Ο Ευάγγελος Π. Παπανούτσος γεννήθηκε το 1900 στον Πειραιά. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Βερολίνου, Τυβίγγης και Παρισίων. Διετέλεσε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας του γερμανικού Πανεπιστημίου Τυβίγγης, και ‘τιμής ένεκεν’ διδάκτωρ του Δικαίου, του Πανεπιστημίου Αγίου Ανδρέου της Σκωτίας.

Η συμβολή του Ευάγγελου Παπανούτσου στη λειτουργία και την ανακαίνιση της Ελληνικής Παιδείας είναι πασίγνωστη. Υπηρέτησε την εκπαίδευση από το 1920, και ως εκπαιδευτικός πέρασε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας, και για ένα διάστημα διορίστηκε Γενικός Γραμματέας, και στη συνέχεια Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας.

Ως Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου (1964-1965) ήταν ο κύριος εμπνευστής της προοδευτικής πολιτικής στην παιδεία και της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Παράλληλα με άρθρα και δοκίμια σε ελληνικές εφημερίδες έδωσε αξιόλογα συνθετικά έργα, που διακρίνονται για τη σαφήνεια του φιλοσοφικού στοχασμού και για το χάρισμα της εκλαΐκευσης σε υψηλό επίπεδο.

Δίδαξε επί 20 χρόνια φιλοσοφία, ψυχολογία και παιδαγωγικά θέματα στον Μορφωτικό Σύλλογο «Αθήναιον» και διετέλεσε αντιπρόεδρος του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου.

Υπό την επίβλεψή του δημοσιεύτηκαν 15 τόμοι του Περιοδικού «Παιδεία», 1946 – 1961, και 100 τόμοι Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, έκδοση Ι. Ζαχαρόπουλου, 1954 – 1958. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει δεκάδες βιβλία, όχι μόνο στην ελληνική γλώσσα, αλλά και στην γερμανική, την αγγλική και την γαλλική.
Πέθανε το 1982 σε ηλικία 82 ετών.

Ο Λίνος Πολίτης, στο βιβλίο του «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Αθήνα 1980, μεταξύ άλλων γράφει και τα ακόλουθα για τον Ε. Π. Παπανούτσο, τον υπέρμαχο της δημοτικής γλώσσας:

«Ένας σημαντικός σταθμός ήταν η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 με Πρωθυπουργό και Υπουργό Παιδείας τον Γ. Παπανδρέου και Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου τον Ε. Π. Παπανούτσο, η οποία όριζε στο σχολείο την ισοτιμία ανάμεσα στην καθαρεύουσα και τη δημοτική. Αλλά η μεταρρύθμιση εκείνη στάθηκε εφήμερη, και το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 έφερε και εδώ, όπως και σε τόσα άλλα θέματα, μια οδυνηρή οπισθοδρόμηση: το Σύνταγμα του 1968 πρόσθεσε πως η καθαρεύουσα είναι όχι μόνο η επίσημη γλώσσα του κράτους, αλλά και της παιδείας, και ο Νόμος 129 την καθόριζε ως αποκλειστικό όργανο εκφράσεως, γραπτής και προφορικής, διδασκόντων και διδασκομένων, από την Δ΄ Δημοτικού ως τις ανώτερες σχολές.
Με τη μεταπολίτευση του 1974 η κατάσταση άλλαξε ριζικά. Η καθαρεύουσα δεν ήταν πια ανεκτή. Σχεδόν όλες οι εφημερίδες χρησιμοποίησαν αποκλειστικά τη δημοτική. Το 1976 η Κυβέρνηση καθιέρωσε τη δημοτική και στα επίσημα δημόσια έγγραφα».

Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΑΣ

Δεδομένου ότι το συγγραφικό έργο του Ε. Π. Παπανούτσου απαρτίζεται από μεγάλο αριθμό βιβλίων, θα περιοριστώ σε αναφορές στο βιβλίο του: «Η κρίση του πολιτισμού μας», 11η έκδοση 1989.

Το βιβλίο αυτό χωρίζεται στα ακόλουθα 5 Κεφάλαια: Α΄ Η κρίση, Β΄ Η φιλοσοφία, Γ΄ Η τέχνη, Δ΄ Το θέατρο, Ε΄ Ο άνθρωπος.

Στο άρθρο αυτό θα επικεντρωθώ στο πρώτο Κεφάλαιο, με τίτλο «Η κρίση». Το κεφάλαιο αυτό ο συγγραφέας το αρχίζει με την ακόλουθη παρότρυνση προς τους αναγνώστες:

«Εσείς που αξιωθήκατε να ζήσετε παραπάνω από τα τρία τέταρτα τούτου του αιώνα (εννοεί τον 20ό αιώνα) γράψετε, στηριγμένοι στις εμπειρίες και στις μελέτες σας, για τις γενεές που έρχονται ένα σύντομο χαρακτηρισμό της σημερινής ανθρωπότητας».

Λίγο πιο κάτω εκφράζει την ακόλουθη άποψη:

«Ας αρχίσουμε από το πιο εντυπωσιακό γνώρισμα. Αν ονομάσουμε τον αιώνα μας ‘αιώνα του πυρός και του σιδήρου’ δεν θα μας πει, νομίζω, κανείς υπερβολικούς. Μπήκε στη σκηνή της ιστορίας μ’ έναν πόλεμο μεγάλης κλίμακας, που απλώθηκε σε δύο ηπείρους, την Ευρώπη και την Ασία, και σε δύο θάλασσες, τη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό, με εκατομμύρια θύματα, και τώρα που βαδίζει προς το τέρμα του, πάει να κλείσει με φοβερά εγκλήματα: αεροπειρατείες, απαγωγές, δολοφονίες, ληστείες, που έχουν μεταβάλει πολυάνθρωπες και λαμπρές πόλεις σε περιοχές αίματος και τρόμου. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ( ο δεύτερος ο πιο καταστρεπτικός απ’ όσους γνώρισε ως τώρα η οικουμένη, δύο συνταραχτικές επαναστάσεις που άλλαξαν βαθιά την κοινωνική δομή τεράστιων σε έκταση χωρών (της Ρωσίας και της Κίνας)… και να μη λησμονήσω μιαν εθνική μας συμφορά: το ξερίζωμα του Ελληνισμού από τις μικρασιατικές εστίες του – είναι ένας πρόχειρος και πολύ συνοπτικός απολογισμός των φρικιαστικών γεγονότων του αιώνα μας».

Σε αντίθεση με τα παραπάνω, ο Ε. Π. Παπανούτσος αναφέρεται στο ακόλουθο γνώρισμα του 20ού αιώνα:

«Σε αυτόν τον γεμάτο από αιματηρές ρήξεις αιώνα η επιστημονική έρευνα και η πρακτική εφαρμογή των ευρημάτων της σημείωσαν μιαν ανήκουστη έως σήμερα πρόοδο. Οι θεωρητικές ανακαλύψεις και οι τεχνικές εφευρέσεις, που διαρκώς πολλαπλασιάζονται με ιλιγγιώδη ρυθμό, άνοιξαν στην ανθρώπινη δραστηριότητα εκπληκτικές δυνατότητες και άλλαξαν βαθιά τη ζωή μας, τόσο την ατομική, όσο και την ομαδική. Ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν είχε στη διάθεσή του τόσες ανέσεις: η σύγχρονη μηχανή (ένα πανέξυπνο, σοφό όργανο, που έχει τόση σχέση με τον απλοϊκό και χονδροειδή πρόγονό του, το εργαλείο της προϊστορικής εποχής, όσο ο εγκέφαλος του ανθρώπου με τα νευρικά κύτταρα του σκουληκιού) ικανοποιεί όλες τις χρείες, στο σπίτι, στο εργοστάσιο, στο γραφείο, με την πιο επιθυμητή ταχύτητα και ακρίβεια».

Στο ακόλουθο απόσπασμα ο Παπανούτσος αναφέρεται σε κάποιες μεγάλες αντιφάσεις κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα:

«Ποιος θα μπορούσε να προβλέψει μια τόσης ‘ισχύος’ έκρηξη των γνώσεων και της τεχνικής, που ύψωσαν το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών μαζών, μετακίνησαν τον μέσο όρο της ζωής σε πολύ προχωρημένη ηλικία και, στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες, αν δεν εξαφάνισαν, περιόρισαν σε μέγιστο βαθμό την αμάθεια και την αγροικία;

{…} Πώς γίνεται να μην καλυτερεύει ηθικά αυτό το ζώο, το εξυπνότερο απ’ όλα, με την ποιοτική ανάπτυξη του πνεύματός του; Πώς ο λεγόμενος ‘πολιτισμός’, που μάθαμε να τον αξιολογούμε με τους δείκτες των επιστημονικών κατακτήσεων και της οικονομικής ακμής, αντί να δαμάζει τα ένστικτα της αρπαγής και του φόνου, φαίνεται, αντίθετα, ότι τα αποχαλινώνει και τα κάνει πιο καταστροφικά;

{…} Ο αιώνας μας, αλίμονο, γέννησε αυτήν την απορία, έδωσε όμως ταυτόχρονα και την εξήγησή της. Που άλλη δεν μπορεί να είναι παρά η ακόλουθη: Είναι σκληρή, πολύ σκληρή, και δεν μαλάζεται εύκολα η καρδιά του ανθρώπου, και όσο περισσότερη δύναμη το δίποδο αυτό αποκτά να υποτάσσει τους νόμους των ‘πραγμάτων’ στις επιθυμίες του, τόσο η πλεονεξία και η θηριωδία του ανακαλύπτει πιο αποτελεσματικά μέσα να ικανοποιηθούν, και ισχυρότερους ‘λόγους’ να δικαιολογηθούν. Έτσι, το πνεύμα του αντί να γίνει κύριος, αποβαίνει δούλος των ορέξεων και των παθών του. Το εκμαυλίζει και το εξανδραποδίζει η υποκρισία».

Στην τελευταία σελίδα του Κεφαλαίου αυτού ο Παπανούτσος θέτει το εξής ερώτημα και δίνει την ακόλουθη απάντηση:

{…} Ερώτημα: «Πλησίασε τη δημοκρατία ή απομακρύνθηκε απ’ αυτήν η ανθρωπότητα του αιώνα μας, τι θα απαντήσουμε; Φοβάμαι ότι η απάντηση δεν είναι κολακευτική για την εποχή μας… Μάθαμε, λόγου χάρη, ότι οι ισχυροί (είτε κοινωνικές τάξεις είναι, είτε κράτη ολόκληρα) νοθεύουν και καπηλεύονται τη δημοκρατία: με το γράμμα του νόμου εξισώνουν τους πολίτες, στην πράξη όμως τους ξεχωρίζουν, κατά την οικονομική κατάσταση, το χρώμα της επιδερμίδας ή την κομματική τοποθέτησή τους, και ανάλογα τους συμπεριφέρονται… Με λίγες λέξεις: γνωρίσαμε πια από κοντά στην μιαν όχθη τον πολιτικό κυνισμό και την πολιτική υποκρισία, στην άλλη όχθη την πολιτική αφέλεια και την πολιτική μωρία.

{…} Εκείνο που διδάσκει η ιστορία, είπε ένας σοφός (ο Έγελος), είναι ότι δεν διδασκόμαστε από την ιστορία. Οπωσδήποτε, μια μαρτυρία έχει να δώσει ο καθένας μας σ’ αυτήν τη φοβερή δίκη του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Και την καταθέτω:
Προοδέψαμε τούτο τον αιώνα, αλλά δεν ευτυχήσαμε».

Αναφέρθηκα διεξοδικά σε κάποια ερωτήματα που θέτει ο Ε. Π. Παπανούτσος στο πρώτο Κεφάλαιο του βιβλίου του «Η κρίση του πολιτισμού μας», και οι απόψεις που εκφράζει για τον 20ό αιώνα ως διανοούμενος, εκπαιδευτικός, φιλολογικός συνεργάτης της εφημερίδας «Το Βήμα», αλλά και με την πείρα του Γενικού Διευθυντή, καθώς και του Γενικού Γραμματέα, του Υπουργείου Παιδείας, για μακρά χρονικά διαστήματα, γιατί κατά την άποψή μου ισχύουν στον ίδιο βαθμό, αν όχι σε μεγαλύτερο, και για τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα.

Επιπρόσθετα, τώρα ο άνθρωπος καταστρέφει και το περιβάλλον, μέσα στο οποίο ζει…