Τζέιμς Κουκ: Ο ναυτικός που έγινε αστρονόμος

Το όνομά του είναι ταυτισμένο με το ταξίδι στην Αυστραλία και την περιπέτεια, αλλά ο Βρετανός θαλασσοπόρος ήταν, επίσης, αυτοδίδακτος επιστήμονας

Ο Άγγλος πλοίαρχος, Τζέιμς Κουκ, ήταν ο αρχηγός της επιστημονικής αποστολής που παρατήρησε τη διάβαση της Αφροδίτης του 1769 από την εξωτική Ταϊτή. Στη μέση του ταξιδιού, όμως, έμαθε ότι απώτερος σκοπός αυτού του μακρινού ταξιδιού ήταν η ανακάλυψη μιας νέας ηπείρου, στο Νότιο Ημισφαίριο της Γης. Με την ευκαιρία του φαινομένου της διάβασης της Αφροδίτης τον περασμένο Ιούνιο, βρέθηκε και πάλι στο προσκήνιο το όνομα του Τζέιμς Κουκ.

Ο μεγάλος αυτός θαλασσοπόρος έμεινε στην Ιστορία όχι μόνο για την ουσιαστική συμμετοχή του στην πρώτη οργανωμένη επιστημονική παρατήρηση του φαινομένου της διάβασης της Αφροδίτης αλλά κυρίως για τα τρία μεγάλα ταξίδια του κατά τα οποία έκανε τον γύρο της Γης και χαρτογράφησε τις ακτές της Ωκεανίας. Τα μεγάλα αυτά ταξίδια του φαντάζουν σήμερα σαν παραμύθια μιας περασμένης εποχής.
 
ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
 
Την εποχή που ήμουν μαθητής του Δημοτικού διάβαζα τα βιβλία που ήταν «της μόδας» εκείνη την εποχή: μεγάλοι εφευρέτες, μεγάλοι εξερευνητές, κυνηγοί μικροβίων και, φυσικά, ο απαραίτητος Ιούλιος Βερν. Όταν, με την ευκαιρία της διάβασης της Αφροδίτης του περασμένου Ιουνίου, χρειάστηκε να ασχοληθώ με την πρώτη επιστημονικά οργανωμένη παρατήρηση αυτού του σπάνιου αστρονομικού φαινομένου, νόμισα για μια στιγμή ότι ζούσα και πάλι τα παιδικά μου χρόνια.

Ο λόγος είναι ότι συνάντησα μπροστά μου έναν άνθρωπο που συνδύαζε όλα τα χαρακτηριστικά των ηρώων των παιδικών μου χρόνων: έναν αυτοδίδακτο επιστήμονα, επαγγελματία ναυτικό, ακούραστο εξερευνητή, επιδέξιο χαρτογράφο και πρακτικό γιατρό. Τον άνθρωπο που εξερεύνησε την Αυστραλία, την Τασμανία, την Ταϊτή και τη Χαβάη και έδωσε το όνομα στα καγκουρό. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Τζέιμς Κουκ.
 
ΜΕ ΠΡΟΣΧΗΜΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

Ένα από τα πιο δυσεπίλυτα αστρονομικά προβλήματα ως τον 18ο αιώνα ήταν ο υπολογισμός των διαστάσεων του ηλιακού συστήματος. Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα ήλπιζαν οι αστρονόμοι της εποχής εκείνης να πάρουν από την ακριβή χρονομέτρηση του σπάνιου φαινομένου της διάβασης της Αφροδίτης που αναμενόταν για τις αρχές Ιουνίου του 1769 και θα ήταν ορατή μόνο από τα νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού.

Η Βασιλική Εταιρεία, η βασική επιστημονική οργάνωση της εποχής στη Μεγάλη Βρετανία, έπεισε τον βασιλιά Γεώργιο Γ’ για τη σπουδαιότητα της επιχείρησης και η οργάνωση της αποστολής ανατέθηκε από κοινού στη Βασιλική Εταιρεία και στο Ναυτικό της Μεγάλης Βρετανίας. Αρχηγός της αποστολής ορίστηκε ο Τζέιμς Κουκ, υποπλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού της Μ. Βρετανίας αλλά και ερασιτέχνης αστρονόμος. Έτσι στα τέλη Αυγούστου του 1768 το ιστιοφόρο «Endeavour» (δηλαδή, προσπάθεια) ξεκίνησε με 94 άτομα πλήρωμα για το μεγάλο ταξίδι. Ήταν ένα πλοίο χωρητικότητας μόλις 370 τόνων, ενώ για σύγκριση τα σημερινά πλοία της ελληνικής ακτοπλοΐας έχουν εκτόπισμα πάνω από 10.000 τόνους. Το «Endeavour» μετέφερε εφόδια για 18 μήνες, μεταξύ των οποίων και 10.000 κομμάτια παστού-καπνιστού κρέατος, 9 τόνους ψωμί, 5 τόνους αλεύρι, 3 τόνους ξινολάχανο, έναν τόνο σταφίδες, 250 βαρέλια μπίρα, 44 βαρέλια μπράντι και 17 βαρέλια ρούμι. Αξίζει να σημειωθεί η παρουσία του ξινολάχανου, το οποίο ο Κουκ θεωρούσε βασικό τρόφιμο για την προστασία από το σκορβούτο.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτή η ασθένεια οφείλεται στην έλλειψη βιταμίνης C και το ξινολάχανο είναι πλούσιο σε αυτό το συστατικό, γεγονός που δείχνει ότι, πέρα από τις ναυτικές και τις αστρονομικές γνώσεις του, ο Κουκ είχε και προσόντα ενός καλού πρακτικού γιατρού.
 
ΝΟΝΟΣ ΤΟΥ… ΚΑΓΚΟΥΡΟ!
 
Το «Endeavour» διέσχισε τον Ατλαντικό προς τα νότια, πέρασε από το ακρωτήριο Χορν, το νοτιότερο σημείο της Αμερικής, και έφθασε στην Ταϊτή στα μέσα Απριλίου του 1969 έπειτα από ένα ταξίδι επτάμισι μηνών. Στις 3 Ιουνίου, ημέρα της διάβασης, ο καιρός ήταν εξαιρετικός και οι παρατηρήσεις έγιναν με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες. Δυστυχώς, τα αποτελέσματα της χρονομέτρησης του φαινομένου με τα τρία τηλεσκόπια της αποστολής είχαν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους και έτσι ήταν ουσιαστικά άχρηστα.
Τελικά, ο Γάλλος αστρονόμος, Ζερόμ Λαλάντ, χρησιμοποίησε τις παρατηρήσεις της αποστολής του Κουκ μαζί με παρατηρήσεις από άλλους αστρονόμους και υπολόγισε την απόσταση Γης – Ηλίου σε 152 εκατομμύρια χιλιόμετρα έναντι της σημερινά δεκτής τιμής των 150 εκατομμυρίων χιλιομέτρων. Μετά το πέρας της αποστολής ο Κουκ άνοιξε, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε πάρει, τον σφραγισμένο φάκελο που του είχε παραδοθεί πριν από το ταξίδι. Τότε διάβασε με έκπληξη ότι πραγματικός σκοπός του ταξιδιού του δεν ήταν η παρατήρηση της διάβασης αλλά η εξερεύνηση του Νοτίου Ειρηνικού με σκοπό να ανακαλύψει μια άγνωστη έκτη ήπειρο!

Έτσι ξεκίνησε ένα νέο ταξίδι για την αναζήτηση αυτής της γης. Δεν ανακάλυψε την Ανταρκτική επειδή δεν μπόρεσε να φθάσει τόσο κοντά στον Νότιο Πόλο, μπόρεσε όμως να χαρτογραφήσει την Τασμανία, τη Νέα Ζηλανδία και μέρος της Αυστραλίας με τόση ακρίβεια ώστε οι χάρτες του ήταν εν χρήσει ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Στο έργο του αυτό βοηθήθηκε πάρα πολύ από το ναυτικό χρονόμετρο που του είχε δώσει να δοκιμάσει το βρετανικό ναυαρχείο, στην πρώτη ίσως επαγγελματική χρήση αυτού του οργάνου, που επιτρέπει στους ναυτικούς να υπολογίζουν με ακρίβεια το γεωγραφικό μήκος.

Στην Αυστραλία είδε και ένα παράξενο ζώο που στέκεται όρθιο στα δύο πόδια του. Το ονόμασε καγκουρό και ζήτησε από τον ζωγράφο που συνόδευε την αποστολή (αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν φωτογραφικές μηχανές!) να φτιάξει μια εικόνα αυτού του ζώου. Έτσι έγινε γνωστό αυτό το ζώο στις ευρωπαϊκές χώρες.

ΑΤΕΡΜΟΝΟ ΤΑΞΙΔΙ
 
Έπειτα από ενάμισι χρόνο ανεπιτυχών αναζητήσεων, αποφάσισε τελικά να επιστρέψει στη Μεγάλη Βρετανία και, μάλιστα, ταξιδεύοντας δυτικά, ώστε να ολοκληρώσει το γύρο του κόσμου. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού έκανε το ίδιο λάθος που επανέλαβε, 100 χρόνια αργότερα, ο ήρωας του Ιουλίου Βερν, ο Φιλέας Φογκ, αν και «από την ανάποδη».

Συγκεκριμένα, κάνοντας τον γύρο του κόσμου προς τα δυτικά «ξέχασε» να προσθέσει μια μέρα, όταν διέσχισε τη γραμμή αλλαγής ημερομηνίας, ενώ ο Φιλέας Φογκ, κάνοντας τον γύρο προς τα ανατολικά, ξέχασε να αφαιρέσει μία. Έφτασε στην πατρίδα του τον Ιούλιο του 1771, έπειτα από ένα ταξίδι τριών ολόκληρων ετών.
Γνωρίζοντας τις περιπέτειες που έζησε, θα περίμενε κανείς ότι το βιβλίο που γράφτηκε με βάση το ημερολόγιο του πλοίου του θα ήταν μια μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Συνέβη, όμως, το αντίθετο, επειδή οι κριτικοί το κατακεραύνωσαν για τις περιγραφές των σχέσεων των μελών του πληρώματος με τις νεαρές Ταϊτινές. Ακολούθησαν δύο ακόμη αποστολές του Κουκ για την αναζήτηση της νέας ηπείρου, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης, μάλιστα, σκοτώθηκε από ιθαγενείς της Χαβάης.


*Ο κ. Χάρης Βάρβογλης είναι καθηγητής του Τμήματος Φυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).