Αναμφίβολα, στο Διαδίκτυο βρίσκει κανείς πολλά σκουπίδια. Όμως βρίσκει και πολλά διαμάντια. Προχθές έψαχνα κάτι για τις πεντατονικές μείζονες κλίμακες –ναι, τώρα τελευταία προσπαθώ να χαθώ στον κόσμο του Μούσαρχου Απόλλωνα– κι έπεσα πάνω σε μερικά ελληνικά καλοπελέκητα πνευματικά διαμάντια. Διορθώνοντας κάποιες αβλεψίες τόσο στο αρχαίο κείμενο όσο και στις παραπομπές, δεν μπορώ παρά να μοιραστώ μαζί σας τα διαμάντια αυτά, έστω και αν ορισμένοι από σας προτιμάτε τους Εβραίους προφήτες από τους αφορεσμένους Έλληνες σοφούς.

Οι παρακάτω ρήσεις αφορούν τον θάνατο, για τον οποίο μιλήσαμε πολλές φορές, ορμώμενοι από τη θαυμάσια θεώρηση του μεγάλου Επίκουρου για το θέμα αυτό.

ΣΟΦΩΝ ΡΗΣΕΙΣ

Ο θείος Όμηρος, στην Ιλιάδα του (16.672), λέει: «Ύπνω και θανάτω διδυμάοσιν». Δηλαδή: («Ο ύπνος και ο θάνατος είναι δίδυμα αδέρφια»). Μόνο που δεν γνωρίζουμε αν υπάρχουν ενύπνια (όνειρα) στο θάνατο. Πιστεύω πως δεν υπάρχουν. Απορία: Ποια είναι η μάνα που γέννησε αυτά τα δίδυμα αδέρφια, και ποιος ο πατέρας;
Ο πατέρας της ελληνικής φιλοσοφίας, ο ρηξικέλευθος Θαλής από τη Μίλητο της Μ. Ασίας, σύμφωνα με τον αρχαίο βιογράφο Διογένη Λαέρτιο (Α, 34-5), λέει: «Ουδέν τον θάνατον διαφέρειν του ζην». Δηλαδή: «Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο θάνατο και στη ζωή». Και κάποιος που τον ρώτησε: «Συ ούν δια τι ουκ αποθνήσκεις;» («Και συ, λοιπόν, γιατί δεν αυτοκτονείς;»), ο Θαλής απάντησε: «ότι ουδέν διαφέρει» («γιατί δεν κάνει καμία διαφορά)!

Ο πλατυμέτωπος Πλάτωνας, με το στόμα του Σωκράτη, λέει: «Ο θάνατος τυγχάνει ων, ως εμοίδοκεί, ουδέν άλλο ή δυοίν πραγμάτοιν διάλυσις, της ψυχής και του σώματος απ’ αλλήλοιν» (Γοργίας, 524B). Δηλαδή: «Κατά τη γνώμη μου, ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο διαχωρισμός δύο πραγμάτων, της ψυχής και του σώματος».
Επίσης, στον ίδιο διάλογο, λέει: «Αυτό μεν γαρ το αποθνήσκειν ουδείς φοβείται, όστις μη παντάπασιν αλόγιστός τε και άνανδρός εστιν, το δε αδικείν φοβείται. Πολλών γαρ αδικημάτων γέμοντα την ψυχήν εις Άιδουαφικέσθαι πάντων έσχατον κακών εστιν» (Γοργίας, 522 D). Δηλαδή: «Τον θάνατο κανένας δεν πρέπει να τον φοβάται, εκτός αν κάποιος είναι τελείως ανόητος και άνανδρος. Την αδικία όμως πρέπει να την φοβάται, γιατί αν η ψυχή φτάσει στον Άδη γεμάτη αδικήματα, θα είναι γι’ αυτήν η μεγαλύτερη απ’ όλες τις συμφορές».

Επίσης, λέει: «Επιόντος άρα θανάτου επί τον άνθρωπον, το μεν θνητόν, ως έοικεν, αυτού αποθνήσκει, το δ’ αθάνατον, σώον και αδιάφθορον, οίχεταιαπιόν» (Φαίδων, 106 Ε). Δηλαδή: «Συνεπώς, όταν επέρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, το μεν θνητό, καθώς φαίνεται, πεθαίνει, το δε αθάνατο σώο και αδιάφθορο φεύγει για να πάει κάπου αλλού».
Τέλος, ο Αθηναίος σοφός λέει κι ετούτο: «Κοινωνία γαρ ψυχή και σώματι διαλύσεως ουκ έστιν η κρείττον» (Νόμοι, 828 D). Δηλαδή: Η ένωση της ψυχής με το σώμα δεν είναι ανώτερη από το χωρισμό τους.

Ο μεγάλος ποιητής μας Σοφοκλής, λέει: «Όστις δε θνητών θάνατον ορρωδεί λίαν, μωρός πέφυκε… όταν δ’ ο καιρός του θανείν ελθών τύχη, ουδ’ αν προς αυλάς Ζηνός εκφύγει μολών» (Ανθολογία Στοβαίου, PIH, 12). Δηλαδή: «όποιος από τους ανθρώπους φοβάται πολύ τον θάνατο, γεννήθηκε μωρός… όταν έλθει ο καιρός του θανάτου, ακόμα και στ’ ανάκτορα του Δία αν καταφύγεις, είναι αδύνατο να τον αποφύγεις».
Ο βιογράφος και ηθικολόγος Πλούταρχος, αναφερόμενος στον Αναξαγόρα, γράφει: «Έξεστι γαρ την Αναξαγόρουδιάθεσιν, αφ’ ής επί τη τελευτή του παιδός ανεφώνησεν: Ήδειν θνητόν γεννήσας» (Ηθικά, 474 D). Δηλαδή: «Πρέπει λοιπόν ν’ ακολουθήσουμε τη διάθεση του Αναξαγόρα, εξ’ αιτίας της οποίας, όταν πέθανε το παιδί του, αναφώνησε: Ήξερα ότι γέννησα θνητό».

Ο δούλος που έγινε φιλόσοφος, ο Επίκτητος, λέει: «Ταράσσει τους ανθρώπους ου τα πράγματα, αλλά τα περί των πραγμάτων δόγματα, οίον ο θάνατος ουδέν δεινόν, επεί Σωκράτη αν εφαίνετο, αλλά το δόγμα το περί του θανάτου, διότι δεινόν, εκείνο το δεινόνεστιν» (Εγχειρίδιο, 5). Δηλαδή: «Ταράζουν τους ανθρώπους όχι οι καταστάσεις που περνούν, αλλά οι ιδέες που έχουν γύρω από αυτές. Ο θάνατος δεν είναι κάτι το φοβερό, γιατί τότε θα ήταν και για τον Σωκράτη. Το θάνατο τον κάνει φοβερό η ιδέα ότι είναι φοβερός».

Ο ίδιος λέει κι ετούτο το όμορφο: «Μηδέποτε επί μηδενός είπεις ότι: «Απώλεσα αυτό», αλλ’ ότι «Απέδωκα». Το παιδίον απέθανεν; Απεδόθη. Η γυνή απέθανεν; Απεδόθη. Το χωρίον αφηρέθην; Ουκούν και τούτο απεδόθη… μέχρι δ’ αν διδώ ως αλλοτρίου αυτού επιμελού, ως του πανδοχείου οι παριόντες» (Εγχειρίδιον, 11). Δηλαδή: «Να μην πεις για οποιοδήποτε πράγμα ότι το «έχασα», αλλά ότι το «απέδωσα». Πέθανε το παιδί σου; Αποδόθηκε. Πέθανε η γυναίκα σου; «Αποδόθηκε». Σου κλέψανε το χωράφι σου; Κι αυτό αποδόθηκε… όσο σου δίνεται να το έχεις, φρόντιζέ το, ως κάτι το ξένο, όπως οι περαστικοί το πανδοχείο».

Αυτά είναι λίγα από τα πνευματικά διαμάντια που μας κληροδότησαν οι σοφοί πρόγονοί μας. Μπροστά σ’ έναν φιλόσοφο δεν βάζω δέκα προφήτες!