Μια ζωή – πάλη σ’ όλα τα μέτωπα, την φέρνει νικήτρια στα 100!


Παραμονές Χριστουγέννων και η συμμετοχή μου σ’ αυτή τη γιορτή με κάνει να νοιώθω προνομιούχα. Σ’ ένα κομψό σαλόνι η οικοδέσποινα, Ελπίδα Χατζηανδρέου, περιτριγυρισμένη από την οικογένειά της –παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα– και εκλεκτούς φίλους γιορτάζει την 100ή επέτειο των γενεθλίων της!

Πρόκειται για μια γυναίκα για την οποία έχω ακούσει πολλά. Από οικείους, αλλά και απλά γνώριμους. Για μια ζωή που μοιάζει με μυθιστόρημα, είναι όμως πέρα για πέρα αληθινή. Εκπληκτική, απίστευτη, ακόμη και όταν δίνεται περιληπτικά, όπως αυτή τη μέρα των γενεθλίων της.

«Οι αντιξοότητες είναι μέρος της ζωής κι εμείς είμαστε εδώ για να τις πολεμάμε. Να αντιστεκόμαστε και να τις νικάμε. Διαφορετικά ποιο είναι το νόημα της ζωής;”

Mια εισαγωγή–απάντηση στο πρώτο ερώτημα εκείνου που έχει πληροφορηθεί την απίστευτα δύσκολη πορεία της ζωής της και ζητά να ακούσει από την ίδια το μυστικό της υπέρβασης.

Η ατμόσφαιρα χαρούμενη, εορταστική με ροζ μπαλόνια και τις κυρίες της οικογένειας να φορούν πέρλες, «το αγαπημένο κόσμημα της μαμάς». Μια νότα που, από μόνη της, μιλά για την πολυσύνθετη προσωπικότητα μιας γυναίκας με εκλεπτυσμένο γούστο, αλλά και απίστευτη αντοχή στις αντιξοότητες της ζωής.

Η Ελπίδα Χατζηανδρέου γεννήθηκε στα Βουρλά της Μικράς Ασίας τον Δεκέμβριο του 1919 και μικρό κοριτσάκι έζησε τη σκληρή περιπέτεια του εκτοπισμού, της προσφυγιάς, τον θάνατο του πατέρα της και την προσπάθεια της μητέρας της να επιβιώσει με τα δυο παιδιά της σε μια ξένη γη.

Η Ελπίδα ζει τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια στη Γαλλία. Όταν η μητέρα της ανακοινώνει ότι πρέπει να γυρίσουν στην Ελλάδα, η νέα κατάσταση την βρίσκει απροετοίμαστη, αποφασισμένη εντούτοις να δεχτεί τις νέες προκλήσεις.

Η προσγείωση στη Νέα Φιλαδέλφεια ανώμαλη τα πρώτα χρόνια, γίνεται λίγα χρόνια αργότερα τραγική με τη Γερμανική κατοχή και το θάνατο της μεγαλύτερης αδελφής της από φυματίωση.

«Ήταν μια κατάσταση φοβερή. Η μητέρα μου έχασε τη μεγαλύτερη αδελφή της, η πείνα και οι κακουχίες μάστιζαν τη χώρα και οι άνθρωποι πάλευαν απεγνωσμένα να κρατηθούν στη ζωή. Αναγκαζόταν να πουλά, όπως τόσοι άλλοι, ό,τι πολύτιμο είχε φέρει από τη Γαλλία, για λίγο λάδι και μερικά φασόλια» λέει σήμερα η κόρη της, Καίτη Αλεξοπούλου.

Τα μεταπολεμικά χρόνια με το σύζυγό της Νίκο Χατζηανδρέου, προσπαθούν να ορθοποδήσουν σε μια χώρα διαλυμένη από τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο. Δεν αργούν, εντούτοις, να συνειδητοποιήσουν ότι όσο κι αν προσπαθούσαν, οι προσπάθειές τους δεν ήταν δυνατόν να καρποφορήσουν εκεί. Όλες οι απόπειρες που έκαναν απέβησαν μάταιες. Δεν υπήρχε παρόν αλλά ούτε και μέλλον εκεί. Η χώρα άδειαζε. Όλοι είχαν τα βλέμματα και τα όνειρά τους στραμμένα προς τα έξω.
«Η Αυστραλία ήταν για μας, όπως και για τόσους άλλους, η μόνη λύση» θα πει σήμερα. Η προσγείωση βέβαια ανώμαλη.

Η Ελπίδα Χατζηανδρέου – μια θαυμάσια αιωνόβια!

ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ

«Εδώ υπήρχε προοπτική, παρ’ ότι οι συνθήκες τότε δεν ήταν ακριβώς ρόδινες» ανακαλεί η αιωνόβια κυρία σήμερα.

Μας μεταφέρει στο σκηνικό εν έτει 1957. Εγκατάσταση στο St. Albans, μια υποανάπτυκτη τότε περιοχή, σ’ ένα σπίτι με δυο δωμάτια χωρίς παράθυρα, χωρίς νερό και ηλεκτρισμό. Ένα μεγάλο ξέφραγο οικόπεδο, χωρίς πράσινο, μια γη άγονη, εντελώς γυμνή, όπως την περιγράφει σήμερα η ίδια. Απ’ έξω χωματόδρομοι, χωρίς πεζοδρόμια και όσο για τις καιρικές συνθήκες, αυτές που γνωρίζουμε όλοι. Τέσσερις εποχές σε μια μέρα και όχι μόνο!

«Ήρθαμε όμως αποφασισμένοι να δουλέψουμε σκληρά, να αντιμετωπίσουμε με θάρρος τις όποιες δυσκολίες. Δεν φοβηθήκαμε τη σκληρή δουλειά, το ξένο περιβάλλον, τις αντιξοότητες που συναντούσαμε σε κάθε βήμα, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό. Τις είδαμε ως προκλήσεις για ένα καλύτερο αύριο. Αυτό μας έδωσε τη δύναμη, όχι μόνο να αντισταθούμε, αλλά να επιτύχουμε το στόχο μας».

ΧΕΡΙ ΒΟΗΘΕΙΑΣ

«Προσωπικά αισθάνθηκα την ανάγκη να βοηθήσω και τον διπλανό μου όταν τον έβλεπα να λυγίζει. Υπήρχαν άνθρωποι που ήλθαν εδώ εντελώς άοπλοι. Εντελώς απληροφόρητοι και απροετοίμαστοι για τις εδώ συνθήκες. Είχαν την εντύπωση ότι θα έβρισκαν τον επίγειο παράδεισο εδώ και τους περίμενε η κόλαση. Άλλοι μπόρεσαν να προσαρμοστούν και άλλοι όχι. Αυτούς έπρεπε να στηρίξουμε, να δώσουμε ένα χέρι βοήθειας. Κι αυτό, όχι επιδεικτικά, αλλά σεμνά. Να το γνωρίζεις εσύ μόνο. Αλλιώς δεν έχει αξία.

Το άλλο είναι να μην κρίνεις τους ανθρώπους σύμφωνα με το τι έχουν, τι μπόρεσαν να επιτύχουν στη ζωή. Να υπολογίζεις και να σέβεσαι ακόμη κι αυτό το μυρμήγκι.
Προσωπικά, όχι μόνο τότε, αλλά σ’ όλη την επόμενη ζωή μου, μέχρι σήμερα, μ’ ενδιαφέρει ο συνάνθρωπος.

Δε ζούμε μόνοι σ’ αυτόν τον πλανήτη. Αν δεν ενδιαφερθείς για τον συνάνθρωπό σου τι νόημα έχει η ζωή;»

Είναι ήρεμη, με μια λάμψη αισιοδοξίας στο βλέμμα κι ένα χαμόγελο που αφοπλίζει.

Σε αντίθεση με τον πρώτο καιρό, σήμερα μένει σ’ ένα αρχοντικό με μεγάλα παράθυρα που καλωσορίζουν τον ήλιο κάθε πρωί, μια υπέροχη πελώρια λουλουδιασμένη αυλή σ’ έναν από τους ωραιότερους δεντροφυτεμένους δρόμους της Μελβούρνης.

ΝΙΚΗΣΕ ΤΗΝ ΕΠΑΡΑΤΟ

«Η μαμά έχει περάσει πολλά. Έχει παλέψει δυο φορές με την επάρατο και τη νίκησε. Και, μάλιστα, χωρίς φάρμακα. Μόνη της με δύναμη, αξιοπρέπεια και αντοχή στους πόνους. Την τελευταία φορά μάλιστα στα ενενήντα» θα πει η κόρη της Καίτη Αλεξοπούλου, πριν μου δώσει μια ολοζώντανη εικόνα που τονίζει για άλλη μια φορά το θάρρος, την τόλμη, τη ψυχραιμία και τη λογική της αιωνόβιας κυρίας.

Γι’ αυτό, θα ανατρέξει πολλές δεκαετίες πίσω.

«Είχαμε μόνο τέσσερα χρόνια στην Αυστραλία και η γιαγιά μου βρισκόταν πολύ άρρωστη στο νοσοκομείο του Footscray. Ένα πρωί μας ειδοποίησαν ότι έχασε τη μάχη με την επάρατο. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι η μητέρα μου που άρχιζε δουλειά στις 3 το απόγευμα, παρά το μεγάλο πόνο της, ετοιμάστηκε κανονικά και έφυγε λέγοντας ‘είμαι καινούρια σ’ αυτή τη δουλειά και δεν πρέπει να τη χάσω’. Κατά μια περίεργη σύμπτωση, αυτή την ίδια μέρα πήρε φωτιά το σπίτι μας. Το είδε τυλιγμένο στις φλόγες, ενώ ήταν μέσα στο τραίνο και νομίζοντας ότι είναι κάποιου άλλου σκέφθηκε ‘άραγε έχει ο καημένος ασφάλεια;’»

Ο σεβασμός και η αγάπη στον συνάνθρωπο ήταν υπεράνω όλων των άλλων.

«Και όχι εκ του ασφαλούς. Όταν δηλαδή εσύ έχεις τα πάντα, επομένως έχεις την πολυτέλεια να κοιτάξεις και δίπλα σου, αλλά όταν κι εσύ μάχεσαι. Τότε έχει αξία. Έχω δει ανθρώπους να λυγίζουν γιατί δεν είχαν κανέναν δίπλα τους να τους στηρίξει.

Αυτό, μου έδωσε ένα άλλο μάθημα. Να στηρίζομαι στον εαυτό μου και μόνο. Να αντλώ δύναμη από μένα την ίδια. Αυτή την αρχή ακολούθησα σ’ όλη μου τη ζωή κι αυτή δίδαξα στα παιδιά μου».

Ο λευκός ξηρός και η σαμπάνια, λίγο αργότερα, ρέουν εν αφθονία.

Εδώ γιορτάζεται σήμερα όχι απλά η μακροβιότητα μιας γυναίκας, αλλά η εκπληκτική πορεία της ζωής της, το θάρρος, η γενναιότητα, το ήθος, η πάλη με τις απίστευτες αντιξοότητες της ζωής και ο τελικός της θρίαμβος!