Μια αιχμηρή ανάρτησή στα social media του frontman του συγκροτήματος «Μέλισσες», Χρήστου Μάστορα, για το θέμα της κατάργησης των άδικων ρυθμίσεων που είχαν θεσπιστεί από τον Γιώργο Κατρούγκαλο για την ασφάλιση χιλιάδων ομογενών από τη Βόρειο Ήπειρο, ήταν αρκετή για να υπάρξει παρέμβαση του πρωθυπουργού και να δοθεί λύση.

«Τη στιγμή που σας γράφω, βράζω μέσα μου από θυμό. Με το ζόρι καταφέρνω να πληκτρολογήσω. Η λέξη “Βορειοηπειρώτης” δεν είναι συνώνυμη με τη λέξη “Νοτιοαλβανός”. Μιλάμε για τους Έλληνες που έχουν τη γλώσσα τους ελληνική και την κουλτούρα τους ηπειρώτικη». Έτσι ξεκινούσε την επίμαχη ανάρτησή του ο δημοφιλής καλλιτέχνης ζητώντας από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να δώσει λύση.

Μετά τον θόρυβο που προκλήθηκε, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, ανακοίνωσε την επίλυση του προβλήματος, ενώ και ο ίδιος ο πρωθυπουργός επικοινώνησε με τον δημοφιλή τραγουδιστή, τονίζοντάς του ότι αντιλαμβάνεται πλήρως τον θυμό και την οργή που εξέφρασε με τη συγκεκριμένη ανάρτηση.

Η δημόσια παρέμβαση του Χρήστου Μάστορα προκάλεσε την επιδοκιμασία εκατοντάδων ακολούθων στα social media, ανάμεσά τους και πολλοί γνωστοί καλλιτέχνες.

Στο πρόσωπο του νεαρού καλλιτέχνη οι συμπατριώτες του βλέπουν έναν άνθρωπο που με τις δημόσιες παρεμβάσεις του και χωρίς κανένα απολύτως κόμπλεξ στο να αποκαλεί την ιδιαίτερη πατρίδα του Βόρειο Ήπειρο πετυχαίνει και φέρνει στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας θέματα που τους απασχολούν.

Με τον Γιώργο Νταλάρα επί σκηνής. Φώτο: Facebook

ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ

Ο Χρήστος Μάστορας όχι μόνο δεν διανοήθηκε να κρύψει ποτέ την καταγωγή του από τη Βόρειο Ήπειρο, αλλά είναι από τους λίγους Βορειοηπειρώτες που μιλούν δημόσια για θέματα που αφορούν την ιδιαίτερη πατρίδα του, τους Έλληνες κατοίκους της και την αντιμετώπισή τους τόσο από την Αλβανία όσο και από την Ελλάδα.

«Είμαι Έλληνας Βορειοηπειρώτης και είμαι περήφανος για την καταγωγή μου. Έμαθα από την οικογένειά μου να μην κρύβομαι ή να διαπραγματεύομαι» δήλωσε ο ίδιος σε παλαιότερη συνέντευξή του απαντώντας σε… ψιθύρους lifestyle εντύπων και εκπομπών για την καταγωγή του, η οποία είναι από το Βοδίνο της Άνω Δρόπολης.

Είναι ένα μικρό χωριό, εντός της αναγνωρισμένης από τα Τίρανα μειονοτικής περιοχής, που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τα ελληνοαλβανικά σύνορα και τον μεθοριακό σταθμό Κακαβιάς. Λόγω θέσης, το χωριό, που είναι χτισμένο με πέτρα με τη χαρακτηριστική ηπειρωτική αρχιτεκτονική, αποκαλείται και «μπαλκόνι της Δρόπολης» και έχει πανοραμική θέα προς την εύφορη πεδιάδα της περιοχής, αλλά και τα ελληνικά βουνά της Μουργκάνας, ακριβώς απέναντι. Πριν από το 1990 αριθμούσε περισσότερους από 500 κατοίκους, αλλά σήμερα ο μόνιμος πληθυσμός δεν ξεπερνάει τους 40, ηλικιωμένους στη συντριπτική πλειονότητα.

Ο Χρήστος Μάστορας ατενίζοντας από το Βοδίνο, το «μπαλκόνι της Δρόπολης», την πανοραμική θέα προς την εύφορη πεδιάδα αλλά και τα ελληνικά βουνά της Μουργκάνας, ακριβώς απέναντι

«Οι παππούδες μας, που μας λένε ιστορίες γεμάτες σοφία και διδάγματα, είναι μηχανές του χρόνου», έγραψε σε παλαιότερη ανάρτησή του ο Χρήστος Μάστορας, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στις ρίζες του. Τους προπαππούδες, παππού Βαγγέλη και τη μάνα Τσάντα (Αλεξάνδρα), και στους παππούδες του, γιαγιά Αμαλία και παππού Χρήστο, που έχει και το όνομά του.

Ο προπάππους Βαγγέλης Κωτσιάς, που δεν είναι πλέον στη ζωή, γεννήθηκε στο Βοδίνο το 1916, τρία χρόνια αφότου το χωριό επιδικάστηκε με την υπόλοιπη Βόρειο Ήπειρο στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Ολόκληρη η ζωή του στη συνέχεια ήταν ταυτόσημη με τη μοίρα του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού, με λίγες χαρές και πολλές πίκρες. Παλικάρι 25 ετών ήταν το 1941, όταν με τους άλλους συγχωριανούς του υποδέχτηκαν στο χωριό τους ελευθερωτή ελληνικό στρατό κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Δίπλα στην εκκλησία του χωριού, την Αγία Παρασκευή, έκλαψαν και έθαψαν τρεις Έλληνες στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια του πολέμου.

Σε εκδήλωση του Δήμου Αθηναίων για το νέο έτος 2020, με μέλη του συγκροτήματος “Μέλισσες” και τον δήμαρχο Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη. Φώτο: Facebook

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

Στα πέτρινα χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα που ακολούθησαν, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο μπαρμπα-Βαγγέλης στοχοποιήθηκε από το καθεστώς και μετά από συνοπτική δίκη καταδικάστηκε ως εχθρός του κόμματος σε ποινή φυλάκισης 15 ετών και οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στις άθλιες φυλακές του Σπατς στη Βόρεια Αλβανία. Για έντεκα χρόνια εργάστηκε κάτω από άθλιες συνθήκες στις σκοτεινές σήραγγες, βγάζοντας χρώμιο και νικέλιο σε υψόμετρο πάνω από 1.500 μ. Οι κρατούμενοι στο Σπατς ήταν στην πλειονότητά τους Έλληνες, πολλοί εκ των οποίων δεν άντεξαν και άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή. Ήταν μια δύσκολη εποχή για τον ίδιο αλλά και για τη σύζυγό του Αλεξάνδρα, που πήρε τα τρία τους παιδιά -Αμαλία, Δημήτρη και Βασίλη- και εγκαταστάθηκαν στο μακρινό Λάτσι, 55 χλμ. από τις φυλακές του Σπατς.

Κάτω από πολλές δυσκολίες η οικογένεια κατάφερε να επιβιώσει στον αλβανικό Βορρά. Στο Λάτσι η Αμαλία γνώρισε τον Χρήστο Μάστορα, παππού του καλλιτέχνη, και ένωσαν τις ζωές τους φέρνοντας στον κόσμο τα δύο παιδιά του, τον Άλφρεντ και την Αννίτα, που μεγάλωσαν με αγάπη και πολλές στερήσεις.

Mε τη λατρεμένη του γιαγιά Αμαλία

Ο Άλφρεντ, αν και άριστος μαθητής, δεν του επιτράπηκε από το καθεστώς να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο λόγω οικογενειακής «προϊστορίας». Αργότερα κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του ως μηχανικός μεταλλειολόγος, επάγγελμα που άσκησε στην Αλβανία και μετά το 1990 στην Ελλάδα. Τα δύσκολα αυτά χρόνια μοναδική παρηγοριά είναι η παραδοσιακή ηπειρώτικη μουσική που το άκουσμά της λείαινε τις πίκρες και τις αγωνίες. Με την ηπειρώτικη μουσική μεγάλωσε και ο Χρήστος Μάστορας, που τη θεωρεί κομμάτι της κουλτούρας του, δίνοντας μεγάλη σημασία στην παράδοση.

Το 1971 ο μπαρμπα-Βαγγέλης αποφυλακίστηκε πρόωρα και επέστρεψε μόνιμα στο Βοδίνο, όπου έζησε έως τα βαθιά του γεράματα. Απεβίωσε το 2003 σε ηλικία 87 ετών. Ο Χρήστος Μάστορας μιλάει πάντα με νοσταλγία για τον προπάππου Βαγγέλη και τα όσα δύσκολα πέρασε τα πέτρινα χρόνια στη φυλακή-κολαστήριο του Σπατς – και όχι μόνο.

Δεν πέφτει καρφίτσα σε συναυλία των “Μελισσών”. Φώτο: Facebook

ΣΤΟ ΚΟΥΚΑΚΙ

Οι γονείς του καλλιτέχνη Άλφρεντ και Ντονίκα γνωρίστηκαν στο μακρινό Λάτσι και με τις ευλογίες το κόμματος ένωσαν τις ζωές τους, φέρνοντας το 1986 στον κόσμο το πρώτο τους παιδί. Ήταν μια εποχή όπου τα θεμέλια του καθεστώτος άρχισαν να τρίζουν. Λίγο αργότερα γεννήθηκε και η αδελφή του Αμαλία.

Σε ηλικία μόλις 2 ετών, ο Χρήστος ήρθε αντιμέτωπος με ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Ένα είδος λευχαιμίας που χρειαζόταν συνεχείς μεταγγίσεις αίματος αφού δεν είχε καθόλου ερυθρά αιμοσφαίρια. Οι γιατροί στο νοσοκομείο των Τιράνων όπου νοσηλευόταν τον είχαν ξεγράψει, ευελπιστώντας σε ένα θαύμα, που τελικά ήρθε από έναν ιδιοφυή αλλά παρεξηγημένο ιδιώτη γιατρό -με το όνομα Αχιλλέας- ο οποίος ζούσε σε διπλανό χωριό στη Δρόπολη.

Ο γιατρός αυτός ήταν περιζήτητος στη μειονότητα και ο πατέρας του Χρήστου ταξίδεψε χιλιόμετρα μακριά προκειμένου να τον συναντήσει και να του δείξει τις εξετάσεις. Ο Αχιλλέας κλείστηκε στο εργαστήριό του και παρασκεύασε ένα φάρμακο από βότανα, το οποίο έδωσε στον Άλφρεντ Μάστορα λέγοντάς του να το πίνει το παιδί κρυφά από τους γιατρούς. Όπως και έγινε, με αποτέλεσμα μέσα σε λίγες εβδομάδες το πρόσωπο του 2χρονου Χρήστου να κοκκινίσει και πάλι, κάνοντας τους γιατρούς του νοσοκομείου να μιλούν για θαύμα.

Η πτώση του καθεστώτος, το άνοιγμα των συνόρων και ο πόθος για έναν καλύτερο τρόπο ζωής οδήγησε την οικογένεια Μάστορα στην Ελλάδα. Ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή για τον μικρό Χρήστο και την οικογένειά του όταν περνούσαν τα σύνορα της Κακαβιάς και πατούσαν για πρώτη φορά το ελληνικό έδαφος. Τελικά το Βοδίνο ήταν τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά από την Ελλάδα τα δύσκολα και πέτρινα χρόνια που προηγήθηκαν.

Με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη και την Χαρούλα Αλεξίου. Φώτο: Facebook

H ανάρτηση της… αγανάκτησης στα social media που προκάλεσε την παρέμβαση του ίδιου του πρωθυπουργού για να διορθωθεί η αδικία

Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Κουκάκι, όπου έστησαν τη νέα τους ζωή. Δύσκολα αλλά με αξιοπρέπεια και μεγαλώνοντας με αγάπη τα δύο τους παιδιά.

Ο πατέρας του, Άλφρεντ, ήταν αυτός που του μετέδωσε την αγάπη για τη μουσική, και ειδικά για την κιθάρα, με την οποία τον νανούριζε μωρό. «Ήμουν μωράκι και ο πατέρας μου από δίπλα κρατούσε μια ηλεκτρική κιθάρα, την οποία έμαθα αργότερα ότι την είχε φτιάξει μόνος του. Ήμουν σχεδόν κρεμασμένος από το μπράτσο της κιθάρας. Ο ήχος της με τρέλαινε», εξομολογήθηκε ο Χρήστος σε παλαιότερη συνέντευξή του, τονίζοντας ότι από τότε που θυμάται τον εαυτό του ήξερε πως θα γίνει κιθαρίστας.

Συγγενείς θυμούνται τον Χρήστο μικρό παιδί ακόμη, με τα ξαδέλφια του στο δωμάτιό του, να δίνει μουσικές παραστάσεις ενώπιόν τους εισπράττοντας το χειροκρότημά τους. Στο Δημοτικό δημιουργεί με δύο φίλους του μουσικό γκρουπ γράφοντας και ερμηνεύοντας στίχους πάνω στις έτοιμες μελωδίες ενός αρμόνιου του πατέρα του.

Την ίδια εποχή ξεκινάει μαθήματα κιθάρας και μεγαλώνοντας αρχίζει να τον συναρπάζει η μουσική metal, που στάθηκε καθοριστική στο να ασχοληθεί με την ηλεκτρική κιθάρα και τη μετέπειτα εξέλιξή του. Στο Γυμνάσιο κλειδώνεται με τις ώρες στο δωμάτιό του και πειραματίζεται ηχογραφώντας ελληνικές και ξένες επιτυχίες. Πνεύμα ανήσυχο, με μια ηλεκτρική κιθάρα θα ξεκινήσει να ηχογραφεί σε υπολογιστή δημιουργώντας δικά του τραγούδια, ενώ όταν έφτασε στο Λύκειο δημιούργησε την πρώτη του μπάντα, τους True Illusion.

Γράφοντας στίχους και ερμηνεύοντας τα τραγούδια του, ξεκινάει να εμφανίζεται σε μουσικές σκηνές για ροκ και έντεχνη μουσική, αρχικά Τετάρτες και μετά Σαββατοκύριακα, αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις για τις φωνητικές του ικανότητες αλλά και για το dress code του: άσπρο καπέλο και τιράντες. Μέχρι τα 22 του ήταν στραμμένος κυρίως στο ξένο ρεπερτόριο. Ακόμη και όταν δημιουργήθηκαν τo 2008 οι Μέλισσες, τα πρώτα τραγούδια είχαν καθαρά ποπ μορφή. Ωστόσο, στην πορεία οι έξωθεν επιρροές λειάνθηκαν και το σχήμα ακολούθησε τη θεαματική μουσική πορεία που γνωρίζουμε.

*Πηγή: «Πρώτο Θέμα».