ΕΙΝΑΙ ό,τι πιο ειρωνικό και ταυτόχρονα σουρεάλ μπορεί μία κοινωνία να ζήσει στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Με πλήθος αναφορών από το πολιτικό προσωπικό της χώρας για τις τεχνολογίες του μέλλοντος, η επιλογή ως προς τη λειτουργία του Ελληνικού κράτους περιορίζεται ωστόσο στην άσκηση βίας. Χωρίς κάποια πιλοτική εφαρμογή νέων τεχνολογιών για την εύρυθμη λειτουργία σε χώρους των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, χωρίς κάποια δεύτερη σκέψη με βάση εμπειρικά δεδομένα προηγμένων χωρών, η κυβέρνηση αποφασίζει απριόρι και δρα.

Κάπως έτσι αρχίζει ο πολίτης να αντιλαμβάνεται πως η 4η βιομηχανική επανάσταση δεν είναι άλλο παρά μία έκθεση ιδεών της τρίτης δημοτικού. Διότι όταν στα πανεπιστημιακά ιδρύματα αρνείσαι να εφαρμόσεις οτιδήποτε καινοτόμο, απόρροια έρευνας, αντικαθιστώντας το με κλομπ, χημικά και κρότου λάμψης, τότε το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη παιδείας ενός πολιτικού κατεστημένου που θέλει να μας πείσει πως μπορεί να παίξει ρόλο διαμορφωτή σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Όταν κάτι πολύ κακό συμβαίνει στην Ελλάδα, ανατρέχω στις σημαντικότερες φωνές μας. Ο Σεφέρης είχε γράψει πως “λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.” Μου δίνεται η εντύπωση πως ένα ακόμη κυβερνητικό σχήμα έχει πολλά να μάθει. Η δε εποπτεία του στα κοινωνικά θέματα, με πρόσφατο παράδειγμα αυτό της ΑΣΟΕΕ, του προσδίδει μία σωληνοειδή όραση μικροκομματισμού.

Δεν φταίνε τα ΜΑΤ, ούτε η αστυνομία. Την πρώτη ευθύνη φέρει το δόγμα που ενστερνίζεται πως “το ξύλο είναι στοιχείο αναγκαστικότητας” αγνοώντας τη φυσική ροπή σεβασμού προς τον απέναντι που οι κυβερνήσεις διαφόρων παρατάξεων δεν κατάφεραν να αποδώσουν στην πράξη σε κάτι λιγότερο από μισό αιώνα διακυβέρνησης. Αγνοώντας πως η βία δεν μπορεί ν’ αποτελέσει πρώτη λύση, αλλά ούτε και τελευταία.

Με πρώτο τον Κυκλαδικό Πολιτισμό που χρονολογείται πριν από το 3050 π.Χ., διανύσαμε περί τα πέντε χιλιάδες χρόνια για να φτάσουμε να εκπροσωπούμαστε από μία κανονικότητα που επιβάλλεται με κλομπ και εξ’ όσων όλα δείχνουν είναι τεχνολογικώς αναλφάβητη.

Θα περίμενε κάποιος, τουλάχιστον, από “το καλύτερο βιογραφικό της χώρας” να γνωρίζει πως τα Δυτικού τύπου πανεπιστημιακά ιδρύματα εφαρμόζουν συγκεκριμένες τεχνολογίες και πρακτικές οι οποίες αποδίδουν. Μάλιστα ο σχεδιασμός συνδέεται και με την πρόληψη τρομοκρατικών επιθέσεων, κάτι εξαιρετικά δύσκολο και απρόβλεπτο για τα αντανακλαστικά ασφαλείας.

Στον Δυτικό Κόσμο τα πανεπιστήμια επενδύουν σε συστήματα ψηφιακής ειδοποίησης, εφαρμογές επικοινωνιών και υλικό ασφαλείας για την προστασία των κοινοτήτων εντός αλλά και (περιμετρικώς) εκτός πανεπιστημιουπόλεων. Θερμικές κάμερες, μαζικά μηνύματα, πληροφορίες διάδοσης ψηφιακών σημάτων και ειδοποιήσεων σε ολόκληρο τον εξοπλισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών εντός πανεπιστημιούπολης.

Πάνω απ’ όλα, οι έξυπνες φοιτητικές κάρτες με barcodes για την πρόσβαση-είσοδο ανά άτομο στους χώρους του πανεπιστημίου. Μ’ αυτόν τον τρόπο υπάρχει έλεγχος πρόσβασης, ασφάλεια, αρχεία δεδομένων, μετρήσιμη συμμετοχικότητα στα αμφιθέατρα, μετρήσιμη κινητικότητα στις βιβλιοθήκες, δεδομένα αναγνώρισης δημοφιλίας μαθημάτων και καθηγητών, απόλυτος έλεγχος επισκεπτών.

Δεν ανήκουν καν στην 4η βιομηχανική επανάσταση οι παραπάνω τεχνολογίες. Δυστυχώς η κρίση δεν ξύπνησε τους πολιτικούς. Παραμένουν μιντιακά προϊόντα ρηχής επικοινωνιακής διαχείρισης. Είναι αυτή η διαχείριση που στις μέρες μας κακοφόρμισε και πήρε την τροπή ενός παιχνιδιού ισορροπίας στο οποίο δεν απαιτούνται λύσεις. Η ικανότητα του ατόμου να ισορροπεί μπροστά στο φιλοθεάμον κοινό και τίποτε περισσότερο. Μία ακόμη γάγγραινα στην πολιτική ζωή της Ελλάδος.