Τον Αύγουστο του 1928, στο χωριό των Κυθήρων Καραβάς, γεννήθηκε ο Δημήτρης Αλέξανδρος Γεωργόπουλος, ευρέως γνωστός ως Τζιμ Πούλος, ο μικρότερος από τα τρία παιδιά του Άλεκ Πούλου και της Μαρίας Σουρή. Όπως και οι περισσότεροι Κυθυριανοί εκείνης της γενεάς, οι γονείς του Τζιμ ονειρεύονταν μια καλύτερη ζωή στην Αυστραλία και έτσι το 1927 ο Άλεκ άφησε την οικογένειά του για να πραγματοποιήσει αυτό το όνειρο. Φτάνοντας στην Αυστραλία, ο Άλεκ αγόρασε ένα καφέ στη πόλη Yalabin και έβαλε τα δυνατά του ώστε να δημιουργήσει μια κερδοφόρα επιχείρηση. Επιτέλους, το 1935 κατάφερε να μαζέψει αρκετά χρήματα για να φέρει την οικογένειά του στη Αυστραλία. Όμως μέσα σε αυτά τα 7 χρόνια πολλά είχαν αλλάξει, μιας και είχε γεννηθεί ο Τζιμ, ενώ η κόρη του Στεφανία, είχε πεθάνει την ίδια χρονιά.

Σύντομα μετά την επανένωσή της, η οικογένεια μετακόμισε στο Goondiwindi και τα επόμενα χρόνια βρέθηκαν να μετακινούνται συνεχώς από χωριό σε χωριό, στη γύρω περιοχή, δουλεύοντας σκληρά σε διάφορα τοπικά μαγαζιά. Την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια του Τζιμ βρέθηκε στο χωριό Warialda και άνοιξε ένα κινηματογράφο, αλλά τρία χρόνια αργότερα έφυγε από εκεί και εγκαταστάθηκε στο Gosford. Εκεί ο Τζιμ τελείωσε το σχολείο και ο θείος του Κρις Σουρής, κανόνισε να τον στείλει στο Sydney για να σπουδάσει Αρχιτεκτονική.

Ο Τζιμ, όμως, αποφάσισε να μείνει στο Gosford για να βοηθήσει την οικογένειά του. Ο Τζιμ και ο αδελφός του Τζορτζ ασχολούνταν ενεργά με τη τοπική κοινότητα και οικογένειά τους θεωρείτο αξιοσέβαστη.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο Τζιμ και η οικογένειά του βρέθηκαν στο Μπρίσμπαν. Εκεί αγόρασαν τον κινηματογράφο «The Beach Theatre», στην περιοχή Sandgate, κάτι που για εκείνη την εποχή ήταν τολμηρό, αφού ήταν δύσκολο να συντηρήσει κάποιος μια τέτοια επιχείρηση και ακόμα πιο δύσκολο να βρουν ταινίες για να προβάλουν. Την νύχτα των εγκαινίων δεν μπορούσαν να βρουν ταινία πρώτης τάξης και η ταινία που τελικά κατάφεραν να προβάλουν ήταν μια πέμπτης τάξης ταινία με τίτλο «Gentleman Jim».

Όσοι γνώριζαν τον Τζιμ θα έλεγαν ότι ο τίτλος της ταινίας αυτής τον αντιπροσώπευε πλήρως, αφού και αυτός, όπως και ο συνονόματος πρωταγωνιστής, ήταν ένας gentleman. Τη βραδιά των εγκαινίων επικρατούσε μεγάλη ανυπομονησία και κανείς δεν ήξερε αν θα ερχόταν αρκετός κόσμος για να δει μια τόσο παλιά ταινία. Όμως, προς έκπληξη όλων, ο κινηματογράφος γέμισε και όλα τα εισιτήρια πουλήθηκαν. Η επιχείρηση πήγε τόσο καλά που αγόρασαν και έναν δεύτερο κινηματογράφο στο Shorncliffe.

Λίγα χρόνια αργότερα ο Τζιμ και ο Τζορτζ αποφάσισαν να ασχοληθούν με τη αγοροπωλησία ακινήτων. Στο Μπρίσμπαν υπήρχε δίκτυο τραμ και πολύς κόσμος ήθελε να βρίσκεται κοντά στις στάσεις. Έτσι άρχισαν να χτίζουν και να πουλούν σπίτια στις περιζήτητες αυτές περιοχές. Και η επιχείρηση αυτή έφερε πολλά κέρδη.

Το 1965 ο Τζιμ παντρεύτηκε τη Γκλόρια Ανδρόνικου, μια νεαρή κοπέλα από τη περιοχή της Toowoomba. Το ζευγάρι έζησε μια χαρούμενη ζωή για τα επόμενα 60 χρόνια, αποκτώντας τρία παιδιά, τον Άλεκ, την Μαρία και τον Χάρι.

Το 1964 ο Τζορτζ έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 37 ετών, κάτι που ο Τζιμ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει. Μετά το θάνατο του Τζορτζ, ο Τζιμ αναγκάστηκε να πουλήσει τους κινηματογράφους για να μπορέσει να συντηρήσει τους γονείς του, την οικογένειά του και την οικογένεια του Τζορτζ. Ο Τζιμ και η Γκλόρια συνέχισαν την επιχείρηση πώλησης ακινήτων.

Ένα από τα χόμπι του Τζιμ ήταν τα αθλήματα. Του άρεσε να παίζει γκολφ, squash και τένις και πάντα έπαιρνε μέλος σε δραστηριότητες της κοινότητας. Μαζί με τη γυναίκα του παίζανε χαρτιά, ταξίδευαν και έπαιρναν μέρος σε αρκετές δημόσιες εκδηλώσεις. Ο Τζιμ εκτιμούσε την οικογένεια και τους φίλους του και αυτούς για το οποίο χαιρόταν και καμάρωνε περισσότερο ήταν η σύζυγός του Γκλόρια, τα παιδιά του, Άλεκ, Μαρία και Χάρι, η νύφη του γιού του Γεωργία, ο γαμπρός της κόρης του Στιβ, και τα εγγόνια του Νικ, Λόρεν, Κάθριν και Ντέμη.

Ο Τζιμ απεβίωσε στις 12 Φεβρουαρίου 2020 σε ηλικία 91 χρόνων.