Εισαγωγικά να πούμε ότι πρόκειται για ένα ίδρυμα που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία των καθηγητών Δ. Βελακούλη και Χ. Παντελή, διευθυντών του Νευροψυχιατρικού Κέντρου Μελβούρνης, του Βασιλικού Νοσοκομείου Μελβούρνης και του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, σε συνεργασία με τον καθηγητή Ν. Στεφανή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η βασική ιδέα στηριζόταν στη δημιουργία ενός προγράμματος το οποίο θα άνοιγε το δρόμο σε νέους Έλληνες ερευνητές να έλθουν στη Μελβούρνη, όπου θα έχουν την ευκαιρία να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους στο αντικείμενο της έρευνάς τους.

Το πρόγραμμα το οποίο λειτουργεί από πέρυσι, έχει δώσει την ευκαιρία αυτόν τον χρόνο σε δύο Έλληνες ερευνητές. Τον Ρήγα Σολδάτο και την Ιωάννα Παχή.
Ο Ρήγας Σολδάτος σπούδασε Iατρική στην Αθήνα, έκανε δε ειδίκευση στην Αγγλία και την Αθήνα. Είναι ειδικός ψυχίατρος από 2014.

Τη γνωριμία μαζί του κάναμε στην χοροεσπερίδα που διοργάνωσε το Τμήμα “Άτλας” της ΑΧΕΠΑ –με πρόεδρο τον Γιώργο Κεσκερίδη– πρόσφατα με στόχο να ενισχύσει οικονομικά το ίδρυμα προκειμένου να συνεχίσει το εποικοδομητικό του έργο.

Στην εν λόγω εκδήλωση, η οποία ήταν άρτια οργανωμένη από κάθε άποψη, ήταν εκεί όλοι σχεδόν οι παράγοντες της ωραίας αυτής πρωτοβουλίας.

Λίγες μέρες αργότερα ο ψυχίατρος Ρήγας Σολδάτος ο οποίος βρίσκεται τρεις μήνες τώρα στη Μελβούρνη μου έδωσε την παρακάτω συνέντευξη.

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ποιο ήταν το έναυσμα της απόφασης να πάρεις μέρος στο πρόγραμμα επιστημονικής συνεργασίας Ελλάδας – Αυστραλίας;

Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι που με κατηύθυναν στο να λάβω μέρος στη συνεργασία αυτή. Ο πρώτος ήταν η μεγάλη ευκαιρία να συμμετέχω σε μία ερευνητική ομάδα της οποίας ηγείται ένας από τους μεγαλύτερους και πιο σημαντικούς σύγχρονους ψυχιάτρους παγκοσμίως, ο καθηγητής Χρήστος Παντέλης. Μέσω αυτής της επιστημονικής εμπειρίας παρουσιάστηκε η δυνατότητα έκθεσης σε έρευνα υψηλοτάτου επιπέδου με τη δυνατότητα μεταλαμπάδευσης γνώσης στην Ελλάδα. Ο δεύτερος λόγος ήταν η μοναδική ευκαιρία να έρθω σε επαφή με την Αυστραλία, μία χώρα η οποία κυρίως για πρακτικούς λόγους, φάνταζε πάντα ως ένα μέρος που δε θα είχα τη δυνατότητα να επισκεφτώ, πόσο μάλλον να μείνω για έξι μήνες.

Ποιες οι μέχρι τώρα εντυπώσεις από τη συνεργασία αυτή;

Οι εντυπώσεις μέχρι τώρα είναι καλύτερες των προσδοκιών μου. Το πνεύμα της ερευνητικής ομάδας στην οποία εντάχθηκα βασίζεται στην ανοιχτή επικοινωνία των μελών της και στο ότι “μαζί μπορούμε να πάμε πιο μακριά, απ’ ό,τι ο καθένας μόνος του”. Είναι εντυπωσιακό πως αυτή η νοοτροπία αποδίδει καρπούς, διατηρώντας παράλληλα μία ανοιχτή και φιλική ατμόσφαιρα. Στόχος μου είναι να παραχθούν αποτελέσματα και στο πλαίσιο της υποτροφίας προς όφελος της Ελλάδας και της Αυστραλίας, εμβαθύνοντας περαιτέρω τη σύμπραξη αυτή.

Μια σύγκριση μεταξύ των Πανεπιστημίων Ελλάδας Αυστραλίας -ειδικότερα της Μελβούρνης– σε τι συμπεράσματα θα οδηγούσε;

Η εμπειρία μου από την Ελλάδα αφορά στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, ως φοιτητής, και μετέπειτα το Αιγινήτειο Νοσοκομείο, στην πρώτη πανεπιστημιακή ψυχιατρική κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η πρώτη και βασική διαφορά έχει να κάνει με τη διαφορά στις υποδομές. Το πανεπιστήμιο της Μελβούρνης έχει επενδύσει και συνεχίζει να επενδύει μεγάλα ποσά στις υποδομές, κάτι το οποίο σε μία χώρα, όπως η Ελλάδα, η οποία έχει ταλαιπωρηθεί από μια μεγάλη οικονομική κρίση δεν είναι εφικτό. Ωστόσο, η ποιότητα της ερευνητικής εργασίας δε θεωρώ ότι διαφέρει, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η συνεργασία σε επιστημονικό επίπεδο μεταξύ των δύο χωρών. Αυτό διαφαίνεται από το ζήλο, τη δέσμευση και την αφοσίωση που επιδεικνύουν οι συμμετέχοντες τόσο σε Ελλάδα και Αυστραλία.

H συνεργασία θα μπορούσε να επεκταθεί και σ’ άλλους τομείς;

Βεβαίως μια τέτοια επέκταση θα ήταν επιθυμητή καθώς και εφικτή. Το 2016 ξεκίνησε ο θεσμός της υποτροφίας με την εξάμηνη συμμετοχή ενός ιατρού, ενώ η παρούσα υποτροφία είναι διπλή, καθώς δόθηκε η ευκαιρία σε δύο ιατρούς από την Ελλάδα να συμμετέχουμε. Αυτό δείχνει ότι ήδη η υποτροφία δίνει την πολύτιμη δυνατότητα σε περισσότερους ιατρούς να εμπλακούν και να κερδίσουν σπουδαίες εμπειρίες. Θα έλεγα ότι το σημαντικότερο για μένα είναι να συνεχίσει και να καθιερωθεί η παρούσα υποτροφία αποκτώντας ένα μόνιμο χαρακτήρα με την ανεκτίμητη υποστήριξη της Ελληνικής κοινότητας της Αυστραλίας. Εφόσον αυτό συμβεί, καλλιεργούνται οι κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις για να επεκταθεί αυτή η συνεργασία και σε άλλους τομείς, όπως πιθανόν μια συνεργασία σε κλινικό επίπεδο ή σε επίπεδο εκπαίδευσης.

Ποιες αλλαγές επέφερε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα στο χώρο της ιατρικής γενικότερα και της νοσοκομειακής περίθαλψης ειδικότερα;

Δεν θα μπορούσα να αναφερθώ σε ολόκληρο τον κλάδο της ιατρικής στην Ελλάδα, καθώς δεν διαθέτω ούτε την κατάρτιση, αλλά ούτε και την εμπειρία να εκφέρω άποψη. Μπορώ ωστόσο να εκφέρω άποψη βασισμένη στις δικές μου εμπειρίες κατά τη διάρκεια των δύσκολων αυτών τελευταίων ετών για την Ελλάδα. Το βασικό γεγονός που παρατήρησα ήταν ότι οι επαγγελματίες υγείας στην πλειονότητά τους υπερέβαλαν προκειμένου να συμβάλλουν στη διαχείριση εξαιρετικά δύσκολων καταστάσεων, όπως την έλλειψη υλικών απαραίτητων για την καθημερινή κλινική άσκηση. Ρόλο σε αυτή την επιβάρυνση του δημόσιου συστήματος υγείας έπαιξε μια σημαντική μετακίνηση ατόμων από τον ιδιωτικό τομέα προς το δημόσιο τομέα προκειμένου να λάβουν περίθαλψη. Το φιλότιμο και η επαγγελματική συνείδηση όλων των στελεχών ήταν αυτή που στήριξε σε ένα μεγάλο βαθμό τον τομέα της υγείας αυτά τα δύσκολα χρόνια.

H οικονομική κρίση στην Ελλάδα ανάγκασε έναν μεγάλο αριθμό επιστημόνων –και όχι μόνο– να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ποιες επιπτώσεις ενδέχεται να έχει αυτό στην μελλοντική της ανάκαμψη;

Σίγουρα όταν μειώνεται ο παραγωγικός πληθυσμός μιας χώρας ομοίως μειώνονται οι δυνατότητές της για το μέλλον. Πόσο μάλλον, όταν η χώρα έχει επενδύσει στην εκπαίδευση επιστημόνων, οι οποίοι τελικά προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο εξωτερικό. Εφόσον αντιστραφεί αυτή η ροή το άμεσο όφελος θα ήταν τεράστιο καθώς θα δινόταν η ευκαιρία σύνθεσης εμπειριών και γνώσεων με στόχο την ανάπτυξη στους επιστημονικούς κλάδους καθώς και στους ευρύτερους επαγγελματικούς τομείς. Η δική μου εμπειρία από τη διαβίωση μακριά από την Ελλάδα ήταν στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου και παρέμεινα για ένα μεγάλο διάστημα της δεκαετίας του 2000, όπου βρέθηκα στο πλαίσιο της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας. Η επιστροφή μου στην Ελλάδα σ’ ένα μεγάλο βαθμό καθορίστηκε από πρακτικούς παράγοντες, όπως την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, αλλά και προσωπικούς λόγους τους οποίους με μια λέξη θα μπορούσα να περιγράψω ως ‘νόστο’.

Ποιες οι εντυπώσεις από τον ελληνισμό της Αυστραλίας, πιο συγκεκριμένα της Μελβούρνης;

Οι Έλληνες της Αυστραλίας που γνώρισα ήταν μια μεγάλη και συγκινητική έκπληξη για μένα. Είχα ακούσει ότι η Μελβούρνη είναι η τρίτη μεγαλύτερη Ελληνική πόλη, αλλά θεωρούσα ότι αυτή η φράση έκρυβε μια υπερβολή. Ερχόμενος εδώ όμως και γνωρίζοντας τους Έλληνες της διασποράς, κατάλαβα ότι πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι αισθάνονται και είναι πάνω απ’ όλα Έλληνες. Επίσης, είναι πολύ σημαντικό για μένα να τονίσω ότι μας αγκάλιασαν με μεγάλη ζεστασιά, με αποτέλεσμα να αισθανθούμε την εγκάρδια υποστήριξή τους. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον επόπτη μου καθηγητή Χρήστο Παντέλη, τον καθηγητή Διονύσιο Βελακούλη, τον πρόεδρο του Τμήματος “Άτλας”, Γιώργο Κεσκερίδη, και την Ντέμπη Αργυροπούλου.

Την πρωτοβουλία της ΑΧΕΠΑ στη Βικτώρια –και πιο συγκεκριμένα του τμήματος “Άτλας”– θα ήταν πολύ θετικό να μιμηθούν και άλλοι παροικιακοί οργανισμοί, δεδομένου ότι δίνει το σύνθημα για μια νέα πρακτική και ένα νέο νόημα ύπαρξης των ομογενειακών οργανισμών.