Ένα ρεκόρ της αεροπλοΐας καταρρίφθηκε το πρωί της Κυριακής, με την προσγείωση της πτήσης QF-7879 της εταιρείας Qantas στο αεροδρόμιο του Σίδνεϊ. Η δοκιμαστική απευθείας πτήση από το αεροδρόμιο JFK της Νέας Υόρκης είχε διάρκεια 19 ωρών και 16 λεπτών. Η πτήση-ρεκόρ θα βοηθήσει την εταιρεία να λάβει αποφάσεις για το μέλλον των πολύωρων πτήσεων.

Αποφεύγοντας την ενδιάμεση στάση, το ταξίδι από τη Νέα Υόρκη ως το Σίδνεϊ ήταν κατά τρεις ώρες συντομότερο σε σχέση με τις συνηθισμένες πτήσεις. Η εταιρεία θα πραγματοποιήσει άλλη μία αντίστοιχη δοκιμαστική πτήση τον Νοέμβριο, απευθείας από το Λονδίνο προς το Σίνδεϊ, και μία ακόμη στο ίδιο δρομολόγιο, Νέα Υόρκη-Σίδνεϊ, τον Δεκέμβριο.

Ένα από τα οφέλη της 19ωρης πτήσης ήταν η δυνατότητα προσαρμογής των επιβατών στο ωράριο της Αυστραλίας αμέσως μετά την αναχώρηση από τη Νέα Υόρκη. Τις πρώτες έξι ώρες, παρότι στη Νέα Υόρκη είχε πέσει η νύχτα, τα φώτα του αεροσκάφους ήταν αναμμένα, ενώ οι επιβάτες κοιμήθηκαν όταν νύχτωσε στην Αυστραλία. Το πρόβλημα της ακινησίας, που μπορεί να οδηγήσει σε θρομβώσεις και άλλα προβλήματα, αντιμετωπίστηκε μέσω προγράμματος σωματικής άσκησης για τους επιβάτες. Κάθε δύο ώρες, στο πίσω μέρος του αεροσκάφους υπήρχε πρόγραμμα γυμναστικής, ακόμη και χορού, υπό τους ήχους της «Μακαρένα».
Το ερώτημα πώς υπήρχε χώρος για κάτι τέτοιο αποκαλύπτει και τη βασική αδυναμία των πτήσεων αυτού του τύπου: υπήρχε χώρος διότι το αεροπλάνο ήταν, αναγκαστικά, σχεδόν άδειο.

Από τις 280 θέσεις του Βoeing 787-9 κατειλημμένες ήταν μόνον οι 49, καθώς ο μόνος τρόπος να διανύσει το αεροσκάφος τόσο μεγάλη απόσταση χωρίς να χρειαστεί ανεφοδιασμό καυσίμων, ήταν να μη μεταφέρει μεγάλο βάρος.

Έτσι, τέτοιου είδους πτήσεις, αν καθιερωθούν, θα έχουν πολύ υψηλότερο τιμολόγιο από τις ήδη ακριβές πτήσεις που συνδέουν την Αμερική ή την Ευρώπη με την Αυστραλία. Αυτό δεν αναμένεται να συμβεί πριν από το 2022. Ως τότε, θα συνεχίσουν να μελετώνται οι σωματικές και ψυχολογικές αντιδράσεις των κυβερνητών, των πληρωμάτων καμπίνας και των επιβατών στις πτήσεις μεγάλης διάρκειας. Στη διάρκεια της πρώτης πτήσης, οι πιλότοι έδιναν δείγματα ούρων ανά δύο ώρες ώστε να μετρηθούν τα επίπεδα μελατονίνης (η ορμόνη που ρυθμίζει τον ύπνο), ενώ φορούσαν στον καρπό συσκευή που παρακολουθούσε τους παλμούς τους και άλλους δείκτες της κατάστασης της υγείας τους. Την ίδια συσκευή φορούσαν και οι επιβάτες, στους οποίους γίνονταν συστηματικά τεστ αντανακλαστικών με τη βοήθεια ταμπλέτας.

Όταν, έπειτα από 18 ώρες και 30 λεπτά, το αεροσκάφος ξεκίνησε την κάθοδό του για το αεροδρόμιο του Σίδνεϊ, η πρώτη θέση ερήμωσε, καθώς οι επιβάτες έσπευσαν να καθίσουν στα παράθυρα του αεροσκάφους από την πλευρά που είχε την καλύτερη θέα. «Πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο» είπε μία από τις αεροσυνοδούς, διατρέχοντας τον διάδρομο ενός σχεδόν άδειου αεροσκάφους, στο οποίο καθόταν ένας επιβάτης ανά σειρά.