Για τις εξετάσεις του VCE στο μάθημα των Ελληνικών, το κύριο θέμα για φέτος ήταν η μεταπολεμική μετανάστευση των Ελλήνων στην Αυστραλία. Κάθε μαθητής μπορούσε να επιλέξει μια επιμέρους ενότητα, όπως ο ρατσισμός, η ελληνοαυστραλιανή ταυτότητα και οι δυσκολίες της μετανάστευσης.

Με αφορμή τις εξετάσεις που διενεργούνται αυτές τις μέρες, ζητήσαμε από την Κορίνα Καρακάση, μαθήτρια του VCE στην Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης να μας μιλήσει για την προετοιμασία της. Παράλληλα , ευχόμαστε σε όλα τα παιδιά μας καλή επιτυχία στις εξετάσεις των Ελληνικών!

– Κορίνα, ποιο θέμα σχετικό με τη μετανάστευση επέλεξες να μελετήσεις και γιατί;

Το ειδικό θέμα που επέλεξα, είναι οι κοπέλες που έφυγαν από την Ελλάδα σαν νύφες, τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν φτάνοντας εδώ και τα συναισθήματα τους. Επέλεξα αυτό το θέμα, γιατί και η γιαγιά μου, έφυγε την δεκαετία του ‘50 σαν νύφη για την Αυστραλία.

– Θα ήθελες να μας μιλήσεις λίγο για τη γιαγιά σου;

Η γιαγιά μου κατάγεται από το Ηράκλειο Κρήτης, ο πατέρας της ήταν βιβλιοπώλης και η μητέρα της γνωστή πλέκτρα της πόλης. Είχε τέσσερις αδελφές, οι οποίες όλες παντρεύτηκαν μικρές, όμως έκαναν αποτυχημένους γάμους. Ο πατέρας της που της είχε μεγάλη αδυναμία, δεν ήθελε και αυτή να κακοπέσει. Έτσι συχνά-πυκνά, διάλεγε και της πρότεινε αρκετούς γαμπρούς, αλλά εκείνη αρνιόταν σθεναρα και έφερνε εμπόδια γιατί αγαπούσε ήδη κάποιον άλλον. Και μάλιστα κρυφά, χωρίς να το γνωρίζει ο πατέρας της.

Την δεκαετία του 1950-60, η Ελλάδα ήταν μια χώρα που προσπαθούσε να ξανασταθεί στα πόδια της μετά τον πόλεμο. Εκείνη την εποχή, η κοινωνία έβλεπε τις ανύπαντρες κοπέλες με προκατάληψη και περιφρόνηση. Η γιαγιά μου ήταν ήδη 27 χρόνων, και ο πατέρας της ανησυχούσε πως αν δεν παντρευόταν γρήγορα θα γινόταν τροφή για συζήτηση και κουτσομπολιά. Τελικά, πήρε την απόφαση να τη στείλει «νύφη» στην Αυστραλία.

Δεν της ήταν καθόλου εύκολο να αφήσει την Ελλάδα, όμως μετά από πολλή πίεση, έφυγε για την Μελβούρνη με το πλοίο «Πατρίς» για να εκπληρώσει την επιθυμία του πατέρα της, παίρνοντας μόνο ελάχιστα πράγματα μαζί της και την ευχή του. Άφησε πίσω της, τις άσχημες συμπεριφορές του κόσμου και τα κουτσομπολιά. Αλλά άφησε μαζί και την οικογένειά της, και πιο συγκεκριμένα τον πατέρα της που τον λάτρευε. Άφησε πίσω τους φίλους της, το πατρικό της, αλλά και μια μεγάλη ανεκπλήρωτη αγάπη.

– Το θέμα «νύφες» διαπραγματεύεται και ο Πάντελής Βούλγαρης στην ομώνυμη ταινία του. Νομίζεις πως όσα έζησε η γιαγιά σου σχετίζονται με εκείνα που διαδραματίζονται στην ταινία;

Η γιαγιά μου και η Νίκη, που την βλέπουμε στην ταινία “νύφες”, έχουν παρόμοιο χαρακτήρα, είναι και οι δύο αποφασιστικές και δεν φοβούνται να εκφράσουν την γνώμη τους. Και οι δύο είχαν μπροστά τους το ίδιο δύσκολο ταξίδι προς μία ξένη και μακρινή χώρα, καθώς και ένα γάμο με έναν άγνωστο. Η μια ήταν να παντρευτεί ένα ράφτη στην Αμερική, και η άλλη έναν επιχειρηματία στην Αυστραλία. Και οι δύο τους είχαν την ευκαιρία να γλιτώσουν το προξενιό και να το σκάσουν, παρόλα αυτά, έμειναν πιστές στην υπόσχεση που είχαν δώσει στην οικογένειά τους. Ακόμα και αν αυτό, σήμαινε ότι έτσι θυσίαζαν τα δικά τους θέλω και στόχους και τα προσωπικά όνειρα για τη ζωή τους.

– Πως ένιωσες όταν έμαθες για αυτή την απόφαση της γιαγιάς σου και πώς την αξιολογείς; Τι θα έκανες στη θέση της;

Η γιαγιά μου στο ταξίδι της επέλεξε να είναι μόνη της. Αν και δεν βίωσε ρατσισμό, αντιμετώπισε άλλα προβλήματα. Ήξερε καλά Αγγλικά και είχε τελειώσει τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Όμως, οι κοπέλες από την οικογένεια του γαμπρού δεν ήξεραν Αγγλικά και δεν είχαν την ευχέρεια να επικοινωνήσουν με την αγγλόφωνη κοινωνία ή να εργαστούν και έτσι παρέμεναν κλεισμένες στο σπίτι. Όταν η γιαγιά μου έφτασε στην Αυστραλία, οι συνυφάδες της περίμεναν κάποια κοπέλα από το χωριό, με ελάχιστες γνώσεις και εμπειρίες και πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να τη χειριστούν όπως εκείνες ήθελαν. Από την πρώτη μέρα όμως τους απέδειξε το αντίθετο. Ο παππούς μου είχε καταστήματα σε διάφορες περιοχές της Μελβούρνης, και χρειαζόταν να λείπει πολλές ώρες προκειμένου να τα επισκεφτεί. Έτσι κάθε πρωί η γιαγιά μου έπρεπε να ανοίξει το μαγαζί που ήταν κοντά στο σπίτι τους και να εξυπηρετεί τους πελάτες. Κατέληξε να το διευθύνει εκείνη, και με μεγάλη επιτυχία, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι συνυφάδες της να ξεκινήσουν τα κουτσουμπολιά και τις γκρίνιες.

Πιστεύω πως μια παρόμοια κατάσταση για μένα, θα ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη και επίπονη διαδικασία. Η σκέψη και μόνο, μου φέρνει ταραχή και πραγματικά διστάζω να προχωρήσω το συλλογισμό και να δω τον εαυτό μου να παίρνει τελικά μια απόφαση.

Η Κορίνα με τη γιαγιά της Ευνίκη, στην Κρήτη το 2008.

Κατά την διάρκεια της μελέτης μου, άκουσα και έμεινα στο τραγούδι, “Το διαβατήριο” με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Την εποχή εκείνη το διαβατήριο προέβαλε πάντα σαν ένα μαγικό κλειδί σωτηρίας από την μιζέρια και τις δυσκολίες που επικρατούσαν, σε μια χώρα που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μετά από έναν παγκόσμιο και έναν εμφύλιο πόλεμο. Λέει το τραγούδι, “Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, που πήρα για τα ξένα”. Ήταν μεγάλος ο πόνος που ένιωθαν οι μετανάστες, και η απόφαση να φύγουν, πάντα τους πίκραινε και τους σημάδευε βαθιά.

Παρόμοια συναισθήματα βιώσαμε και εμείς σαν οικογένεια. Δυσκολευτήκαμε αρκετό καιρό για να κάνουμε το βήμα και να φύγουμε. Μας έδιωχναν τα προβλήματα και οι καταστάσεις που ζούσαμε καθημερινά στην Ελλάδα αλλά την ίδια στιγμή δειλιάζαμε μπροστά στο άγνωστο που απλωνόταν μπροστά μας.

– Τι αισθάνθηκες προσωπικά εσύ όταν πρωτοβρέθηκες στη Μελβούρνη;

Στο τραγούδι που προανέφερα, ένας άλλος στίχος λέει, “Πήρα την απόφαση να φύγω για την κόλαση που ξενιτιά την λένε”. Για να παρομοιάζουν την ξενιτιά με κόλαση, σημαίνει ότι τα συναισθήματα που τους συνόδευαν στο ταξίδι τους, ήταν βαριά, και καταθλιπτικά. Παρομοιάζουν την κανούργια τους ζωή με τον θάνατο, το τέλος του ανθρώπου. Μια κατάσταση που παύει η δημιουργία και η ελπίδα.

Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι και κάποιος άλλος εκτός από εμένα, θα μπορούσε να παρομοιάσει την ξενιτιά και την καινούρια του χώρα με την κόλαση.

Όταν έπρεπε να αφήσω την Ελλάδα, πίστευα κι εγώ ότι ερχόμουν στην κόλαση. Ό,τι και να μου έλεγαν οι γονείς μου, οι φίλοι μας, όλο το είναι μου, δεν μπορούσα ούτε και ήθελα να αλλάξω γνώμη. Τα συναισθήματα παρέμειναν τα ίδια για μεγάλο διάστημα, ακόμα και μετά τον ερχομό μου στην Αυστραλία. Καμμιά φορά ακόμα και σήμερα πιάνω τον εαυτό να διακατέχεται από αντίστοιχα συναισθήματα με τις κοπέλες του «Πατρίς». Κι εγώ, όπως και αυτές, ξενιτεύτηκα, είχα έρθει στην Αυστραλία “με το ζόρι”, χωρίς να το θέλω και το μόνο που μου είχε απομείνει ήταν να αναπολώ πως ήταν η ζωή μου και να ονειρεύομαι πως θα ήταν αν είχα συνεχίσει να ζω στην Ελλάδα.

Όταν σκέφτομαι αυτές τις «νύφες» θαυμάζω το κουράγιο και την αποφασιστικότητά τους. Νιώθω μια ιδιαίτερη σύνδεση μαζί τους, καθώς και η δική μου γιαγιά έκανε ένα παρόμοιο ταξίδι. Όλα αυτά που γνώρισα και έμαθα μέσα από συζητήσεις με τη μαμά και τη γιαγιά μου με κάνουν να νιώθω περήφανη για εκείνη. Νιώθω ακόμα θλίψη για εκείνες και τη γιαγιά μου καθώς σκέφτομαι όλα αυτά τα συναισθήματα με τα οποία πάλευαν και ίσως κάποιες από αυτές ακόμα να παλεύουν.

– Τα τέσσερα τελευταία χρόνια ζεις με την οικογένειά σου μόνιμα στην Αυστραλία. Έχει αλλάξει η γνώμη σου από την πρώτη μέρα που έφτασες μέχρι σήμερα;

Σίγουρα, η καθημερινή ζωή στη Μελβούρνη, ζώντας μέσα στο σχολείο και την κοινωνία, με έχουν βοηθήσει στο να κατανοήσω και να εκτιμήσω ότι, το να ζω στην Αυστραλία έχει και πλεονεκτήματα. Ευκαιρία για καλές σπουδές, επαγγελματική σιγουριά, οικονομική σταθερότητα και πολυπολιτισμική κουλτούρα. Προσωπικά προσπαθώ να εκμεταλλευτώ ότι μου προσφέρει η Αυστραλία, προσέχοντας όμως πρωταρχικά να μην αφομοιωθώ.

Στην τελευταία στροφή του τραγουδιού του Καζαντζίδη αναφέρεται η φράση, “Στην ξενιτιά να μην χαθώ”. Αυτό επιδιώκω και εγώ. Μπορεί να ζω τώρα εδώ αλλά δεν θέλω να χάσω όλα εκείνα που με δομούν σαν προσωπικότητα. Την ελληνική γλώσσα, τις παραδόσεις, τις συνήθειες, τη θρησκεία, τις αξίες, την οικογένεια, το ελληνικό φιλότιμο! Με μια λέξη την ταυτότητά μου, αυτό που είμαι!

O Γυρολόγος
και για την αντιγραφή, Β.Κ.