Από τις 2 μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 2019 στην Μαδρίτη της Ισπανίας είχε διοργανωθεί από τον ΟΗΕ (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών) η Παγκόσμια Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή, γνωστή ως COP25 στην αγγλική γλώσσα. Αυτή ήταν η 25η παγκόσμια διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή.

Στην εν λόγω Διάσκεψη συμμετείχαν αντιπρόσωποι των 200 χωρών που από τις 30 Νοεμβρίου μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου του 2015 είχαν πάρει μέρος στην Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα στο Παρίσι.

Στην Διάσκεψη της Μαδρίτης συμμετείχε και η Γκρέτα Τούνμπεργκ, η νεαρή Σουηδή ακτιβίστρια για την προστασία του κλίματος. Όταν πήρε τον λόγο, χωρίς περιστροφές κατηγόρησε τις παγκόσμιες δυνάμεις ότι προσπαθούν να βρουν «παραθυράκια» προκειμένου να μην πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες αλλαγές.

Στην ομιλία της μεταξύ άλλων ανέφερε και τα ακόλουθα:

«Ο πραγματικός κίνδυνος είναι όταν οι πολιτικοί και τα στελέχη των επιχειρήσεων προσποιούνται ότι δραστηριοποιούνται, ενώ στην πραγματικότητα δεν κάνουν τίποτα άλλο πέρα από δημόσιες σχέσεις. Είμαι σίγουρη ότι αν ο κόσμος άκουγε τι συνέβαινε και τι λεγόταν κατά τη διάρκεια αυτών των συναντήσεων, θα ένιωθε οργή. Οι διασκέψεις για την κλιματική αλλαγή μοιάζουν να έχουν εξελιχθεί σε ευκαιρίες για τα κράτη ώστε να αναζητήσουν παραθυράκια».

Στην συνέχεια η Γκρέτα επισήμανε ότι ‘οι δείκτες του ρολογιού κινούνται απειλητικά, καθώς προσεγγίζουμε το τέλος της δεκαετίας’. Σε μόλις τρεις εβδομάδες θα ξεκινήσει μια νέα δεκαετία, τόνισε, στην οποία θα πρέπει να καθορίσουμε το μέλλον μας.

Έπειτα από δύο εβδομάδες διαπραγματεύσεων, η διάσκεψη της Μαδρίτης απέτυχε να καταλήξει σε μια συμφωνία για τους κανόνες των διεθνών αγορών άνθρακα, και για το πώς θα χρηματοδοτηθούν οι πιο φτωχές χώρες, προκειμένου να περιορίσουν τις δραστηριότητες που προκαλούν την κλιματική αλλαγή.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2019 εκατομμύρια νέοι σε όλο τον κόσμο είχαν διοργανώσει διαμαρτυρίες για την απροθυμία της διεθνούς κοινότητας να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα, αν όχι για την πρόληψη της κλιματικής αλλαγής, τουλάχιστον για τον μετριασμό των καταστρεπτικών συνεπειών της.

Μετά το τέλος αυτής της διάσκεψης, η οποία είχε υπερβεί κατά 40 και πλέον ώρες το αρχικό της πρόγραμμα, στα κείμενα που είχαν εγκριθεί για δημοσιοποίηση δεν γινόταν λόγος για συγκεκριμένες και άμεσες ενέργειες για την αντιμετώπιση του μεγάλου αυτού περιβαλλοντικού προβλήματος.

Λίγο μετά το τέλος της διάσκεψης ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ για το κλίμα, Αντόνιο Γκουτέρες, εξέφρασε την απογοήτευσή του ως ακολούθως: «Η διεθνής κοινότητα έχασε μια σημαντική ευκαιρία προκειμένου να αποδείξει ότι έχει μεγαλύτερες φιλοδοξίες στον τομέα της μείωσης των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου, της προσαρμογής και της χρηματοδότησης της κλιματικής κρίσης. Δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε, και δεν θα εγκαταλείψω».

Όπως ήταν αναμενόμενο, σχεδόν καμία από τις μεγάλες χώρες που συμβάλλουν σε σημαντικό βαθμό στην κλιματική αλλαγή, δεν έκανε κάποια σχετική ανακοίνωση για την ανάγκη αύξησης των προληπτικών μέτρων, ούτε έδωσε κάποια σαφή ένδειξη για μια τέτοια πρόθεση κατά τη διάρκεια του 2020.

Για τις ΗΠΑ δεν πρέπει να μας παραξενεύει αυτό, καθότι ήδη ο Πρόεδρός τους Ντόναλντ Τραμπ έχει δηλώσει πως η χώρα του αποχώρησε από την Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.

Προφανώς, η διάσκεψη της Μαδρίτης άφησε τη λήψη δεσμευτικών αποφάσεων για την κλιματική αλλαγή στην Γλασκώβη, την μεγαλύτερη πόλη της Σκωτίας, όπου κατά το τέλος του 2020 θα γίνει η επόμενη διάσκεψη.

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ Η ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ο οποίος είναι οργανισμός του ΟΗΕ, η κλιματική αλλαγή, εκτός από τις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, βλάπτει και την υγεία, καθώς ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι υποφέρουν από θερμοπληξία, από ακραίες καιρικές συνθήκες, και από ασθένειες που μεταδίδονται από τα κουνούπια, μεταξύ των οποίων και η ελονοσία.

Σύμφωνα με δημοσίευμα στην αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα στην έκδοση της 4ης Δεκεμβρίου 2019, ο ΠΟΥ υπέβαλε έκθεση στην διάσκεψη της Μαδρίτης, στην οποία καλούνταν οι διάφορες κυβερνήσεις να εκπληρώσουν τους φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, σημειώνοντας ότι ένα εκατομμύριο ζωές θα μπορούσαν να σώζονται ετησίως μόνο μέσω της μείωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

Η αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή, στην έκδοση της 8ης Δεκεμβρίου 2019 δημοσίευσε άρθρο του Μάνφρεντ Βέμπερ, ο οποίος είναι ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε τα ακόλουθα:

{…} «H Ευρώπη ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από τη Συμφωνία του Παρισιού. Έκτοτε, παρά την αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Συμφωνία, έχει γίνει ευρύτερα συνειδητή η ανάγκη για άμεση δράση απέναντι στην επείγουσα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Το μήνυμα της επιστήμης είναι πλέον ξεκάθαρο: η κλιματική αλλαγή είναι η κορυφαία προτεραιότητα της εποχής μας. Ως μηχανικός περιβάλλοντος, κατανοώ το πρόβλημα. Ως κοινοβουλευτικός, βλέπω πόσο επείγον είναι να αναλάβουμε δράση. Η Ευρώπη πρέπει να συνεχίσει να ηγείται στη μάχη για το κλίμα, γιατί τα χρονικά περιθώρια στενεύουν».

{…} «Η Ευρώπη ήδη είναι φάρος σε ό,τι αφορά τα περιβαλλοντικά στάνταρ, αλλά μπορούμε να κάνουμε περισσότερα. Με ένα κοινό όραμα, μπορούμε να αφήσουμε τον Πλανήτη μας καλύτερο από ό,τι τον βρήκαμε. Αν δεν το κάνουμε εμείς, ποιος θα το κάνει; Η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει αυτήν την ευθύνη και ο ευρωπαϊκός μας τρόπος ζωής έχει όλα τα εχέγγυα για να τα καταφέρουμε. Μπορούμε να φτιάξουμε ένα ασφαλές σπίτι για τα παιδιά μας, αν το κάνουμε μαζί».

Ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός πριν μερικές ημέρες επιβεβαίωσε πως το 2019 ήταν η δεύτερη θερμότερη χρονιά που έχει καταγραφεί ποτέ, και η θερμότερη χρονιά της πενταετίας, και τόνισε ότι από το 1980 και μετά, η κάθε δεκαετία είναι θερμότερη της προηγούμενης. Συγκεκριμένα, οι τέσσερις τελευταίες δεκαετίες υπήρξαν οι πιο ζεστές που έχουν καταγραφεί στη Γη.

Σύμφωνα με τον ίδιο οργανισμό, η τάση αυτή δεν θα αλλάξει εξαιτίας του επιπέδου της συγκέντρωσης των αερίων του θερμοκηπίου που παγιδεύονται μέσα στην ατμόσφαιρα. Συνεπώς, μέσα στα επόμενα χρόνια η ανθρωπότητα καλείται να αντιμετωπίσει «θερμικές εισβολές», οι οποίες θα οδηγήσουν σε μία σειρά από κλιματικές ανωμαλίες.

Τα νέα κλιματικά μοντέλα πάνω στα οποία εργάζονται οι επιστήμονες, και τα οποία θα χρησιμεύσουν ως βάση για την επόμενη έκθεση του Διακυβερνητικού Οργανισμού του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, για το 2021 η υπερθέρμανση θα είναι μεγαλύτερη από εκείνην που προβλεπόταν, με την χειρότερη προοπτική η θερμοκρασία της Γης να αυξηθεί κατά 7 βαθμούς Κελσίου το 2100.

Οι ενδείξεις είναι ήδη ιδιαίτερα ανησυχητικές. Οι πρόσφατοι έντονοι καύσωνες στην Ευρώπη, οι τεράστιες πυρκαγιές στην Σιβηρία και στην Αυστραλία, καθώς και οι πλημμύρες στην Βενετία, σίγουρα αποτελούν αναμφισβήτητες ενδείξεις ότι χρόνο με χρόνο η κλιματική αλλαγή εντείνεται, και οι καταστροφικές της επιπτώσεις αυξάνονται, επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις των επιστημόνων.

Σύμφωνα με το IPCC (Intergovernmental Panel on Climate Change) το επίπεδο των θαλασσών αυξήθηκε κατά 15 εκατοστά τον 20ό αιώνα. Ο ρυθμός της αύξησης αυτής ενισχύεται, και το επίπεδο των ωκεανών θα συνεχίσει να ανεβαίνει στο μέλλον, απειλώντας παράκτιες περιοχές όπου ως το 2050 θα ζουν περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι.

Σύμφωνα με περιβαλλοντολόγους, ακόμη και αν μειωθούν σημαντικά οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου, η άνοδος των νερών των ωκεανών ενδέχεται να φτάσει τα 30 με 60 εκατοστά ως το 2100 αν οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα εξακολουθήσουν να αυξάνονται. Η αύξηση του επιπέδου της θάλασσας οφείλεται κυρίως στο λιώσιμο των πάγων. Υπολογίζεται ότι οι πάγοι στην Γροιλανδία και στην Ανταρκτική χάνουν κατά μέσο όρο 430 δισεκατομμύρια τόνους κάθε χρόνο μετά το 2006.

Κατά τη γνώμη μου, από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα πως οι χώρες που έλαβαν μέρος στην πρόσφατη διάσκεψη της Μαδρίτης είχαν κλείσει τα αυτιά τους στις εκκλήσεις των περιβαλλοντολόγων για τη λήψη άμεσων μέτρων για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, που απειλεί με υπερθέρμανση τον Πλανήτη μας.

Ας ελπίζουμε πως στην επόμενη διάσκεψη κορυφής για το κλίμα, η οποία θα γίνει στη Γλασκόβη της Σκωτίας στα τέλη του 2020, οι εκπρόσωποι των χωρών μας θα αναλογισθούν πιο βαθιά τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των αποφάσεών τους για τις μελλοντικές γενιές…