“Μπουνιές και κλωτσιές στο κεφάλι και το σώμα δέχτηκε ένας 68χρονος ηλικιωμένος στο μετρό του Σικάγο (ΗΠΑ) από 11 κοπέλες και αγόρια που ήθελαν να τον κλέψουν. Οι συνεπιβάτες του απλά κοίταγαν, χωρίς να αντιδράσουν. Τον βρήκαν αιμόφυρτο εργαζόμενοι στο μετρό και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο” (9-2-2020).

ΜΙΛΑΜΕ για κακοποιήσεις γυναικών, παιδιών, προσφύγων· μιλάμε για bulling στα σχολεία και στις παρέες και λησμονούμε μια κατηγορία συμπολιτών μας που, λόγω ηλικίας, υφίσταται περισσότερα από όλους. Αδιαφορούμε για ό,τι τους συμβαίνει, τους αποκλείουμε από πολλές δυνατότητες δραστηριοτήτων, τους περιφρονούμε, σχεδόν τους απεχθανόμαστε. Ακόμη κι όταν εξαφανίζονται (Silver Alert) κουνάμε συγκαταβατικά το κεφάλι και πολλοί, “Έ, γέρος ήταν…!”, λέμε.

ΟΙ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ είναι πολύ ευάλωτοι σε απάτες (ηλεκτρονικές ή τηλεφωνικές): άτομα προσποιούμενα φίλους των παιδιών τους, “πατώντας” στο συναίσθημα και τη γονική αγωνία τους, καταφέρνουν να τους αποσπάσουν χρηματικά ποσά. Με την πρόφαση κάποιου δήθεν τροχαίου ατυχήματος του παιδιού τους, ή δήθεν χρέους σε τράπεζες, οι “παππούδες” αποτελούν εύκολη “λεία” για τους απατεώνες! Μάλιστα, η ασκούμενη συναισθηματική “βία” πετυχαίνει, επειδή οι γέροντες δεν διαθέτουν γρήγορα ανακλαστικά, είναι ευκολόπιστοι και δεν έχουν γνώσεις της σύγχρονης τεχνολογίας.

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ τα μοναχικά άτομα αποτελούν στόχο εύκολης διάρρηξης, ληστείας, βίας ή και φόνου αφού ούτε σωματική ρώμη διαθέτουν για να αυτοπροστατευθούν, ούτε ανθρώπους γύρω τους. Τα αστυνομικά δελτία της χώρας βρίθουν από ανάλογες περιπτώσεις, ενώ όχι σπάνια έχουμε και μοιραία κατάληξη από κτυπήματα ή βασανισμούς.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ, στην εποχή μας ένας ηλικιωμένος που δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του είναι έρμαιο της μοίρας του. Ειδικά οι υπερήλικες παντρεμένοι, όταν ένας από τους δυο “φύγει” και τα παιδιά τους, λόγω πιεστικών προβλημάτων δικής τους επιβίωσης- ή απλά επειδή δεν δέχονται “γέρους” στο σπίτι τους-, τους απομακρύνουν από κοντά τους! Στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να δεχθούν να πληρώνουν κάποια οικιακή βοηθό ή να “κλείσουν” τον ηλικιωμένο γονιό τους σε “ίδρυμα” (ανθρωποαποθήκη) όπου τον επισκέπτονται αραιά και πού. Σε τέτοιες περιπτώσεις κάποιοι ηλικιωμένοι προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες, ενώ άλλοι πεθαίνουν από κατάθλιψη και μαρασμό μη μπορώντας να αντέξουν το περιθώριο. Η μοναξιά αποδεικνύεται ο μεγαλύτερος εχθρός και φόβος όλων μας στις συναναστροφές και την κοινωνικότητά μας.

Η (ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ) βία εις βάρος των ηλικιωμένων αναγνωρίστηκε νομικά πρόσφατα (σ.σ. το 2002 στη διεθνή Διακήρυξη του Τορόντο, για την Παγκόσμια Πρόληψη της Kακοποίησης των Ηλικιωμένων). Με τη λέξη βία εννοούμε κάθε βία: φυσική, ψυχολογική ή συναισθηματική, σεξουαλική ή οικονομική. Ή απλά, ακόμη και μια σκόπιμη παραμέληση του ηλικιωμένου. Πολλοί παθόντες ηλικιωμένοι ντρέπονται να δημοσιοποιήσουν το γεγονός που τους συνέβη αποσιωπώντας το. Υπάρχουν κι άλλοι που επιρρίπτουν ευθύνες στον εαυτό τους! Αν όμως σε κάθε σπίτι μοναχικών ή άλλων υπερηλίκων φρόντιζε η πολιτεία (Κράτος, Δήμος, Περιφέρεια κ.λπ.) να υπάρχει “το κόκκινο κουμπί” (τηλεειδοποίηση συγγενών ή αστυνομίας), πιθανόν να μην είχαμε τόσα πολλά κρούσματα κακοποίησης ή εξαφανίσεων.

Ο ΙΤΑΛΟΣ Φιλόσοφος Νορμπέρτο Μπόμπιο (1909-2004) εμβαθύνει στην κρίσιμη και μετέωρη κατάσταση που ζουν οι ηλικιωμένοι στην εποχή μας τονίζοντας και την αιώνια διαμάχη των γενεών-το λεγόμενο χάσμα:

“Η περιθωριοποίηση των γέρων”, λέει , “σε μια εποχή κατά την οποία η πορεία της ιστορίας επιταχύνεται αδιάκοπα, σίγουρα δεν είναι γεγονός που μπορεί να αγνοηθεί. Στις παραδοσιακές στατικές κοινωνίες που αναπτύσσονται αργά, ο γέρος είναι ο φορέας της πολιτιστικής κληρονομιάς της κοινότητας κι αυτό τον καθιστά σεβαστό στα άλλα μέλη της. Ο γέρος γνωρίζει από την εμπειρία του αυτό που οι άλλοι δεν ξέρουν ακόμα, και έχουν ανάγκη να μάθουν, στη σφαίρα της ηθικής, των ηθών αλλά και των τεχνικών της επιβίωσης. Σ’ αυτές τις κοινωνίες όχι μόνο δεν μεταβάλλονται οι θεμελιώδεις κανόνες που ρυθμίζουν τη ζωή της ομάδας και αφορούν την οικογένεια, την εργασία, τις κοινές γιορτές, τη θεραπεία ασθενειών, την αντιμετώπιση της άλλης ζωής, τη σχέση με άλλες ομάδες, αλλά δεν αλλάζουν ούτε οι δεξιότητες που κληροδοτούνται από πατέρα σε γιο. Στις αναπτυγμένες κοινωνίες οι όλο και ταχύτερες αλλαγές τόσο των ηθών όσο και των τεχνικών έχουν ανατρέψει τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν που ξέρει και σ’ αυτόν που δεν ξέρει. Ο γέρος γίνεται, όλο και πιο πολύ, εκείνος που δεν ξέρει σε σύγκριση με τους νέους που ξέρουν, και ξέρουν γιατί διαθέτουν μεγαλύτερη ικανότητα μάθησης.
“Παρ’ όλ’ αυτά, δεν είναι αποκλειστικά και μόνο ο αντικειμενικός παράγοντας ή η ταχύτητα της τεχνολογικής προόδου που πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του. Στην αύξηση της περιθωριοποίησης του γέρου συντελεί κι ένα φαινόμενο κοινό σε όλους τους καιρούς: το πολιτιστικό γέρασμα που συνοδεύει το βιολογικό και το κοινωνικό. Ο γέρος έχει την τάση να μένει πιστός στο σύστημα αξιών που έμαθε και ενστερνίστηκε στα χρόνια ανάμεσα στη νεότητα και την ωριμότητα ή απλώς και μόνο στις συνήθειές του που τώρα πια είναι δύσκολο ν’ αλλάξει. Αντιμετωπίζει αρνητικά το καινούργιο, μόνο και μόνο γιατί δεν το καταλαβαίνει και δεν έχει διάθεση να προσπαθήσει να το καταλάβει. Παροιμιώδης είναι η φιγούρα του γέρου που όταν μιλάει για το παρελθόν αναστενάζει: “Στην εποχή μου!”, αλλά όταν κρίνει το παρόν, καταριέται: “Τι εποχή κι αυτή!” […]

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ συνθήκες βέβαια αλλάζουν: παλαιότερα στη χώρα μας, οι άνθρωποι γερνούσαν και πέθαιναν στο σπίτι τους πλαισιωμένοι από παιδιά κι εγγόνια. Ο παππούς θεωρούνταν η “μεγάλη” μορφή της οικογένειας, την οποία όλοι σέβονταν (μάλιστα “φιλούσαν και το χέρι” του!).
Σήμερα παιδιά και γονείς δεν ζουν μαζί, αφού κάθε οικογένεια έχει το δικό της σπίτι που, συνήθως, βρίσκεται μακριά από το πατρικό ή σε άλλη πόλη. Έτσι στις μέρες μας, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Τεγιάρ ντε Σαρντέν (1881-1955), “το να γερνάς είναι σαν να σε τιμωρούν ολοένα και πιο αυστηρά για ένα έγκλημα που δεν έχεις διαπράξει”! Όσο για την πολιτεία, ως είθισται, παραμένει αδιάφορος θεατής της κατάστασης ή παρεμβαίνει πάντα εκ των υστέρων, όταν πια έχει “μηδενιστεί” η ύπαρξη του ηλικιωμένου.

*Επίκαιρο πόνημα του παιδικού και εκλεκτού φίλου Σταύρου Γ. Καλαϊτζόγλου. Από τον Ιστότοπό του Εφήμερος Λόγος, Χανίων.)