Σκηνές ερημιάς αλλά και ιστορίες αλληλεγγύης και ανθρωπιάς μας μεταφέρει ένα ζευγάρι ομογενών από την περιοχή Gippsland, μια από τις χειρότερα πληγείσες από την πύρινη λαίλαπα στη Βικτώρια.

Ο λόγος για τον Φίλιππο και την Αντωνία Κρικέλη που διατηρούν μαγαζί με πλυντήρια ρούχων στην πόλη Bairnsdale, όπου εκατοντάδες περίοικοι και επισκέπτες κατέφυγαν τις τελευταίες μέρες ξεφεύγοντας από τις γύρω φωτιές.

Το κατάστημα των ομογενών είναι μια μικρή “όαση” για τους πληγέντες και τους κατοίκους της πόλης που αναζητούν να καλύψουν βασικές ανάγκες εν μέσω μιας κατάστασης όπου οι διακοπές νερού και ηλεκτρικού ρεύματος έχουν γίνει πλέον καθημερινότητα.

“Χαθήκανε πολλά σπίτια αλλά έχω και πολλούς πελάτες στο μαγαζί που δεν έχουν ρεύμα ή νερό.

“Είμαστε μικρή κοινότητα και ο ένας βοηθάει τον άλλο”, εξηγεί ο κ. Φίλιππος Κρικέλης.

Μετά από ένα Σαββατοκύριακο – κόλαση με καταστροφικές για την εκδήλωση και εξάπλωση πυρκαγιών καιρικές συνθήκες, σποραδικές βροχοπτώσεις στην πολιτεία φαίνεται να έδωσαν ένα μικρό προβάδισμα στις προσπάθειες κατάσβεσης, με τις αρχές ωστόσο να επισημαίνουν ότι άνοδος της θερμοκρασίας αναμένεται ξανά στο τέλος της εβδομάδας.

Η βροχή αν και καλοδεχούμενη δεν υπήρξε όμως πανάκεια καθώς ήταν λιγοστή σε περιοχές που ήταν περισσότερο αναγκαία όπως την πόλη Nowa Nowa που ακόμη απειλείται από τις φωτιές.

Λίγα χιλιόμετρα παραπέρα, στο Bairnsdale το επίπεδο βροχόπτωσης έφτασε τα 12 χιλιοστόμετρα από τις 9 το πρωί της Κυριακής μέχρι τη Δευτέρα.

Όπως όμως μας μεταφέρει ο κ. Κρικέλης “η βροχή είναι τόσο ψιλή που δεν βοηθάει σε τίποτα”, ενώ η ατμόσφαιρα παραμένει θολή από τους καπνούς.

Ο θολός ουρανός έξω από το μαγαζί του ζευγαρίου Κρικέλη στο Bairnsdale. Φώτο: Supplied

Το μαγαζί επισκέπτονται και άτομα από τα γύρω χωριά που έχουν αποκλειστεί με πολλούς κεντρικούς δρόμους να παραμένουν κλειστοί.

Ανάμεσα στους πελάτες και αστυνομικοί που έχουν επιστρατευθεί από τη Μελβούρνη για να βοηθήσουν, και βρήκαν στο μαγαζί μία εστία ανθρωπιάς.

Εκεί εκτός από τη βασική υπηρεσία, ο κόσμος εισπράττει ένα χαμόγελο και μια κουβέντα συμπαράστασης από το ζευγάρι των ομογενών που ακούει καθημερινά ιστορίες ανθρώπων που έχουν υποστεί τον αντίκτυπο των πυρκαγιών.

“Είμαστε όλοι καταστεναχωρημένοι, όλοι προσπαθούμε να βοηθήσουμε”, λέει η κ. Αντωνία Κρικέλη που ξεκίνησε μαζί με τον σύζυγό της έρανο για να συλλέξουν δωρεές για την Πυροσβεστική Υπηρεσία.

“Έχουμε ήδη μαζέψει πάνω από $300 μέσα σε μισή μέρα. Προσπαθούμε το καλύτερο για όλους”.

Η οικογένεια Κρικέλη μπορεί να μην επλήγησε άμεσα από τις πυρκαγιές, βίωσαν όμως και αυτή την απειλή από πρώτο χέρι, όταν χρειάστηκε να εγκαταλείψουν – εν μέσω προειδοποιήσεων από τις αρχές – το σπίτι τους στο Lakes Entrance και αναγκάστηκαν να βρουν προσωρινή στέγη στο μαγαζί τους.

Η κόρη του ζευγαριού, Ρούλα Κρικέλη, που βρισκόταν εκεί εξιστορεί το χρονικό της φυγής:

“Φύγαμε Παραμονή της Πρωτοχρονιάς γιατί τα πράγματα γίνονταν επικίνδυνα και ζητούσαν από τον κόσμο να απομακρυνθεί από την περιοχή.

Φύγαμε λίγο μετά το μεσημέρι και η μητέρα μου έμεινε πίσω. Της είπα ‘κοίταξε πρέπει να φύγεις’ η κατάσταση μπορεί να γίνει ακόμη πιο σοβαρή[…]Ακολούθησε και αυτή μετά από δύο τρεις – ώρες.

“Κάθε μισή ώρα το κινητό μου χτυπούσε από ειδοποιήσεις από την υπηρεσία επειγόντων”.

Η περιοχή ήταν τότε γεμάτη από τουρίστες που ετοιμάζονταν να υποδεχτούν την Πρωτοχρονιά με πυροτεχνήματα, όμως μέσα σε δύο 24ωρα ο ουρανός άλλαζε χρώμα από κάτι άλλο, τις μαινόμενες πυρκαγιές.

Όταν οι δρόμοι ξανάνοιξαν για λίγο μεταξύ Bairnsdale και Lakes Entrance, το ζεύγος Κρικέλη γύρισε για να ελέγξει το σπίτι που ευτυχώς δεν είχε υποστεί ζημιές, όμως η εικόνα γύρω ήταν θλιβερή.

Το πριν και το μετά στη θέα από το σπίτι της οικογένειας Κρικέλη στο Lakes Entrance. “Φαίνεται σαν να βρέχει αλλά είναι η στάχτη που διακρίνεται στα παράθυρα”, εξηγεί η Ρούλα Κρικέλη. Φώτο: Supplied

“Μου είπαν ότι δεν μπορούσαν να δούνε έξω από τη στάχτη και ο αέρας ήταν πολύ κακής ποιότητας”.
“Τους έπαιρνα τηλέφωνο κάθε μέρα γιατί ανησυχούσα”, συνεχίζει η κ. Ρούλα Κρικέλη.

Η κατάσταση στην κοινότητα του Bairnsdale είναι καταθλιπτική, όπως περιγράφουν οι γονείς της, ενώ η ίδια βρίσκεται πλέον στη Μελβούρνη.

“Μου λένε ‘είναι πολύ στενάχωρα εδώ δεν ακούγεται ούτε ένα πουλί και δεν υπάρχει κόσμος. Είναι απόλυτη νέκρα'”.

Γνωρίζει όμως ότι είναι αποφασισμένοι να μείνουν.

“‘Δεν θέλουμε να φύγουμε’, μου μεταφέρουν, ‘γιατί η κοινότητα μας χρειάζεται να έχουμε ανοιχτό το μαγαζί […] άλλοι μένουν σε πάρκιγνκ, άλλοι στο racecourse, δεν έχουν τίποτα. ‘Δεν μπορούμε να κλείσουμε’, μου λένε, ‘γιατί είμαστε μέρος της κοινότητας και θέλουμε να τους στηρίξουμε’.