για την τελετή λήξης, ο Τσιλιμιδός απαντά:
“Δεν μπορώ βέβαια να γνωρίζω, αυτό επαφίεται στο φεστιβάλ. Για εμένα πάντως, νομίζω ότι είναι ένας τρόπος να επιστρέψει το σημείο αναφοράς στην Αυστραλία και τους Έλληνες της Αυστραλίας.

“Είναι ωραίο να κλείνει το φεστιβάλ με αυτόν τον τρόπο […] επαναφέροντας στην οθόνη την πραγματικότητα των ίδιων των μελών του κοινού και βέβαια με μία διασκεδαστική νότα”.