Ο Ελληνισμός της Αυστραλίας-και πιο πολύ η οικογένεια της Ελλάς Μελβούρνης-αισθάνονται ιδιαίτερη υπερηφάνεια για τη νέα επιτυχία του Άγγελου Ποστέκογλου.

Από το Σάββατο όλοι υποκλίνονται στο μεγαλείο του και τον χαρακτηρίζουν ως τον κορυφαίο προπονητή της Αυστραλίας.

Τα σχόλια στα αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης είναι ιδιαίτερα κολακευτικά καθώς στο τελευταίο ματς του πρωταθλήματος η ομάδα του, Yokohama F.Marinos, κέρδισε με 3-0 την FC Tokyo και κατέκτησε τον πρώτο της τίτλο για τα τελευταία 15 χρόνια.

Το πρωτάθλημα αυτό, το πρώτο πρωτάθλημα που κερδίζει στο εξωτερικό Αυστραλός προπονητής,  είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του  Άγγελου Ποστέκογλου ο οποίος. ως προπονητής της εθνικής Αυστραλίας είχε κερδίσει το Ασιατικό Κύπελλο (το μοναδικό που έχει κατακτήσει η Αυστραλία) και είχε οδηγήσει τους Socceroos στους τελικούς του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Επίσης ο Άγγελος Ποστέκογλου είχε κερδίσει πρωταθλήματα ως προπονητής αλλά και ως παίκτης με την Ελλάς Μελβούρνης και την Brisbane Roars.

Οι φήμες τον θέλουν να πηγαίνει σύντομα σε ομάδα της Ευρώπης, ο ίδιος λέει ότι για την ώρα θα παραμείνει στην Ιαπωνία αλλά σε συνέντευξη του στην ελληνική gazzetta.gr είπε ότι κάποια στιγμή θα ήθελε να γυρίσει και στην Ελλάδα!

Γράφει η gazzetta.gr:

«Ο Άγγελος Ποστέκογλου θεωρείται στην Ωκεανία ως η «απάντηση στον Πεπ Γκουαρδιόλα». Είναι ο προπονητής που κατέκτησε 2 Πρωταθλήματα Αυστραλίας, 4 Εθνικούς Τίτλους, οδήγησε την εθνική Αυστραλίας σε 2 Μουντιάλ, πανηγύρισε το Κύπελλο Ασίας με τους «Socceroos» το 2015, έγραψε ιστορία με τους Μπρισμπέιν Ρόουρ όντας αήττητος σε 36 σερί παιχνίδια και αναδείχθηκε κορυφαίος τεχνικός της δεκαετίας (2005-15).

Πίσω όμως από τους αριθμούς και τους τίτλους κρύβεται μια προπονητική ιδιοφυΐα με συγκεκριμένη φιλοσοφία που δεν έχει καταφέρει ωστόσο να εισπράξει ανάλογο feedback  στην Ελλάδα.

Ο «Ange» δύο εβδομάδες μετά την πρόκριση της εθνικής Αυστραλίας στα τελικά του Μουντιάλ του 2018, εγκατέλειψε το πόστο του (λόγω της πολεμικής που δεχόταν) αναλαμβάνοντας εν συνεχεία μια νέα μεγάλη πρόκληση στην καριέρα του, αφού αποδέχθηκε την πρόταση της Γιοκοχάμα.

Μαζί με τον ανερχόμενο επίσης ελληνικής καταγωγής ασίσταντ Άρθουρ Πάπας (θεωρείται το next big thing της προπονητικής στην Αυστραλία), δημιούργησε στην Ιαπωνία, μια ομάδα πρότυπο με φουλ επιθετική φιλοσοφία.

Η Γιοκοχάμα είναι η ομάδα με τα περισσότερα γκολ στο πρωτάθλημα, το μεγαλύτερο ποσοστό κατοχής, τις περισσότερες ευκαιρίες και τα πιο πολλά χιλιόμετρα δείγμα της ποδοσφαιρικής κουλτούρας και ιδεολογίας του Ελληνοαυστραλού τεχνικού.

Μέρος της συνέντευξης:

Κόουτς βρίσκεσαι σχεδόν δύο χρόνια στην Ιαπωνία. Ποιο ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο για να καταφέρεις να περάσεις την φιλοσοφία στου στη Γιοκοχάμα;

«Η δυσκολία ήταν πιο πολύ στην γλώσσα. Η Ιαπωνία δεν είναι χώρα που μπορεί να περάσεις εύκολα τις ιδέες σου στα αγγλικά, αφού οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές δεν μιλάνε την γλώσσα. Έχω μεταφραστή που με βοηθάει και στο τέλος βρήκαμε τον τρόπο. Είμαι πολλά χρόνια στον χώρο του ποδοσφαίρου, έχω εμπειρία ως προπονητής και υπάρχουν τρόποι για να μεταδόσεις αυτό που θέλεις στους ποδοσφαιριστές.

Δεν ήταν εύκολο όμως, ειδικά στην αρχή χρειαζόταν χρόνος, αφού κάποιοι ποδοσφαιριστές δεν μπορούσαν να παίξουν όπως εγώ ήθελα. Φέτος όμως από το ξεκίνημα της προετοιμασίας είχα τους παίκτες που ήθελα και έγιναν πιο εύκολα τα πράγματα».

Θεωρείς, πως εάν ήσουν στην Ελλάδα η πορεία θα ήταν διαφορετική και ενδεχομένως θα ήσουν πιο δημοφιλής στη χώρα που γεννήθηκες;

«Η πορεία μου ήταν κάπως διαφορετική. Εάν μεγάλωνα στην Ελλάδα, ίσως θα είχα εμπειρία από ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Επειδή όμως βρισκόμουν στην Αυστραλία, είχα άλλη πορεία. Ξεκίνησα από την Ελλάδα Μελβούρνης, στη συνέχεια πήγα στην Εθνική Νέων της Αυστραλίας και για 7 χρόνια ταξίδευα σε όλο τον κόσμο, αφού πήραμε μέρος σε 6 Μουντιάλ σε αυτές τις ηλικίες. Πήγα σε διαφορετικές χώρες, ανακάλυψα διαφορετικές φιλοσοφίες. Ήταν για μένα σαν να πήγα σε Πανεπιστήμιο για εφτά χρόνια. Ό,τι ήταν να μάθω γύρω από το ποδόσφαιρο, το έμαθα».

Ακόμα και ο Πεπ Γκουαρδιόλα υποκλίθηκε στη δουλειά που κάνεις στην Γιοκοχάμα και εκθείασε τον τρόπο με τον οποίο παίζει η ομάδα σου. Θεωρείς αυτά τα λόγια αποτελούν μια επιβράβευση για την πορεία σου, όλα αυτά τα χρόνια;

«Είμαι 54 ετών, αυτά τα πράγματα δεν με ενθουσιάζουν πάρα πολύ. Ο Πεπ Γκουαρδιόλα είναι από τους καλύτερους προπονητές όχι μόνο στην δική του εποχή, αλλά ιστορικά θα μείνει ως ένα μεγάλο όνομα στο ποδόσφαιρο».

Το 2008 είχες περάσει από την Παναχαϊκή. Πως αποτιμάς την θητεία σου στον σύλλογο; Τι σου έχει μένει έπειτα από 11 χρόνια;

«Για μένα ήταν πολλά τα καλά στοιχεία από την παρουσία μου στην Παναχαϊκή. Όλη η εμπειρία μου ήταν πολύ θετική. Ήταν δύσκολα σίγουρα, αφού μια ιστορική και μεγάλη ομάδα όπως είναι η Παναχαϊκή είχε πέσει στην Γ΄ Εθνική. Η Πάτρα είναι μεγάλη πόλη που αγαπάει το ποδόσφαιρο και την ομάδα. Ήταν ένα τεστ. Να βγω από εκεί που βρισκόμουν, από αυτά που ήξερα να πάω στη δική μου χώρα, στην οποία όμως ήμουν σαν ξένος. Παρότι γεννήθηκε στην Ελλάδα, έφυγα πέντε χρονών και μεγάλωσα στην Αυστραλία.

Έτσι, το να επιστρέψω στη χώρα που γεννήθηκα και να επιχειρήσω να περάσω τις ιδέες μου στην ποδοσφαιριστές ήταν μια πρόκληση. Ήταν όλα θετικά, η ομάδα μάλιστα είχε καλή πορεία αφού όταν αποχώρησα ήταν δεύτερη. Αγάπησα τους ποδοσφαιριστές, αφού τα έδιναν όλα και προσπαθούσαν να ανταποκριθούν στη φιλοσοφία μου. Δεν έχω τίποτα κακό να πω. Ήταν η κατάλληλη στιγμή για να βιώσω τούτη την εμπειρία, η οποία με βοήθησε στο μέλλον».

Σου λείπει η Ελλάδα; Θα ήθελες να επιστρέψεις μια μέρα στον πάγκο ελληνικής ομάδας;

«Σίγουρα μου λείπει η Ελλάδα, για αυτό κάθε χρόνο εκεί είμαστε για διακοπές. Για μένα παρόλο που μεγαλώσαμε στην Αυστραλία, όσο περνούν τα χρόνια νιώθω πιο πολύ Έλληνας. Εκεί γεννήθηκα. Είναι η χώρα του πατέρα μου και της μητέρας μου, έχω συγγενείς εκεί, καλούς φίλους και κάθε χρόνο όπως είπα κάνουμε εκεί τις διακοπές μας. Σίγουρα μια μέρα εκεί θα γυρίσω».

Ο ομοσπονδιακός τεχνικός Τζον Φαν’τ Σιπ είχε εργαστεί στην Αυστραλία. Τι γνώμη έχεις για τον Ολλανδό;

«Ξέρω πολύ καλά τον Φαν’τ Σιπ και τον βοηθό του, τον Μιχάλη Βαλκάνη. Στην Αυστραλία αν και είναι διαφορετικό το πρωτάθλημα είχε κάνει καλή δουλειά στην ομάδα που εργαζόταν. Παρακολουθώ την Εθνική Ελλάδας αλλά και το πρωτάθλημα στην Ελλάδα. Σίγουρα η πορεία της Εθνικής τα τελευταία 2-3 χρόνια δεν είναι αυτή που πρέπει, αλλά πιστεύω στους Έλληνες ποδοσφαιριστές. Ακόμα και τώρα η Ελλάδα έχει καλούς ποδοσφαιριστές και με σωστή φιλοσοφία και καλή δουλειά μπορεί να ανέβει εκεί που πραγματικά θα πρέπει να βρίσκεται».

Είχε ακουστεί το όνομα σου για τον πάγκο της Εθνικής. Υπήρξαν επαφές με την ΕΠΟ;

«Όχι δεν είχα κάποια επικοινωνία. Και εγώ είχα ακούσει μερικά πράγματα, αλλά δεν ήταν κάτι επίσημο».