(Πριν 15 ακριβώς χρόνια, και συγκεκριμένα το Νοέμβρη του 2004, ενώ βρισκόμουν στην Αυστραλία με τηλεφώνησαν από την ΕΡΤ καλώντας με να συμμετάσχω στο πάνελ της τηλεοπτικής εκπομπής της ΕΡΤ «Γέφυρες», υπό την ιδιότητά μου ως συγγραφέα, πανεπιστημιακού, αλλά και συντονιστή του Πολιτιστικού Δικτύου ΣΑΕ Ωκεανίας. Θέμα της εκπομπής ήταν «Το Ελληνικό Βιβλίο» και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε εντός κι εκτός Ελλάδος. Καλεσμένοι θα ήταν αρκετοί επώνυμοι εκπρόσωποι από τον χώρο του Βιβλίου (μεγαλοεκδότες, συγγραφείς, πρόεδροι συντεχνιών και άλλοι). Με ρώτησαν αν αποδέχομαι την πρόσκληση. Απάντησα «ευχαρίστως», σπεύδοντας όμως να τους διευκρινίσω ότι δεν βρισκόμουν στην Αθήνα αλλά στη… Μελβούρνη – πράγμα που θα δυσχέραινε την «ζωντανή παρουσία» μου στην εκπομπή. (Εκείνη την εποχή, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, ήμουν πότε στην Ελλάδα και πότε στην Αυστραλία, έτσι που πολλοί δεν ήξεραν πού ακριβώς βρισκόμουν…). Επέμεναν ότι έπρεπε οπωσδήποτε να συμμετάσχω στην εκπομπή… μεταβαίνοντας στην Ελλάδα! Τους εξήγησα ότι αυτό ήταν εντελώς αδύνατον (να σπαταλήσω πολύτιμο χρόνο μόνο για μια συνέντευξη!). Τελικά συμβιβαστήκαμε να μιλήσω live, από τηλεφώνου (άγρια χαράματα στη Μελβούρνη…) ενώ η οθόνη θα έδειχνε τη φωτογραφία μου. Η εκπομπή, με υπεύθυνο τον Ζαχαρία Σώκο, βγήκε στον αέρα στις 11.11.2004, είχε μεγάλη ακροαματικότητα και προκάλεσε πολλές κι έντονες συζητήσεις (ιδίως με τη δική μου τοποθέτηση). Ο λόγος που «ξεθάβω» και δημοσιεύω σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, αυτή μου την παρέμβαση (που ουσιαστικά είναι ταυτόχρονα και δημόσια καταγγελία από το πρώτο κανάλι της χώρας) είναι κυρίως για να καταδείξω πόσο δίκιο είχα, όταν από τότε επέμενα και το βροντοφώναζα ότι «Η Ελλάδα ελάχιστα ενδιαφέρεται για τον απόδημο ελληνισμό». Τρανή απόδειξη ο συνεχιζόμενος, απαράδεκτος εμπαιγμός των Αποδήμων, με το σίριαλ-παρωδία της «Ψήφου των Ελλήνων της Διασποράς»…

Το κείμενο που ακολουθεί είναι όσα επακριβώς είπα σ’ εκείνη την τηλεοπτική εκπομπή της ΕΡΤ τον Νοέμβρη του 2004.

*
Μιλάμε, βέβαια, για το ελληνόγλωσσο βιβλίο και τους ελληνόγλωσσους συγγραφείς στη διασπορά γενικά, και την ομογένεια της Αυστραλίας ειδικότερα. Άλλωστε, οι κυριότερες εστίες συγγραφικής κι εκδοτικής δραστηριότητας εντοπίζονται στην ομογένεια της Αυστραλίας (έως σήμερα έχουν εκδοθεί γύρω στα 400 ελληνικά βιβλία), στην ομογένεια της Γερμανίας, και λιγότερο του Καναδά (ιδίως στο Μοντρεάλ). Αυτά είναι τα κυριότερα οργανωμένα κέντρα. Συγγραφική κι εκδοτική δραστηριότητα βέβαια υπάρχει και στη βόρεια Αμερική, τη Βρετανία, τη Γαλλία και αλλού, αλλά δεν υπάρχει κάτι το οργανωμένο. Πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις δημιουργών, όπως είναι παραδείγματος χάρη αυτή του Καλλιφατίδη στη Σουηδία.

Το αντικείμενο της συζήτησής μας έχει δύο σκέλη: το θεωρητικό και το πρακτικό, τα οποία είναι ασφαλώς αλληλένδετα. Επειδή όμως το πρώτο είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο και αφορά τους ειδικούς και όχι τόσο τους τηλεθεατές σας, θα μιλήσω μόνο για το πρακτικό σκέλος, αναφορικά με το χώρο της Ωκεανίας.

Αν λάβουμε υπόψη ότι ο χώρος του βιβλίου ανέκαθεν υπήρξε προβληματικός στην ίδια την Ελλάδα (όσον αφορά τα μικρά τιράζ, την περιορισμένη αναγνωσιμότητα, την προβληματική κυκλοφορία και προώθησή του εκτός Ελλάδας κτλ), φανταστείτε τι γίνεται στη διασπορά και ιδιαίτερα σε πολύ μακρινές χώρες όπως η Αυστραλία, όπου οι ελλαδικές εφημερίδες φτάνουν με καθυστέρηση τουλάχιστον τριών ημερών! (Ευτυχώς που τώρα υπάρχει το διαδίκτυο). Τούτο σημαίνει ότι, λόγω της μεγάλης απόστασης, η τιμή του ελλαδικού βιβλίου στην Αυστραλία διπλασιάζεται ή και τριπλασιάζεται (λόγω πολλών δασμών, μεταφορικών κτλ) καθιστώντας το «είδος πολυτελείας» για το βαλάντιο τόσο των φοιτητών που σπουδάζουν Ελληνικά όσο και για τους, ούτως ή άλλως, σχετικά λίγους βιβλιόφιλους ομογενείς.

Η κακή μοίρα του ελληνικού βιβλίου σ’ εμάς στην Αυστραλία δυσχεραίνεται επίσης και από το γεγονός ότι πολλές απ’ τις δημοτικές δανειστικές βιβλιοθήκες διαθέτουν πτέρυγες με ελληνικά βιβλία, πράγμα που λειτουργεί αποτρεπτικά για τους εν δυνάμει ενδιαφερόμενους αγοραστές. Έπειτα, ως γνωστόν, ο Έλληνας δεν φημίζεται ιδιαίτερα για τη βιβλιοφιλία του όπως άλλοι λαοί, έστω κι αν η κατάσταση στην Ελλάδα έχει οπωσδήποτε βελτιωθεί, εν συγκρίσει με το παρελθόν. Δυστυχώς στη διασπορά, για δημογραφικούς και πολλούς άλλους λόγους, συμβαίνει το αντίθετο. Η πρώτη γενιά των Ελλήνων μεταναστών «φεύγει» με απίστευτους ρυθμούς (υπολογίζεται ότι 70 Έλληνες πεθαίνουν κάθε εβδομάδα στην Αυστραλία) και το κενό αυτό δεν αναπληρώνεται από τους απογόνους τους, είτε διότι αυτοί δεν γνωρίζουν ελληνικά, είτε διότι αδιαφορούν για οιαδήποτε ελληνική πολιτιστική δραστηριότητα, είτε γιατί συμβαίνουν και τα δύο.

Η ομογένεια της Αυστραλίας λοιπόν διαρκώς συρρικνώνεται και φθίνει (είτε πρόκειται για τον αριθμό σπουδαστών Νεοελληνικών, είτε για τους αναγνώστες ελληνικών εφημερίδων και άλλων εντύπων) και αυτό οπωσδήποτε επηρεάζει και τον πνευματικό χώρο και ασφαλώς αυτόν του βιβλίου. Χαρακτηριστικά και μόνο θα σας αναφέρω ότι το Σίδνεϊ, με ελληνόφωνο πληθυσμό 150.000 δεν διαθέτει ούτε ένα ελληνικό βιβλιοπωλείο. Το μοναδικό που υπήρχε επί σειρά ετών έκλεισε πριν ένα χρόνο (εξαιτίας των προβλημάτων που προανέφερα) και δεν έχει ανοίξει άλλο. Στη Μελβούρνη, με κοντά 200.000 Έλληνες, υπάρχει ένα ελληνικό βιβλιοπωλείο σ’ ένα προάστιο καθώς κι ένας εισαγωγέας ελληνικών βιβλίων, αλλά αμιγές ελληνικό βιβλιοπωλείο στο κέντρο, στην καρδιά της πόλης, δεν υπάρχει. Και να φανταστείτε ότι πριν μερικά χρόνια κάποιοι ιθύνοντες διατυμπάνιζαν ότι η Μελβούρνη είναι η… νέα Αλεξάνδρεια!

Τέλος, να πω ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνόγλωσσων συγγραφέων είναι αυτοεκδιδόμενοι και διαθέτουν τα βιβλία τους μόνοι, ή μέσω πλασιέ σε διάφορες ομογενειακές εκδηλώσεις ή ελληνικά σπίτια (door to door). Οι τρεις-τέσσερις ποιοτικοί συγγραφείς που υπάρχουν έχουν ήδη εξασφαλίσει εκδότες στην Ελλάδα και λειτουργούν επαγγελματικά. Το ίδιο συμβαίνει, απ’ όσο γνωρίζω, και στη Γερμανία.

Το μόνο ευχάριστο σ’ όλη αυτή την πραγματικά θλιβερή ιστορία είναι ότι η νέα γενιά των Αυστραλών ελληνικής καταγωγής, που γράφει στα αγγλικά, διαπρέπει ιδιαίτερα στον λογοτεχνικό στίβο της χώρας. Αρκετοί δε εξ αυτών βρίσκονται στην πρώτη γραμμή – έστω κι αν η ομογένεια ελάχιστα ή καθόλου τους γνωρίζει. Δυστυχώς όμως οι περιπτώσεις αυτές διόλου δεν σχετίζονται με το ελληνικό βιβλίο, έστω κι αν και η θεματολογία των έργων τους είναι συχνά ελληνική.

Επιτρέψτε μου να κλείσω αυτή τη σύντομη παρέμβασή μου με την εξής παρατήρηση: Η κατάσταση που περιέγραψα, εκ των πραγμάτων, δεν νομίζω ότι είναι αναστρέψιμη. Η Ελληνική Πολιτεία ουδέποτε είχε μια σαφή πολιτική για την προώθηση του ελληνικού βιβλίου τόσο εντός όσο κι εκτός Ελλάδας, άρα πιστεύω ότι τα περιθώρια δράσης της στο χώρο της διασποράς είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Μέσα στην Ελλάδα όμως υπάρχουν κάποια πράγματα που θα μπορούσαν και θα έπρεπε να είχαν ήδη γίνει, σχετικά με τους ελληνόγλωσσους συγγραφείς της διασποράς και την προβολή του έργου τους – αυτών που αξίζουν φυσικά. Μια απ’ τις εισηγήσεις μου ως Συντονιστής του Πολιτιστικού Δικτύου Ωκεανίας, στην Α΄ Παγκόσμια Συνέλευση Ανθρώπων του Πολιτισμού του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ) στη Θεσσαλονίκη το 1999, ήταν παραδείγματος χάρη και η θεσμοθέτηση συμμετοχής των ομογενών συγγραφέων στην ετήσια Έκθεση Βιβλίου που γίνεται στην Αθήνα.

Επίσης, η ίδρυση μιας καλά οργανωμένης βιβλιοθήκης ομογενών συγγραφέων στη Θεσσαλονίκη ή την Αθήνα. Δυστυχώς, μολονότι τα αιτήματά μας αυτά έχουν κατατεθεί σε όλους τους αρμόδιους φορείς από το 1999, τα έχουν δημοσιοποιήσει και υποστηρίξει τα ΜΜΕ της Ελλάδας και της ομογένειας και επανειλημμένα έχουμε ακούσει κατά καιρούς, σε διάφορα φόρα, όπως λ.χ. στην «Ελληνιάδα», υποσχέσεις από τους ιθύνοντες, μέχρι σήμερα όχι μόνο τίποτε το θεσμοθετημένο δεν έχει γίνει, αλλά ούτε καν γραπτή απάντηση δεν έχουμε πάρει. Τις δυο φορές που συμμετείχαμε στην Έκθεση Βιβλίου της Αθήνας (1999 και 2003) ως ΣΑΕ Ωκεανίας, με ομολογουμένως πολύ μεγάλη απήχηση κι επιτυχία, αυτό έγινε με καθαρά δική μας πρωτοβουλία, δικά μας έξοδα, και ιδιαίτερα μεγάλη ταλαιπωρία πέρσι. Αλλά καλύτερα να μην υπεισέλθω σ’ αυτό το ζήτημα γιατί πρόκειται για μια πονεμένη ιστορία που δεν τιμά κάποιους στην Ελλάδα. Κλείνω όμως με το ερώτημα: Αν η Ελληνική Πολιτεία δεν μπορεί να υλοποιήσει αυτά τα απλά, στοιχειώδη και σχεδόν ανέξοδα πράγματα για τους ομογενείς δημιουργούς, τότε ποιο νόημα έχει όλη αυτή η συζήτηση; Λυπάμαι, αλλά οφείλω να το πω πλέον ξεκάθαρα: Τα τελευταία πέντε χρόνια θητείας μου στο ΣΑΕ έχω πια πειστεί ότι η Ελλάδα ελάχιστα ενδιαφέρεται για τον απόδημο ελληνισμό (εννοώ έμπρακτα και αποτελεσματικά) και ιδιαίτερα για τους δημιουργούς του.

*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός και συγγραφέας 22 βιβλίων. Το τελευταίο του πόνημα είναι η βιογραφία-μελέτη: «Νίκος Καχτίτσης:΄Ενας κυκλοθυμικός ήρωας του Κάφκα» (εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2019).