Την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκα στις τρεις Σταυροφορίες (1096, 1147, 1189) που είχαν διοργανώσει κράτη της βορειοδυτικής Ευρώπης για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Σελτζούκους.

Σήμερα θα αναφερθώ στην Τέταρτη Σταυροφορία, η οποία αντί για τους Άγιους Τόπους στράφηκε εναντίον της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας του Βυζαντίου, την οποία κατέλαβαν οι σταυροφόροι το 1204.

Για τον λόγο αυτό είμαι της γνώμης πως κακώς αποκαλείται «Σταυροφορία», και θα έπρεπε να είχε χαρακτηρισθεί ως «αποικιοκρατία», αφού στόχος της ήταν η κατάληψη της πρωτεύουσας του Βυζαντίου, του πρώτου χριστιανικού κράτους, και όχι η προστασία των Αγίων Τόπων.

Η Τέταρτη Σταυροφορία ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τους διακηρυγμένους σκοπούς του κινήματος των σταυροφοριών. Είναι χαρακτηριστικό ότι από εκείνους που είχαν αρχικά δηλώσει συμμετοχή στην Δ΄ Σταυροφορία με στόχο τους Αγίους Τόπους, οι περισσότεροι εγκατέλειψαν το στράτευμα όταν έγινε γνωστό ότι θα κατευθυνόταν προς την Κωνσταντινούπολη.

Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι η Τέταρτη Σταυροφορία προλείανε το έδαφος για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453, καθώς και την τουρκοκρατία που επιβλήθηκε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Βαλκανικής Χερσονήσου, μέχρι που μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 δημιουργήθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος το 1830.

Θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ο ιστορικός Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος έχει δώσει τον ακόλουθο τίτλο σε ένα βιβλίο του: «Νέα Ελληνική Ιστορία, 1204-1985», έκδοση 13η, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1997. Σύμφωνα λοιπόν με τον Α. Ε. Βακαλόπουλο, η Νέα Ελληνική Ιστορία αρχίζει από το 1204, με άλλα λόγια από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τα στρατεύματα της Τέταρτης Σταυροφορίας.

Ο Γιώργος Καραμπελιάς, στο βιβλίο του «1204 – Η Διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού», Έκδοση «Εναλλακτικές Εκδόσεις», 2007, στη σελίδα 101, γράφει τα ακόλουθα:

«Η Άλωση (της Κωνσταντινούπολης) θα καταγραφεί ως μία από τις μεγαλύτερες πολιτιστικές καταστροφές της ιστορίας. Καλλιτεχνικοί θησαυροί τουλάχιστον εννέα αιώνων (γιατί οι αυτοκράτορες, ήδη από την εποχή του κτήτορος Κωνσταντίνου, είχαν μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη πολλά αρχαία μνημεία) θα καταστραφούν και θα λεηλατηθούν μέσα σε ελάχιστες μέρες. Η Πόλη έπεφτε μετά από εννιακόσια χρόνια, ενώ οι ίδιοι κατακτητές είχαν μείνει περιδεείς μπροστά στο κατόρθωμά τους, όπως φαίνεται από την περιγραφή του Γοδεφρείδου, που συμμετείχε στην πολιορκία, στο «Χρονικό της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης».

Στο ίδιο βιβλίο ο Γ. Καραμπελιάς αναφέρεται στην ακόλουθη περιγραφή από τον Νικήτα Χωνιάτη, υψηλό αξιωματούχο του βυζαντινού κράτους, ο οποίος είχε βιώσει προσωπικά τα γεγονότα της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης το 1204:

{…} Κι έτσι, καθένας είχε πόνο, στα στενά θρήνος και κλάματα, στα τρίστρατα οδυρμοί, στους ναούς ολοφυρμοί, φωνές των ανδρών, κραυγές των γυναικών, απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων.

{…} Χριστέ μου, τι θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους… Τέτοιες παρανομίες έκαναν οι στρατοί από τη Δύση εναντίον της κληρονομιάς του Χριστού. Αυτά έκαναν αυτοί που όλα τα ξέρουν από μόνοι τους, και είναι σοφοί, και δίνουν αληθινούς όρκους, και αγαπούν την αλήθεια, και μισούν το κακό, και είναι ευσεβέστεροι και δικαιότεροι από εμάς τους Γραικούς…

ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

Σε άλλο σημείο του βιβλίου του ο Γ. Καραμπελιάς αναφέρεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την Ιστορία των Σταυροφοριών, τόμος Γ΄, του Άγγλου Στήβεν Ράνσιμαν, ο οποίος θεωρείται ένας από τους επιφανέστερους βυζαντινολόγους του 20ού αιώνα:

«Η λεηλασία της Κωνσταντινουπόλεως δεν έχει το αντίστοιχό της στην ιστορία. Επί εννέα αιώνες η μεγάλη πόλη υπήρξε η πρωτεύουσα του χριστιανικού πολιτισμού. Είχε γεμίσει με έργα τέχνης που είχαν επιζήσει από την αρχαία Ελλάδα και με τα αριστουργήματα των δικών της έξοχων καλλιτεχνών. Οι Ενετοί ήξεραν την αξία αυτών των πραγμάτων. Όσοι μπόρεσαν άρπαξαν θησαυρούς και τους μετέφεραν να στολίσουν τις πλατείες και τις εκκλησίες και τα παλάτια των πόλεών τους. Αλλά οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί είχαν κυριευθεί από μία μανία καταστροφής. Ξεχύθηκαν ένας ωρυόμενος όχλος στους δρόμους και στα σπίτια, αρπάζοντας οτιδήποτε γυάλιζε και καταστρέφοντας ό,τι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν, σταματώντας μόνο για να σκοτώσουν και για να βιάσουν ή για ν’ ανοίξουν κελάρια για να πιουν. Δεν γλύτωσαν ούτε τα μοναστήρια, ούτε οι βιβλιοθήκες. Στην ίδια την Αγιά Σοφιά έβλεπε κανείς μεθυσμένους στρατιώτες να σχίζουν μεταξωτές κουρτίνες και να γκρεμίζουν και να κομματιάζουν το μεγάλο ασημένιο εικονοστάσιο, ενώ ποδοπατούσαν ασεβέστατα άγιες εικόνες και ιερά βιβλία. Επί τρεις ημέρες εξακολούθησαν οι φρικιαστικές σκηνές της λεηλασίας και της αιματοχυσίας, ώσπου η τεράστια ωραία πόλη έγινε ένα ερείπιο».

Ο Άγγλος Σερ Έντουιν Πήαρς, στο βιβλίο του «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Ιστορία της Τέταρτης Σταυροφορίας», μεταξύ άλλων αναφέρει και τα ακόλουθα:

{…} Οι επιπτώσεις της Τέταρτης Σταυροφορίας επί του ευρωπαϊκού πολιτισμού υπήρξαν εξ ολοκλήρου καταστρεπτικές. Η λάμψη του ελληνικού πολιτισμού, την οποία το Βυζάντιο συντηρούσε επί εννέα αιώνες μετά από την επιλογή της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας, έσβησε ξαφνικά… Το έγκλημα της Τέταρτης Σταυροφορίας παρέδωσε την Κωνσταντινούπολη και τη Βαλκανική Χερσόνησο σε έξι αιώνες βαρβαρότητας…

{…} Προκειμένου να αντιληφθούμε την πλήρη σημασία της λατινικής κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, πρέπει να προσπαθήσουμε να συνειδητοποιήσουμε ποιος θα ήταν σήμερα ο πολιτισμός της Δυτικής Ευρώπης, αν η προ έξι αιώνων Ρωμανία δεν είχε καταστραφεί. Μπορεί κανείς να φανταστεί όχι μόνο τη Μαύρη Θάλασσα, τον Βόσπορο και τον Μαρμαρά να περιβάλλονται από προοδευτικά και πολιτισμένα έθνη, αλλά ακόμα και τα ανατολικά και νότια παράλια της Μεσογείου να έχουν επιστρέψει υπό μια καλή διακυβέρνηση και υπό μια θρησκεία η οποία δεν αποτελεί φραγμό στον πολιτισμό…».

H διάλυση τη Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οδήγησε σε μεγάλες αλλαγές στην περιοχή. Εξελίξεις που είχαν ήδη αρχίσει επιταχύνθηκαν, καθώς ο πολιτικός χώρος του Βυζαντίου διασπάστηκε σε κράτη και κρατίδια, μερικά ελληνικά, μερικά όχι, όπως η Σερβία και η Βουλγαρία. Ολόκληρες περιοχές και νησιά, μεταξύ των οποίων η Κρήτη, πέρασαν στην κυριαρχία δυτικών δυνάμεων, κυρίως των Γάλλων και των Βενετών.

Στα νησιά του Αιγαίου η λατινοκρατία διατηρήθηκε σε γενικές γραμμές μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα. Η τουρκική επέκταση στο Αιγαίο είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή κατάλυση της λατινικής κυριαρχίας.

Την περασμένη εβδομάδα είδαμε πως η κατάληψη της Κύπρου από τον βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο Α΄ Λεοντόκαρδο το 1192 οδήγησε στην Βενετοκρατία της μεγαλονήσου μέχρι το 1571, οπότε την κατέλαβαν οι Τούρκοι.

Αναφορικά με την Κρήτη, λίγο πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Λατίνους, ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αλέξιος Α΄ Άγγελος την παραχώρησε στον Βονιφάτιο Μομφερρατικό για να εξασφαλίσει τη βοήθεια των Σταυροφόρων. Ο Βονιφάτιος όμως πούλησε μυστικά την Κρήτη στους Βενετούς, καθότι μέρος του νησιού το είχαν καταλάβει οι Γενουάτες.

Ακολούθησε πόλεμος μεταξύ των δύο ιταλικών πόλεων Γένουας και Βενετίας, με τελική επικράτηση της Βενετίας, η κυριαρχία της οποίας διήρκεσε μέχρι το 1669, οπότε η Κρήτη είχε κατακτηθεί από τους Τούρκους μετά από πολυετή πολιορκία.

Στην κατοχή της Κρήτης από τους Βενετούς θα αναφερθώ την ερχόμενη εβδομάδα, και την μεθεπόμενη εβδομάδα θα σχολιάσω κάποια από τα ελληνικά βιβλία που γράφτηκαν στην Κρήτη, και αποτελούν τη γένεση της νεοελληνικής λογοτεχνίας.