Για επιδημία σύφιλης στη Μελβούρνη μιλούν ειδικοί καθώς παρακολουθούν τα τελευταία χρόνια μία ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων αυτού του επικίνδυνου αφροδίσιου νοσήματος, κυρίως στις γυναίκες.

Η σημαντική έξαρση της σύφιλης, μίας νόσου που μεταδίδεται κυρίως από την σεξουαλική επαφή, έχει εντοπιστεί στο κέντρο της Μελβούρνης και, συγκεκριμένα, στις περιοχές του CBD, Port Phillip, Yarra, Stonnington και Moreland. Τα περιστατικά έχουν διπλασιαστεί από το 2014 μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός ότι η σύφιλη είχε καταπολεμηθεί δραστικά, με αποτέλεσμα να εξαλειφθεί πλήρως από την πόλη τη δεκαετία του 1990.

Στη Βικτώρια καταγράφηκαν 1600 περιστατικά πέρυσι, ανεβάζοντας σημαντικά τον αριθμό από το 2014, όταν τα περιστατικά ήταν μόλις 654.

Η σύφιλη είναι μία εξαιρετικά δυσάρεστη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, θανατηφόρα λοίμωξη που ξεκινάει με την εμφάνιση πληγών στο σώμα, που μετατρέπονται σε εξανθήματα και εάν δεν θεραπευτεί έγκαιρα μπορεί να εξαπλωθεί και στον εγκέφαλο. «Το ερώτημα που φυσικά τίθεται», σύμφωνα με τον αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Monash, Μarcus Chen, στην εφημερίδα «The Age», «είναι από πού προέρχεται αυτή η ξαφνική αύξηση των κρουσμάτων. Οφείλεται στην αλλαγή της σεξουαλικής συμπεριφοράς, στην προσφορά των ευκαιριών γνωριμίας και ευκαιριακού σεξ μέσα από το διαδίκτυο; Νομίζω, όμως, ότι το θέμα είναι πιο πολύπλοκο.

Αυτό που μας ανησυχεί ιδιαίτερα αυτή τη στιγμή είναι η ανεξήγητη αύξηση των κρουσμάτων στις γυναίκες».

Οι ερευνητές δεν είναι βέβαιοι για το τι έχει προκαλέσει αυτή την έξαρση, αλλά υποθέτουν ότι συνδέεται με τα χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα που εκτίθενται περισσότερο στον κίνδυνο να νοσήσουν, αλλά και στο γεγονός ότι οι ετερόφυλοι δεν εξετάζονται επαρκώς. «Είναι φανερό ότι κάτι προκαλεί την αύξηση των κρουσμάτων, αλλά δεν θα ανησυχούσαμε για το ενδεχόμενο επιδημίας εάν οι εξετάσεις και οι θεραπείες ήταν επαρκείς για την αντιμετώπιση της νόσου στην αρχή της εμφάνισής της».

Οι εξετάσεις για τη διάγνωση της σύφιλη γίνεται με εξέταση αίματος και θεραπεύεται με πενικιλίνη. Είναι σημαντικό να ξεκινήσει ο ασθενής θεραπεία με την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων, καθώς με την επιδείνωσή τους αυξάνεται ο κίνδυνος επιπλοκών που ενδέχεται να οδηγήσουν και σε θάνατο, αλλά και βέβαια και ο κίνδυνος εξάπλωσης της νόσου.