Στο προηγούμενο άρθρο με τίτλο «Οι επιπτώσεις της 4ης Σταυροφορίες» μεταξύ άλλων είχα αναφέρει τα ακόλουθα:

«Αναφορικά με την Κρήτη, λίγο πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Λατίνους, ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αλέξιος Α΄ Άγγελος την παραχώρησε στον Βονιφάτιο Μπομφερρατικό για να εξασφαλίσει τη βοήθεια των Σταυροφόρων. Ο Βονιφάτιο όμως πούλησε μυστικά την Κρήτη στους Βενετούς, καθότι μέρος του νησιού το είχαν ήδη καταλάβει οι Γενουάτες. Ακολούθησε πόλεμος μεταξύ των δύο αυτών ιταλικών πόλεων, της Γένουας και της Βενετίας, με επικράτηση της Βενετίας, η κυριαρχία της οποίας διήρκεσε μέχρι το 1669, οπότε η Κρήτη είχε κατακτηθεί από τους Τούρκους μετά από πολυετή πολιορκία».

Η Κρήτη καθ’ όλη την περίοδο της Βενετοκρατίας υπήρξε η σημαντικότερη κτήση τους στη Μεσόγειο, καθότι εκεί ήταν αγκυροβολημένος ο στόλος τους για όλη την Ανατολή. Στις πρώτες δεκαετίες μετά την κατάκτηση της Κρήτης οι Βενετοί εγκαθίδρυσαν την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία λειτούργησε παράλληλα με την Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή. Η Κρήτη είχε χωριστεί στις τέσσερις ακόλουθες περιοχές: Χάνδακα, Ρέθυμνο, Χανιά και Σητεία.

Κατά τους δύο πρώτους αιώνες της Βενετοκρατίας, επικράτησε ένα πνεύμα εχθρότητας και δυσπιστίας μεταξύ των Κρητικών και των Βενετών. Οι Κρητικοί, αποκομμένοι από το πνεύμα της παράδοσης, που είχαν μεταλαμπαδεύσει βυζαντινοί λόγιοι, οι οποίοι είχαν καταφύγει στο νησί μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης 1204, δεν μπορούσαν να συμβιβασθούν με την πολιτισμική παράδοση των Βενετών. Ήταν λοιπόν φυσικό η εκπαίδευση να ακολουθήσει τα βυζαντινά πρότυπα. Τα σχολεία συνήθως λειτουργούσαν σε μοναστήρια ή ήταν εξαρτημένα από την Εκκλησία.

Με την προσάρτηση της Κρήτης στην επικράτεια της Βενετίας στάλθηκε μεγάλος αριθμός Βενετών αποίκων στο νησί. Αν και αρχικά υπήρξε μεγάλη αντίδραση των Κρητικών στην εγκατάσταση Βενετών στο νησί τους, με την πάροδο του χρόνου συμβιβάστηκαν με την παρουσία τους, ιδιαίτερα όταν διαπίστωσαν ότι οι Βενετοί ήταν διατεθειμένοι να ασπασθούν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της Κρήτης.

Στο νησί είχε επιβληθεί καθεστώς φέουδων στρατιωτικής μορφής, με διοικητικά χαρακτηριστικά ανάλογα με εκείνα της Βενετικής μητρόπολης. Ανώτατη αρχή ήταν ο δούκας με έδρα του στον Χάνδακα, και η θητεία του ήταν για δύο χρόνια. Στα υπόλοιπα διαμερίσματα Χανίων, Ρεθύμνου και Σητείας την διοίκηση ασκούσαν Βενετοί αξιωματούχοι με πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες. Γενικός στρατιωτικός διοικητής ήταν ο Καπετάνιος με έδρα τον Χάνδακα.

Στην κατώτερη ιεραρχία ανήκαν οι δικαστές, οι αγορανόμοι, και οι αστυνόμοι. Στο τέλος της θητείας τους οι ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι υπέβαλλαν στη μητρόπολη έκθεση, με στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε στο νησί, στο χώρο της αρμοδιότητάς τους, και κατέθεταν προτάσεις.

Στην ανώτατη κοινωνική βαθμίδα ανήκαν οι ευγενείς Βενετοί και οι φεουδάρχες. Αυτοί ήταν καθολικοί, άποικοι ή απόγονοι αποίκων, και είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Οι τίτλοι ευγένειας ήταν κληρονομικοί. Στους πρώτους αιώνες της Βενετοκρατίας οι ευγενείς κατείχαν τα μεγαλύτερα φέουδα.

Αριστοκράτες δεύτερης κατηγορίας ήταν οι Κρητικοί ευγενείς. Η κρητική ευγένεια απονεμόταν με διάταγμα του Δόγη σε αντάλλαγμα στρατιωτικών, πολιτικών ή και χρηματικών υπηρεσιών.

Οι κάτοικοι των πόλεων, όσοι δεν ήταν ευγενείς, ονομάζονταν πολίτες ή αστοί. Η τάξη αυτή απαρτιζόταν από δημόσιους υπαλλήλους και ελεύθερους επαγγελματίες.

Οι χωρικοί δούλευαν στα κτήματα του δημοσίου ή των ιδιωτών Βενετών, κατέβαλλαν φόρους, και ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν αγγαρείες. Η πιο βαριά αγγαρεία ήταν στις γαλέρες. Πολλές φορές σε όσους έπεφτε αυτή η αγγαρεία αναγκάζονταν, για να την αποφύγουν, να τρέπονται σε φυγή στα βουνά ή να πουλούν τα υπάρχοντά τους για να πληρώσουν αντικαταστάτες.

Η περίοδος της Βενετοκρατίας στην Κρήτη δεν ήταν ανέφελη, καθότι από το 1211 μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα στο νησί είχαν οργανωθεί διαδοχικά 27 επαναστατικά κινήματα κατά των Βενετών.

Ο πληθυσμός της Κρήτης κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας κυμαινόταν γύρω στις 200.000 κατοίκους, συμπεριλαμβανομένων και των Βενετών κατακτητών.

Ήδη από τα τέλη του 13ου αιώνα μνημονεύονται επιγαμίες μεταξύ Ελλήνων και Ενετών. Η σύσφιγξη των σχέσεων έγινε εντονότερη από τα μέσα του 16ου αιώνα, οπότε και αμβλύνθηκαν οι θρησκευτικές διαφορές, και επήλθε μια σχετική οικονομική εξίσωση Κρητικών και Βενετών, κυρίως λόγω του ανερχόμενου τουρκικού κινδύνου.

Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες της περιόδου εκείνης, με την πάροδο του χρόνου οι Βενετοί θεωρούσαν πατρίδα τους την Κρήτη, μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, και τα έθιμά τους ήταν καθαρά κρητικά.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ

Κατά τα τέλη του 15ου αιώνα, αν και οι Τούρκοι είχαν περιοριστεί σε μεμονωμένες πειρατικές επιθέσεις εναντίον της Κρήτης, όλες οι ενδείξεις έτειναν προς το συμπέρασμα ότι οι Βενετοί έπρεπε να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού.

Όταν οι Τούρκοι έδειξαν τις φανερές βλέψεις τους έναντι της Κρήτης, της μοναδικής πλέον στρατιωτικής βάσης που διέθετε η Δύση στη λεκάνη της Οθωμανικής Ανατολικής Μεσογείου, οι Κρητικοί στην μεγάλη τους πλειοψηφία στάθηκαν στο πλευρό των Βενετών.

Το 1584, ο Βενετός ιστορικός Giulio Garzoni εξέφρασε την άποψη πως οι Βενετοί της Κρήτης μπορούσαν να ονομάζονται Έλληνες, τόσο πολύ τους είχε επηρεάσει το ελληνικό στοιχείο του νησιού.

Μετά από την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους το 1453 άρχισε μια περίοδος ειρηνικής συνύπαρξης των Κρητικών με τους Βενετούς κατακτητές. Η αποκατάσταση εσωτερικής ειρήνης στην Κρήτη δημιούργησε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την πολιτιστική της ανάπτυξη, που συντελέστηκε σε δυο χρονικές περιόδους.

Η πρώτη, 15ος με τέλη 16ου αιώνα, ήταν η περίοδος της προετοιμασίας: η γλώσσα ήταν ακόμη επηρεασμένη από την κοινή της δημώδους βυζαντινής λογοτεχνίας, με πολλούς αρχαϊσμούς και στοιχεία του κρητικού ιδιώματος, αλλά στα έμμετρα έργα ο στίχος άρχισε να απαλλάσσεται βαθμιαία από τις ατέλειές του και να γίνεται πιο εύπλαστος. Με την πάροδο του χρόνου προετοιμάσθηκε το έδαφος για τη δεύτερη περίοδο, κατά την οποία γράφτηκαν τα κορυφαία έργα της πρώτης νεοελληνικής λογοτεχνίας. Την περίοδο εκείνη άξιοι λογοτέχνες, όπως ο Γεώργιος Χορτάτσης, ο Βιτσέντζος Κορνάρος κ.ά., οδήγησαν την κρητική λογοτεχνία σε μια αξιοθαύμαστη άνθηση.

Οι Κρητικοί, ως κληρονόμοι του πλούσιου βυζαντινού πολιτισμού, αφομοίωσαν και τις ευρωπαϊκές επιρροές από τους Βενετούς, και έτσι δημιούργησαν τον ιδιόμορφο Κρητικό πολιτισμό, ο οποίος αντανακλάται στα έργα της περιόδου εκείνης.

Εκείνο που εντυπωσιάζει τους μελετητές της Βενετοκρατίας στην Κρήτη είναι ο απροσδόκητα μεγάλος αριθμός εγγραμμάτων, σε όλες τις κοινωνικές τάξεις των Ελλήνων της Κρήτης κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα της Βενετοκρατίας, φαινόμενο που εμφανίσθηκε ταυτόχρονα με την ύπαρξη πλήθους ιδιωτικών διδασκάλων της λατινικής και της ελληνικής, αλλά και ειδικότερων αντικειμένων: μουσικής, ζωγραφικής, πρακτικής ιατρικής, φαρμακοποιίας, κ.ά.

Ο Μάρκος Αυγέρης στο βιβλίο του «Ζητήματα της λογοτεχνίας μας», Αθήνα 1964, γράφει στη σελίδα 84: «Μα τη μεγαλύτερη ακμή γνώρισε ο έντεχνος λόγος στην Κρήτη, ιδιαίτερα τον 17ο αιώνα, τον τελευταία της Βενετοκρατίας. Η Κρητική λογοτεχνία, γραμμένη στη γλώσσα του λαού, σημειώνει την πρώτη αξιόλογη συστηματική προσπάθεια του ελληνικού λαού, ύστερα από πολλούς αιώνες αρχαϊκής μίμησης, να δημιουργήσει έντεχνη λογοτεχνία στην προφορική γλώσσα. Επίσης το Κρητικό Θέατρο είναι το πρώτο ζωντανό θέατρο, που δημιουργεί ο ελληνικός λαός ύστερα από πολλούς αιώνες σιωπής».

Ο Λίνος Πολίτης, στο βιβλίο του «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Αθήνα 1980, στο Κεφάλαιο «Μετά την Άλωση (15ος – 17ος αιώνας)», μεταξύ άλλων γράφει και τα ακόλουθα: «Η Βενετία είναι σημαντικό κέντρο για τον ελληνισμό. Από τα τέλη κιόλας του 15ου αιώνα είχε δημιουργηθεί εκεί μια σημαντική ελληνική παροικία, με τη δική της συνοικία και την εκκλησία της, το “San Giorgio dei Greci”. Η κυριαρχία της Βενετίας στα περισσότερα ελληνικά νησιά και η γνωστή της ανεξιθρησκεία βοήθησαν στην ανάπτυξη της κοινότητας αυτής και στην εμπορική και την πνευματική της ακμή».

Κατά την άποψή μου, τα παραπάνω αποσπάσματα από το βιβλίο του Μάρκου Αυγέρη και του Λίνου Πολίτη, είναι ενδεικτικά του γεγονότος ότι στην Κρήτη, κατά τις τελευταίες δεκαετίες της Βενετοκρατίας, γράφτηκαν τα πρώτα μεγάλα έργα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σε κάποια από τα οποία θα αναφερθώ την ερχόμενη εβδομάδα.

Κλείνοντας την σημερινή αναφορά, σημειώνω πως η Κρήτη είχε κατακτηθεί από τους Τούρκους το 1669, θέτοντας έτσι τέλος στην Βενετοκρατία.