Βάσω Καλαμάρα – «έφυγε» αθόρυβα, χωρίς τους αποχαιρετισμούς που, έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν αγάπησε…

Πραγματίστρια, θαρραλέα, τρυφερή και σκληρή συνάμα, όταν το επέβαλαν οι περιστάσεις, πολυγραφότατη με αστείρευτη έμπνευση, άφησε πίσω της μια πλούσια κληρονομιά σ' όλες τις γενιές, παρούσες και μελλοντικές που λάτρευε


«Βίβιαν δεν θα σου πω αντίο. Θά ‘μαι πίσω τον άλλο μήνα».

Λάτρευε το Beaumaris και, όντως, την είχα κοντά μου κάθε φορά που επισκεπτόταν τη Μελβούρνη. Ξυπνούσε από τα μαύρα χαράματα και περπατώντας στα νύχια, άνοιγε την πόρτα και έτρεχε στη θάλασσα.

«Δεν τον πρόλαβα τον κατεργάρη σήμερα. Μου την έσκασε» έλεγε αργότερα τσαχπίνικα για τον ήλιο που δεν την περίμενε να τον προϋπαντήσει.

Εργασιομανής, δεn σπαταλούσε χρόνο ούτε για την προετοιμασία ενός καλού γεύματος, αν και ήταν άριστη και σ’ αυτό.

Μπορούσα να το πιστοποιήσω κάθε φορά που με φιλοξενούσε.

«Μη λες τίποτε, άσε με να φάω κι εγώ τώρα που το δικαιούμαι γιατί όταν είμαι μόνη, μπορώ να τρώω μεσημέρι βράδυ πατάτες βραστές» έλεγε και δεν είχα λόγους να μην την πιστέψω.

Έβαζε όρια αυστηρά στον εαυτό της, προκειμένου να μη βάλει εμπόδια, έστω και προσωρινά, στην έμπνευσή της.

«Υπήρξε εποχή που έγραφα με το λυχνάρι» έλεγε συχνά όταν αναφερόταν στη δεκαετία του Manjimup της Δυτικής Αυστραλίας, 300 μίλια περίπου έξω από το Perth.

Εκεί που έζησε με τον σύζυγό της και τα παιδιά τους, μέσα σε πρωτόγονες συνθήκες, μέσα στο δάσος με τους ξυλοκόπους, καλλιεργώντας καπνά, σ’ ένα κομμάτι γης που για να το αποκτήσουν έπρεπε να πριονίσουν και να ρίξουν κάτω πελώρια δέντρα.

«Εκεί, στους απλούς ανθρώπους που δεν είχαν λόγο να ζουν πίσω από ένα προσωπείο, γνώρισα τον πραγματικό άνθρωπο, μ’ όλες του τις αδυναμίες αλλά και το μεγαλείο της ψυχής του. Αυτόν που μέρα με τη μέρα, λεπτό με λεπτό, ζει και αναπνέει για την αυτοσύντηρησή του, νοιάζεται όμως και για τον διπλανό του. Που σκάβει τη γη πότε με πάθος και τρυφερότητα, ευγνωμονώντας την, τη μια στιγμή για όσα του έδωσε, και την άλλη σφίγγοντας τα δόντια και βλαστημώντας που η τύχη τον έριξε να παλεύει, μέρα και νύχτα, μαζί της» έλεγε χρόνια μετά την απομάκρυνσή της από το Manjimup που για την ίδια υπήρξε αστείρευτη πηγή έμπνευσης.

Η Βάσω Καλαμάρα σε πιο νεανική ηλικία. Φώτο: Facebook

ΠΟΛΥΓΡΑΦΟΤΑΤΗ

Αυτή η ευγενική γυναίκα, η λεπτή και τραχειά μαζί, όταν το επέβαλαν οι περιστάσεις, ποτέ δεν δοκίμασε, ακόμη και όταν όλα φαίνονταν να συνωμοτούν εναντίον της, στοιχειά και άνθρωποι, να βάλει φρένο στην έμπνευσή της.

Από τις αρχές του ’50 ασχολήθηκε με την ποίηση, το διήγημα και το θέατρο. Επτά σχεδόν δεκαετίες, μια ολόκληρη ζωή, έπαιρνε ερεθίσματα από γύρω της και τις πλούσιες προσωπικές της εμπειρίες, που δεν δίσταζε να δώσει με τα πραγματικά τους χρώματα, τους ήχους και την ιδιομορφία τους.

Πολυγραφότατη, ποιήτρια, πεζογράφος και θεατρική συγγραφέας είχε μια κρυφή ερωτική σχέση με τον πηλό και το μάρμαρο που μόνο αν είχες την τύχη να ανήκεις στο στενό περιβάλλον της, το ανακάλυπτες. Τα έργα της τα έκρυβε στον δικό της ιδιωτικό χώρο, αφήνοντας όλη την άπλα και το φως για τα έργα του καταξιωμένου γλύπτη, συντρόφου της Λεωνίδα Καλαμάρα.

«Αυτός είναι ο χώρος του Λεόνε» έλεγε με μια λάμψη στα μάτια της που πρόδινε την ασίγαστη φλόγα του έρωτά της για τον νεανικό της έρωτα που ωρίμασε, πέρασε «δια πυρός και σιδήρου» (δική της έκφραση), αλλά ποτέ δεν έχασε, ούτε στο ελάχιστο, την έντασή του.

«Περάσαμε πάρα πολλά μαζί. Ερωτευτήκαμε, στην Αθήνα, από παιδιά. Κλεφτήκαμε. Φύγαμε μακριά, πλάθοντας όνειρα, δεμένοι τόσο σφιχτά που συχνά νοιώθαμε ο ένας τον άλλον, τι ήθελε, τι τον βασάνιζε και τι ονειρευόταν, χωρίς να μιλάμε. Πιστεύαμε ο ένας στον άλλον και τον στηρίζαμε άνευ όρων!».

Αυτό που έβλεπε, όποιος τους είχε ζήσει από κοντά, ήταν ένας απεριόριστος σεβασμός και στήριξη του ενός προς τον άλλον, από τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα, μέχρι τα πιο μεγάλα.

Θυμάμαι, δεκαετίες πριν, σε μια έκθεση Ζωγραφικής του Λεωνίδα στην Αθήνα, που την απασχολούσε σοβαρά την ίδια το ότι ένας πίνακας του Λεωνίδα δεν φωτιζόταν σωστά, κατά τη γνώμη της.

Αυτή η πολυβραβευμένη δημιουργός, η πολυγραφότατη, ενδιαφερόταν πρώτα για το έργο του Λεωνίδα και μετά για το δικό της. Αυτή ήταν η εντύπωση που εισέπραττε όποιος τους γνώριζε από κοντά.

ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΛΟΥΣΤΡΟ

Ευαίσθητη, ευφυής, διορατική, με αστείρευτο χιούμορ, λάτρεψε τον άνθρωπο, ιδιαίτερα τον Έλληνα μετανάστη.

«Με συγκινεί η τύχη των ανθρώπων. Προσπαθώ να είμαι αληθινή. Η ζωή δεν έχει ανάγκη από λούστρο» έλεγε συχνά στις ατέλειωτες συζητήσεις που είχαμε στο Ricketts Point.

Γι’ αυτό και οι χαρακτήρες της είναι παρμένοι μέσα από τη ζωή, μέσα από την καθημερινότητα, όπως την έζησε η ίδια, από τις εμπειρίες τους που τις συνέλαβε, τις ανέλυσε, στην πραγματικότητα όμως τις έδωσε ατόφιες, χωρίς λούστρο.

Κι εκεί που επεξηγεί είναι προσεκτική να μην αλλοιώσει την πραγματική υφή τους. Συχνά μιλούσε για την κοινή μοίρα των μεταναστών: « Όλοι, ανεξάρτητα από πού ήλθε ο καθένας, ξεκίνησαν με τα ίδια όνειρα, τις ίδιες σχεδόν προσδοκίες. Να φύγουν από μια πραγματικότητα που τους έδενε τα χέρια και τους κρατούσε σ’ έναν τόπο χωρίς προοπτική να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Τους καταδίκαζε στην ανέχεια και το συμβιβασμό. Η εξέλιξη είναι εκείνη που κατά κάποιο τρόπο τους διαφοροποιεί».

Το θέμα της μετανάστευσης την απασχόλησε σ’ όλον σχεδόν τον κορμό του έργου της: «Είναι ένα θέμα που με εμπνέει γιατί με κοιτάζει κατάματα» είχε πει ένα βράδυ που την είχα επισκεφθεί στο σπίτι της στη Γλυφάδα. «Σπίτι», τρόπος του λέγειν. Ένα μικροσκοπικό, σχεδόν κουκλίστικο κτίσμα, δίπλα στα θεόρατα διαμερίσματα που το σκίαζαν και κινδύνευε –σου έδινε την εντύπωση– να το καταπιούν.

Μ’ έβλεπε ως φίλη, αναμφισβήτητα, αλλά και ως γραφιά που όφειλε να πάρει τη σωστή εικόνα και να τη μεταδώσει. «Άμα φύγω θέλω να γράψεις εσύ για μένα» είχε πει σε ανύποπτο χρόνο.

Συνεντεύξεις αμέτρητες, αναφορές στο έργο της, όλα αυτά τα χρόνια, τις δεκαετίες που πέρασαν, σε κάθε βιβλίο που παρουσίαζε σε κάθε θεατρικό που ανέβαζε στη σκηνή.

Σήμερα, μουδιασμένη από την αναχώρησή της χωρίς επιστροφή, στερημένη για πάντα από την περίπτωση να με ξαφνιάσει χτυπώντας το κουδούνι της πόρτας μου και να με προστάζει τι να κάνω, μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, προσπαθώ να είμαι πιστή στην προσταγή που μού ‘δωσε σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής μου δεκαετίες πριν: «Μην πονάς για ό,τι δεν γυρίζει πίσω. Κράτησε αυτό που σε κάνει να χαμογελάς».

Ναι, μαζί σου Βάσω, έχω τόσα πολλά να φέρω πίσω, που με κάνουν να χαμογελώ. Και δεν εννοώ μόνο το κρέας του καγκουρώ που αρνιόσουν να φας στο μικρό εστιατόριο της Μελβούρνης, μόλις σε παρέλαβα από το Ταλαμαρίν…

Όταν έχασε πριν πέντε χρόνια τον σύντροφο της ζωής της, τον καταξιωμένο γλύπτη και ζωγράφο Λεωνίδα Καλαμάρα, έγραψε:

66 Χρόνια Μαζί / Σε γυρεύω, τί να φωνάζω πια τ’ όνομά σου / άδικα / εκεί που έφυγες ποτές φωνές δεν ακούγονται / κι η φωνή μου, οι στίχοι των ποιητών / οι μελωδίες των ήχων χάνονται / στο κενό / που ματαιοδοξούμε να καταχτήσουμε / Στο κενό όλα χάνονται, σαν την πρωϊνή πάχνη / κάτω από τις πρώτες θερμές ακτίνες της Αυγής

Έφυγε δυο μέρες μετά την ονομαστική της γιορτή, την περασμένη Παρασκευή, παρούσα μέχρι την τελευταία στιγμή στο Facebook, ευχόμενη «Χρόνια Πολλά στους εορτάζοντες», «καλή ηλίου ημέρα» και προωθώντας τον μεγάλο της έρωτα, το δημιούργημα που λάτρεψε πάνω απ’ όλα τ’ άλλα της «παιδιά» – όπως τα ονόμαζε – την «Μεγάλη Ιέρεια Ολυμπιάς Μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου».