Εννέα χρόνια πέρασαν από την ημέρα που η Ελένη Νικολούδη, με τον σύζυγο της Παναγιώτη και τα δύο τους παιδιά, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, μια μικρή κωμόπολη στις Σέρρες, και να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον στην Αυστραλία.

«Κοιτάω πίσω, θυμάμαι εκείνη την ημέρα στο αεροδρόμιο. Ήμουν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Η αγωνία για το άγνωστο, η δυσβάσταχτη ώρα του αποχωρισμού με τους δικούς μας ανθρώπους, η απορία για το αν και πότε θα ανταμώσουμε με τους αγαπημένους μας και ο φόβος που είχε φωλιάσει μέσα μου για το αν πήραμε τη σωστή απόφαση και τι θα συναντήσουμε τελικά εκεί στην ξενιτιά, τριγύριζαν στο μυαλό μου αμαυρώνοντας τον ελάχιστο ενθουσιασμό ότι ίσως το βήμα αυτό να γινόταν ένα εισιτήριο για μια καλύτερη ζωή, αν όχι για εμάς, τουλάχιστον για τα παιδιά μας» λέει η Ελένη. Η ίδια παραδέχεται ότι στην αρχή η ίδια και η οικογένειά της αντιμετώπισαν δυσκολίες προσαρμογής στην Νότια Αυστραλία αφού ο καινούριος τόπος ήταν για εκείνους μια εικόνα τελείως ξένη προς αυτούς.

«Ήρθαμε για τα παιδιά, κυρίως, γιατί στην επαρχία που ήμασταν εμείς δεν υπήρχαν πολλές ευκαιρίες για νέους ανθρώπους. Τα παιδιά που έχουν μείνει πίσω ακόμα παλεύουν καθημερινά για τα αυτονόητα: μια καλή δουλειά, ένα βασικό μισθό και ευκαιρίες να κάνουν τα όνειρα τους πραγματικότητα χωρίς το άγχος της επιβίωσης».

Η ΞΕΝΙΤΙΑ

«Εμένα μου πήρε χρόνια να συνηθίσω. Ο σύζυγός μου πάντα ήθελε να έρθουμε, οπότε προσαρμόστηκε πιο γρήγορα. Επίσης, τα παιδιά μας, ο Σωτήρης και η Άννα, μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα κατάφεραν, ενδεχομένως, καλύτερα και από εμάς τους «μεγάλους» να βάλουν τη ζωή τους σε έναν ρυθμό.

Για μένα, τα πρώτα δύο τρία χρόνια ήταν εξαιρετικά δύσκολα. Η μισή μου ψυχή ήταν εδώ και η μισή πίσω στην πατρίδα, και νομίζω ακόμα θα τυραννιόμουν αν δεν αποφάσιζα ότι εφόσον έκανα αυτή την επιλογή ήταν στο χέρι μου να την υποστηρίξω και να αλλάξω εγώ μέσα μου τον τρόπο σκέψης μου, να συμβιβαστώ ουσιαστικά με την ιδέα ενός νέου τόπου, ενός διαφορετικού τρόπου ζωής, και να αφεθώ στις μικρές απολαύσεις και επιτυχίες που μου χάριζε η νέα πραγματικότητα.

Δεν έπρεπε να μεμψιμοιρώ για όσα άφησα πίσω, αλλά και χωρίς να ξεχνώ ή να απορρίπτω τη παλιά μου ζωή και τους αγαπημένους μου και φυσικά τις υπέροχες στιγμές και μνήμες του παρελθόντος που έχουν μείνει έντονα χαραγμένες στο μυαλό μου και που θα τις θυμάμαι όσο ζω».

Η ΝΕΑ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Σιγά-σιγά καθώς πέρασε ο καιρός η οικογένεια της Ελένης βρήκε τον ρυθμό της. Τα παιδιά τελείωσαν το σχολείο, σπούδασαν και βρήκαν τις δουλειές που ονειρεύονταν, ενώ η ίδια άνοιξε τη δική της επιχείρηση από το σπίτι.

«Σήμερα λέω ότι, τελικά, το ταξίδι άξιζε τον κόπο, αν και σίγουρα η Ελλάδα ακόμα μου λείπει και πάντα θα μου λείπει. Μάλιστα, αν υπάρχει ένα πράγμα που νοσταλγώ από την πατρίδα μας είναι οι ουσιαστικές σχέσεις των ανθρώπων και η ευκολία να βρεις κάποιον που θα σε ακούσει, θα σε καταλάβει και θα σε νιώσει και θα μπορέσεις να μοιραστείς έναν προβληματισμό σου μαζί του.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Η Ελένη, όπως και τόσοι ακόμα ομογενείς, εξακολουθεί και μιλάει καθημερινά με την αδελφή της για να μάθει τα νέα της γειτονιάς και του τόπου της.

«Προσπαθώ, αν και είναι δύσκολο, να πηγαίνω πίσω όσο πιο συχνά μπορώ και όταν το επιτρέπουν οι δουλειές εδώ και οι υποχρεώσεις. Εκεί είναι όλοι οι δικοί μου άνθρωποι, εκεί θα βρω τους πολυαγαπημένους μου συμμαθητές, γείτονες και φίλους, εκεί θα νιώσω πάλι ο εαυτός μου, εκεί θα μπορέσω να επισκεφθώ τον τάφο των γονιών μου, τους οποίους έχασα πριν πολλά χρόνια, τους αγαπημένους μου θείους, θείες, ξαδέλφια και συγχωριανούς.

»Έχουμε μια πανέμορφη πατρίδα που αγαπώ και νιώθω δικό της παιδί. Η Αυστραλία από την άλλη, σαν δεύτερη πατρίδα έχει υπάρξει φιλόξενος και όμορφος τόπος που μας έδωσε την ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα.

»Πότε θα πάμε στην πατρίδα;

»Του χρόνου. Πρώτα ο θεός του χρόνου».