Γιώτα Νέγκα: “Η ξενιτιά πονάει και τον ξενιτεμένο και αυτόν που μένει πίσω”

Ενόψει των τριών συναυλιών της στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ σε Σίδνεϊ και Μελβούρνη, η Γιώτα Νέγκα συστήνεται στο κοινό της ομογένειας και προσκαλεί τον κόσμο "να έρθει με χαμόγελο και ανοιχτή καρδιά, να αφήσουμε τη μουσική να γιατρέψει πληγές και να ομορφύνει στιγμές".


Λίγες ημέρες μόνο μας χωρίζουν από το Ελληνικό Φεστιβάλ που επιστρέφει και φέτος σε Σίδνεϊ και Μελβούρνη. Βέβαια, για τη Γιώτα Νέγκα και τους συνεργάτες της, που έρχονται για πρώτη φορά στην Αυστραλία, η αντίστροφη μέτρηση έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό.

Ο τίτλος του νεότερου δίσκου της, “Αυτό που θέλεις στη ζωή το καταφέρνεις”, ταιριάζει γάντι και με το επικείμενο ταξίδι, που το επιθυμούσε, όπως είπε, από παλιά και πλέον γίνεται πραγματικότητα.

Υπάρχει μάλιστα ένας επιπλέον λόγος που αδημονεί να φτάσει στα μέρη μας, εξομολογείται στον “Νέο Κόσμο”, ελπίζοντας να συναντήσει από κοντά συγγενείς από την πλευρά της μητέρας της που είχαν μεταναστεύσει παλιότερα στους Αντίποδες.

Θεωρείται μία από τις πιο καταξιωμένες ερμηνεύτριες της σύγχρονης ελληνικής μουσικής σκηνής και όχι τυχαία μάλλον – ως κατεξοχήν λαϊκή τραγουδίστρια – ανάμεσα σε αυτά που την κάνουν να ξεχωρίζει είναι η σχέση που έχει χτίσει με το κοινό και αντανακλάται στις ζωντανές τις παραστάσεις.

Φώτο:Yiannis Margetousakis

Η Γιώτα Νέγκα θα εμφανθιστεί στην κεντρική σκηνή του Ελληνικού Φεστιβάλ επί της Lonsdale Street στη Μελβούρνη (Σάββατο 29 Φεβρουαρίου) και στο Darling Harbour του Σίδνεϊ (Κυριακή 1 Μαρτίου) υπό τη διοργάνωση των Ελληνικών Κοινοτήτων Βικτώριας και ΝΝΟ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Μια ιδέα της Μελίνας Μερκούρη κάνει τη Μελβούρνη ελληνική κάθε χρόνο για ένα Σαββατοκύριακο

Η “πρόγευση” θα δοθεί σε συναυλία, επίσης στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, που θα λάβει χώρα την Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου στο The Factory Theatre στο προάστιo Marickville του Σίδνεϊ.

Ποιο είναι το συναίσθημα που πρωτοστατεί όταν σκέφτεσαι την επικείμενη επίσκεψή σου;
Έχω μια ανυπομονησία […]Η Αυστραλία είναι στο άλλο ημισφαίριο και ξέρω ότι δεν έχουν πολλοί συνάδελφοι την ευκαιρία να έρθουν. Ήταν διακαής μου πόθος εδώ και αρκετά χρόνια και πραγματικά όταν έμαθα ότι θα έρθω δεν το πίστευα. Χαίρομαι που τα καινούρια μου τραγούδια θα ταξιδέψουν τόσο μακριά.

Τί θα μας παρουσιάσεις;
Οι συναυλίες θα περιλαμβάνουν τραγούδια δικά μου και κάποια πολύ γνωστά και αγαπημένα μου. Θα υπάρχει ένα κομμάτι δηλαδή με λαϊκά τραγούδια της συγκίνησης, που τραγουδάμε όλοι μαζί, όπως Βασίλη Τσιτσάνη και Άκη Πάνου, ένα ρεπερτόριο που δεν λείπει ποτέ από τα προγράμματά μου. Τα σημερινά τραγούδια συναντούν το χθες που δεν το ξεχνάμε ποτέ. Δεν θα αφήσουμε απ’ έξω για παράδειγμα τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Βίκυ Μοσχολιού, τον Γιώργο Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου, όλες αυτές τις σπουδαίες φωνές που είναι μες στην καρδιά μας.

Φώτο:Yiannis Margetousakis

Θα γνωρίζεις μάλλον πως το κοινό της ομογένειας εδώ απαρτίζεται τόσο από μετανάστες πρώτης γενιάς και τους απογόνους τους όσο και από νεοφερμένους. Η έννοια της ξενιτιάς, και του αποχωρισμού γενικότερα, είναι κάτι που φιγουράρει στα τραγούδια σου; Σε αγγίζει εσένα προσωπικά ως καλλιτέχνιδα?
Φυσικά και όλους μας αγγίζει. Στα τραγούδια μου θεματολογικά δεν κυριαρχεί αλλά υπάρχει, γιατί, ξέρετε, όσο αφορά τον ξενιτεμένο και τον πονάει αφορά και αυτόν που μένει πίσω. Και όλοι στις οικογένειές μας έχουμε αυτό το αγκαθάκι, αυτή τη λαχτάρα, γιατί όλοι έχουμε ανθρώπους δικούς μας που ζουν σε άλλες χώρες και δεν είναι κοντά μας. Οπότε και η μία μεριά και η άλλη το βιώνει βαθιά, δεν θα μπορούσα να το παραλείψω από την παράσταση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Όλα έτοιμα για το Φεστιβάλ Αντίποδες της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης

Έχεις μια σταδιοδρομία δεκαετιών στο λαϊκό πεντάγραμμο. Εσύ θα συστηνόσουν ως κατεξοχήν λαϊκή τραγουδίστρια ή θα απεύφεγες να βάλεις “ταμπέλα”;
Ο πυρήνας μου είναι λαϊκός, στο σπίτι άκουγα από μικρή λαϊκά τραγούδια. Αγαπώ πάρα πολύ το λαϊκό μας τραγούδι και το θεωρώ δικό μου πράγμα. Όμως, μεγαλώνοντας άκουσα και θέλησα να εκφραστώ και πιο συναισθηματικά να πειραματιστώ. Αγαπώ πάρα πολύ τη ροκ, αγαπώ πάρα πολύ την τζαζ, και μαζί με το λαϊκό θεωρώ ότι είναι πολύ συγγενικά είδη, έχουν έναν κοινό κώδικα. Θα ήθελα να μην υπάρχει ο χαρακτηρισμός μόνο λαϊκή, αλλά δεν θα λείπει ποτέ από τις παραστάσεις μου. Γιατί έτσι γεννήθηκα, μέσα στο λαϊκό τραγούδι.

Ποιο είναι το πρώτο τραγούδι που σε σημάδεψε;
Ήμουν 8 χρονών περίπου και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ο μπαμπάς μου έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε το «Κάπου νυχτώνει» του Σταύρου Κουγιουμτζή. Το είχα μάθει και το τραγουδούσα μαζί του, ήμουνα κουλουριασμένη στα πόδια του. Και κάποια στιγμή μου λέει «έλα πες στο κι εσύ» και στο ρεφραίν η φωνίτσα μου η λεπτή δυσκολευόμουν και δεν έβγαινε και θυμάμαι χαρακτηριστικά να μου λέει «μπορείς παιδί μου, εγώ στο λέω». Ξέρεις, κάθε φορά που τα πράγματα δυσκολεύουν ακούω τη φωνή του να μου λέει «μπορείς παιδί μου και παίρνω δύναμη»

Πότε ξεκίνησες το επαγγελματικό τραγούδι;
Θυμάμαι τον εαυτό μου να τραγουδάει όλη του τη ζωή στο σπίτι στις συναντήσεις τις οικογενειακές, αλλά επαγγελματικά ξεκίνησα το ’90 φτιάχοντας με φίλους έναν χώρο στο Μοσχάτο, το Έμμετρο. Ήταν καθοριστικό στην πορεία μου γιατί είχα βήμα και σ’ αυτόν τον χώρο μπόρεσα και να πειραματιστώ και να ταξιδέψω με συναδέλφους και με τον κόσμο και ήτανε πολύ μεγάλο σχολείο αυτό το ξεκίνημα.

Σε αυτή τη Γιώτα που ξεκινούσε τότε η Γιώτα του σήμερα τί θα της έλεγε;
Θα της έλεγα ότι όπως ξεκινήσαμε μαζί με τα παιδικά όνειρα και την ίδια λαχτάρα και αγάπη για το τραγούδι, έτσι και μέχρι σήμερα δεν έχει αλλάξει τίποτα. Εξακολουθώ να αισθάνομαι άλλοτε 8, άλλοτε 15 χρονών και προσπαθώ η καρδιά μου να μένει φρέσκια, να το αγαπώ με τον ίδιο τρόπο και να το αντιμετωπίζω κάθε φορά σαν να είναι η πρώτη φορά.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει, αλλά και τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Έχει πλουτίσει η ζωή μου από ανθρώπους, από τραγούδια, από αγάπη, από υποστήριξη. Και είμαι ευγνώμων πολύ γι’ αυτό.

Με τη Δήμητρα Γαλάνη και την Ελένη Τσαλιγοπούλου. Φώτο: Yiannis Margetousakis.

Από αυτόν τον πλούτο εμπειριών, αναλογιζόμενη τις φωνές και τις συνεργασίες που υπήρξαν καθοριστικές στην πορεία σου, μπορείς να αναφέρεις δύο-τρία ονόματα ενδεικτικά;
Ένα τέτοιο άτομο που πραγματικά υπήρξε καθοριστικό και λειτούργησε και λειτουργεί για μένα ως φίλος, συνοδοιπόρος και δάσκαλος είναι ο Σταμάτης Κραουνάκης, ο οποίος μου έκανε ξεκάθαρο το ‘γιατί είμαι πάνω στη σκηνή’, ενώ το έκανα ας πούμε ενστικτωδώς μου το ανέλυσε και το κατανόησα, είναι σπουδαίος δάσκαλος.
Ένας άλλος άνθρωπος με τον οποίο συνεργαστήκαμε και θαύμασα τη σοβαρότητα, την καλλιτεχνική αρτιότητα και την καθαρότητα που τη διακρίνει ως άνθρωπο, είναι η Δήμητρα Γαλάνη.
Μεγάλο σχολείο επίσης, στον τρόπο που αγαπά απόλυτα τη δουλειά του, αναζητά την τελειότητα και έχει απέραντο σεβασμό στα τραγούδια και στον κόσμο που έρχεται να τον δει είναι ο Γιώργος Νταλάρας. Δεν σταματάει ο κατάλογος, δοξα τω Θεώ εχω συναντήσει πολύ σπουδαίους ανθρώπους.

Παρότι τραγουδάς πολλά χρόνια επαγγελματικά, η είσοδος στη δισκογραφία ήρθε αργότερα, το 2003. Σε ρωτούν συχνά γιατί και έχεις πει ότι ήταν θέμα συγκυριών. Γιατί πιστεύεις ότι ο κόσμος “στέκεται” σε αυτό, είναι σημαντικό για έναν καλλιτέχνη να έχει δικά του τραγούδια; Είναι θέμα αναγνωρισιμότητας;
O δρόμος του καθενός έχει τα δικά του μονοπάτια και τις δικές του χρονικές στιγμές. Κάποιες σταδιοδρομίες ξεκινάνε από πολύ νωρίς, από νεαρή ηλικία, με αναγνωρισιμότητα και δισκογραφία και άλλες όχι. Μια τέτοια περίπτωση, ας πούμε, σαν τη δική μου, όπου η δισκογραφία ήρθε αργότερα παρότι τραγουδούσε πολλά χρόνια ήταν ο Πασχάλης Τερζής. Έχουμε δει λοιπόν τέτοια παραδείγματα. Εάν με ρωτούσες πριν από 10 χρόνια θα είχα διαφορετική αντίληψη για το θέμα, γιατί ανυπομονούσα και ήθελα τα δικά μου τραγούδια. Τώρα σήμερα που μιλάμε βέβαια και μου έχουν χαριστεί πράγματα, μου έχουν πραγματοποιηθεί όνειρα, δεν έχω κανένα παράπονο. Γι’ αυτό και είμαι απόλυτα πεπεισμένη ότι η ζωή ξέρει πότε να φέρει τα πράγματα και έχει τον δικό της τρόπο και τον δικό της χρόνο και το αποδέχομαι αυτό με χαρά και ευγνωμοσύνη.
Τώρα για την αναζήτηση των προσωπικών τραγουδιών, από ένα σημείο και μετά δεν μου έφτανε να αναπαράγω – με τον δικό μου τρόπο βέβαια και τη δική μου αλήθεια – αγαπημένα τραγούδια που με συγκινούσαν. Ποθούσα πάντα – και κάθε τραγουδιστής το ποθεί – να του δώσει ένας δημιουργός ένα τραγούδι που δεν έχει ξανατραγουδηθεί και να γίνει εκείνος η φωνή του, να προσπαθήσει να μπει στον κόσμο του δημιουργού και να του δώσει για πρώτη φορά ζωή και ήχο. Αυτό το θέλουμε όλοι, ξέρετε, είναι μια γέννα το τραγούδι, ένα μωρό και εκείνη τη στιγμή γίνομαι ο μαιευτήρας […] Έτσι λοιπόν, ήταν πάντα σημαντικό και το ποθούσα και αυτό το όνειρο πραγματοποιήθηκε επίσης.

Φωτο: Vasiliki Souvatzi

Έχεις τη φήμη ότι στη σκηνή αποπνέεις έναν αέρα δυναμισμού και χαλαρότητας. Είσαι έτσι και πριν “ανέβεις” ή έχεις τρακ;
Έχω πάντα τρακ πριν εμφανιστώ. Ξέρω βαθιά μέσα μου ότι στη ζωή τίποτα δεν είναι δεδομένο και κάθε φορά που μπαίνω σε αυτή τη διαδικασία είναι σαν να είναι η πρώτη φορά. Eίμαι πάντα συγκεντρωμένη για να μπορέσω να διοχετεύσω όλη μου την ενέργεια στον κόσμο, για να “ενωθούμε” μέσα από αυτό. Γιατί, εμείς είμαστε πάντα ο πομπός και το ζητούμενο είναι με τον δέκτη να γίνουμε όλοι ένα. Και κάθε φορά “μπαίνω” σε αυτό με την ίδια λαχτάρα από το μηδέν. Πάνω στη σκηνή νιώθω ότι αγαπώ όλο τον κόσμο από κάτω, αλλά και εγώ όταν συναντιέμαι με τον κόσμο από κοντά εισπράττω την ίδια αγάπη. Οπότε αυτή η κατάσταση η ψυχική δεν μπορεί να αλλάξει, γιατί είμαστε πια όλοι συνδεδεμένοι μέσα από τη μουσική, υπάρχει μια βαθιά αγάπη και γι’ αυτό επίσης είμαι ευγνώμων πολύ.

Να κλείσουμε με ένα μήνυμα στον κόσμο που θα έρθει να σε δει;
Θέλω να τους πω ότι ανυπομονώ να τους συναντήσω όλους, θέλω να δω τα μάτια τους, να συνδεθούμε με τη μουσική[…] Θέλω να έρθουν με χαμόγελο, ανοιχτή καρδιά και να αφήσουμε τη μουσική να γιατρέψει πληγές και να ομορφύνει στιγμές.