Το ελληνικό εστιατόριο «Εστία» που ανήκει στον 80χρονο βορειοελλαδίτη Κυριάκο και τους δύο γιους του, Νικόλαο και Ανέστη Μαυρίδη, είναι και επίσημα το καλύτερο ελληνικό εστιατόριο της Αυστραλίας, αποσπώντας πριν λίγες εβδομάδες το αντίστοιχο βραβείο στο πλαίσιο της τελετής απονομής των Διεθνών Βραβείων Γαστρονομίας που πραγματοποιήθηκαν στo Μπρίσμπαν.

«Μετά από τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς και προσπάθειας ένα τέτοιο βραβείο, και, μάλιστα, σε διεθνές επίπεδο, αποτελεί σίγουρα ιδιαίτερη τιμή για μας και επιβράβευση της σκληρής δουλειάς και της προσπάθειας που έχουμε καταβάλει μαζί με το προσωπικό μας τα τελευταία 26 χρόνια, να προσφέρουμε στους πελάτες μας μια πραγματικά ελληνική γαστρονομική εμπειρία εδώ στην Αδελαΐδα» δήλωσε στον «Νέο Κόσμο» ο επιχειρηματίας Νικόλαος Μαυρίδης, ο οποίος θυμάται με κάθε λεπτομέρεια το τολμηρό εγχείρημα του πατέρα του και τα πρώτα δύσκολα χρόνια που πέρασε η οικογένεια έως ότου κατορθώσει να ορθοποδήσει η επιχείρηση.

«Ήμουν 19 ετών, φοιτητής στο πανεπιστήμιο, όταν ο πατέρας μου αποφάσισε να εγκαταλείψει το Coober Pedy, αφήνοντας πίσω του χρόνια σκληρής δουλειάς για να επιστρέψει στην Αδελαΐδα. Αφού πούλησε το σπίτι μας, μας ανακοίνωσε σε μένα και τον αδελφό μου ότι θα χρησιμοποιούσε τα χρήματα για να αγοράσει το εστιατόριο που μόλις είχε βγει στην αγορά αγνοώντας τις δικές μου ικεσίες μου να μην προχωρήσει αφού με φόβιζε η ιδέα ενός εστιατορίου ενώ δεν ήθελα με τίποτα να χάσω και την δική μου –έως τότε– εύκολη φοιτητική ζωή» θυμάται ο Νικόλαος. Τελικά, δεν έπεισε τον «πατριάρχη» της οικογένειας, ο οποίος όχι μόνο προχώρησε στην επένδυση, αλλά δανείστηκε και επιπλέον χρήματα, ρίχνοντας όλο το βάρος και τις ελπίδες στο νέο του απόκτημα.

Ο γιος του Κυριάκου, Νικόλαος Μαυρίδης, το βράδυ της απονομής με το βραβείο του καλύτερου ελληνικού εστιατορίου. Φώτο: Supplied

Σύμφωνα με τον 46χρονο Νικόλαο, τα πρώτα πέντε χρόνια λειτουργίας της «Εστίας» υπήρξαν αρκετά δύσκολα, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που η οικογένεια παρ’ ολίγο να βάλει λουκέτο στην επιχείρηση.

Παρ’ όλα αυτά, με σκληρή δουλειά, υπομονή και επιμονή, το εστιατόριο άρχισε σταδιακά να αποκτά «καλό όνομα» και φήμη στους κόλπους της ομογένειας.

Ο Νικόλαος και ο αδελφός του Ανέστης, άρχισαν να καταλαβαίνουν καλύτερα την βιομηχανία της εστίασης και το πώς λειτουργεί μια επιχείρηση και έτσι το εστιατόριο όχι μόνο δεν έκλεισε, αλλά το 1998 έφτασε να κερδίσει το πρώτο βραβείο στη Νότια Αυστραλία.

«Ήταν δύσκολα. Θυμάμαι το άγχος και την αγωνία, ειδικά για εμένα που, ως μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, όφειλα να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό ώστε να μην πάνε όλοι οι κόποι του πατέρα μας χαμένοι, αλλά σιγά-σιγά όλα βρήκαν τον ρυθμό τους, προσλάβαμε τους καλύτερους συνεργάτες και προσωπικό και έτσι όλα άρχισαν να μπαίνουν στον δρόμο τους. Έκτοτε έχουμε αφοσιωθεί εκεί και κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για τους πελάτες μας αφού αυτοί για εμάς είναι οι σημαντικότεροι κριτές και ο λόγος ύπαρξης μας είναι να εξυπηρετούμε αυτούς που μας στηρίζουν και μας αγαπούν» λέει ο Νικόλαος. Ο ίδιος θεωρεί ότι η επιτυχία της «Εστίας» οφείλεται στο γεγονός ότι η οικογένεια ακολουθεί την φιλοσοφία της ελληνικής φιλοξενίας, σερβίρει υψηλής ποιότητας φαγητό και δίνει μείζονα σημασία στην άψογη εξυπηρέτηση των πελατών της.

Την ίδια στιγμή, ο «πατριάρχης» της οικογένειας εξακολουθεί παρά τα 80 του χρόνια να πηγαίνει καθημερινά στο μαγαζί του και, φυσικά, έχει ακόμα άποψη για την επιχείρηση, και τη λειτουργία της.

«Και ο πατέρας μου και εγώ και ο αδελφός μου αγαπάμε αυτό που κάνουμε. Έχουμε πολλούς πιστούς πελάτες που έρχονται ξανά και ξανά και δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το να τους βλέπουμε να απολαμβάνουν το φαγητό τους και να φεύγουν ευχαριστημένοι. Πολλές φορές, νιώθω τόσο παράξενα όταν έρχονται στο μαγαζί πελάτες μας που μεγαλώσαμε μαζί και τώρα φέρνουν τα δικά τους παιδιά στο εστιατόριο για να απολαύσουν καλό ελληνικό φαγητό.

«Τίποτα δεν με κάνει περισσότερο χαρούμενο από το να τους βλέπω να φεύγουν χαρούμενοι και χορτάτοι από την «Εστία» τους», καταλήγει ο Νικόλαος.