Λένε πως τα καλύτερα σενάρια τα γράφει η ίδια η ζωή και η ιστορία του Γιώργου και της Χρύσας Γιαννέλη το αποδεικνύει περίτρανα.

Πρόκειται για μία από τις ομορφότερες και πιο ρομαντικές ιστορίες αγάπης, από αυτές που σπανίζουν στις μέρες μας, δυστυχώς.

Όλα ξεκίνησαν πριν από 65 περίπου χρόνια, όταν ο Γιώργος Γιαννέλης, οπλισμένος με όνειρα και ένα ανήσυχο εμπορικό πνεύμα, εγκαταλείπει την Πάτρα όπου ζούσε και ανοίγει τα φτερά του για την μακρινή Αυστραλία.

Από εκείνη τη στιγμή η μοίρα ξεκίνησε να υφαίνει τη δική του ζωή αλλά και της Χρύσας…

Ο Γιώργος έφτασε στη Μελβούρνη το 1956 και στους Ολυμπιακούς Αγώνες που γίνονταν εκείνη τη χρονιά στην πόλη μας γνωρίστηκε με ένα πατριωτάκι του, τον Παναγιώτη, και αποφάσισαν να συγκατοικήσουν για να μοιράζονται τα έξοδα, όπως άλλωστε έκαναν όλοι οι μετανάστες της εποχής.

Μετά από λίγους μήνες, ο Παναγιώτης έφερε στην Αυστραλία την αδελφή του, τη Χρύσα για να μείνει μαζί του. Ο Γιώργος γνωρίστηκε με τη Χρύσα και αμέσως οι δυο τους αισθάνθηκαν ότι ήταν ο ένας για τον άλλον.

«Κεραυνοβόλος έρωτας» λέει χαριτολογώντας ο πρωτότοκος γιος τους, Κώστας.

Πράγματι, μετά από λίγο, κάπου στο 1958 το ζευγάρι παντρεύτηκε και από τότε έμειναν για πάντα μαζί.

«Όλα τα έκαναν μαζί», θυμάται ο Κώστας. «Δούλευαν μαζί, διασκέδαζαν μαζί, ταξίδευαν μαζί. Δεν χωρίστηκαν ποτέ ούτε για ένα βράδυ ούτε για μια στιγμή».

Απέκτησαν δυο γιους, τον Κώστα, που είναι διευθυντής της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου Boxhill, και τον Δημήτρη–Ρωμαίο που είναι οδοντίατρος, και τέσσερα εγγόνια: από τον Κώστα και τη Μίνα απέκτησαν τη Χρύσα, που είναι φαρμακοποιός, και τον Γιώργο, που φέτος ολοκληρώνει τις νομικές του σπουδές, ενώ από τον Δημήτρη και την Ελίσα απέκτησαν τον Αδάμο και τον Ματθαίο που είναι ακόμη μαθητές.

Η ζωή ήταν καλή μαζί τους και η οικογένεια δεν γνώρισε άσχημες στιγμές. Τα χρόνια, όμως, πέρασαν και αυτό θα άλλαζε.

Στα 59 της η Χρύσα διαγνώστηκε με τη νόσο του Πάρκινσον, μια κατάσταση που χρόνο με το χρόνο χειροτέρευε ώσπου κάποια χρόνια μετά ήρθε η άνοια. Ο φύλακας–άγγελός της, ο πολυαγαπημένος της σύζυγος, δεν ήθελε να την αφήσει από κοντά του. Την κράτησε στο σπίτι και παρ’ όλη την ηλικία του τη φρόντιζε ο ίδιος μέχρι τη στιγμή που πλέον η Χρύσα είχε ανάγκη από διαρκή ιατρική παρακολούθηση.

Έτσι, για πρώτη φορά μετά από 58 ολόκληρα χρόνια, το αγαπημένο ζευγάρι έπρεπε να χωρίσει.

Η Χρύσα μπήκε σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, αλλά ο Γιώργος ακόμη και τότε δεν την άφησε. Κάθε πρωί, μόλις ξυπνούσε έμπαινε στο αυτοκίνητό του και πήγαινε στην αγαπημένη του. Έτρωγαν μαζί, της κρατούσε συντροφιά και αργά το βράδυ γυρνούσε σπίτι. Μέχρι το επόμενο πρωί που θα έκανε πάλι το ίδιο.

Δεν πειράζει που εκείνη βυθισμένη στη σιωπή της δεν φαινόταν να ανταποκρίνεται στην παρουσία του. Για το Γιώργο, η Χρύσα ήξερε πως ήταν εκεί. Τον αισθανόταν και τον άκουγε. Γι’ αυτό και είχε ζητήσει από τους γιους τους, αν ποτέ του συνέβαινε τίποτα και ζούσε ακόμη η μητέρα τους να κάνουν το παν για να τον κρατήσουν στη ζωή, για να είναι μαζί της και να την προσέχει.

Μάλιστα, όπως μοιράστηκε μαζί μας ο Κώστας, πριν από επτά χρόνια, ο Γιώργος διαγνώσθηκε με καρκίνο του εντέρου και έπρεπε οπωσδήποτε να υποβληθεί σε επέμβαση. Εκείνος, ανένδοτος, αρνήθηκε. Τότε ο γιατρός του τον ρώτησε: «Και ποιος θα κοιτάξει τη Χρύσα μετά;». Η απάντηση ήρθε ακαριαία από τον Γιώργο: «Αύριο, εγχείρηση!»

Και είχε δίκιο γιατί πριν από τέσσερα χρόνια, οι γιατροί είχαν πει πως η Χρύσα θα άντεχε ακόμη δώδεκα με δεκαοχτώ μήνες. Εκείνη τους διέψευσε και ο λόγος, όπως πιστεύει ο γιος τους, Δημήτρης ήταν ο Γιώργος της.

Αυτή ήταν, λοιπόν, η ζωή του ζευγαριού τα τελευταία χρόνια, με τον δικό τους κώδικα επικοινωνίας και την ιδιαίτερη καθημερινότητά τους, μέχρι τον περασμένο Οκτώβρη που ο Γιώργος είχε μία πτώση στο γηροκομείο.

Μετά από αυτό δεν μπορούσε πια να οδηγεί και να αυτοσυντηρείται, οπότε επέλεξε να μπει κι εκείνος στον οίκο ευγηρίας μαζί με την πολυαγαπημένη του. Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα για τους δυο τους ώσπου μια νέα πτώση πριν από τέσσερις περίπου εβδομάδες οδήγησε τον Γιώργο στο νοσοκομείο.

Δυστυχώς, λόγω της ηλικίας του, το χτύπημα στο κεφάλι από το πέσιμο, προκάλεσε και εγκεφαλικό επεισόδιο με αποτέλεσμα ο Γιώργος να πέσει σε κώμα και η ζωή του να υποστηρίζεται πλέον μηχανικά.

Ήταν την περασμένη Πέμπτη που οι γιατροί ανακοίνωσαν στην οικογένεια Γιαννέλη ότι δεν υπήρχαν πια ελπίδες.

Τι ειρωνεία! Σε δυο μέρες ήταν προγραμματισμένος ο γάμος της εγγονής τους, της Χρύσας. Η οικογένεια αποφάσισε να γίνει πρώτα ο γάμος και την Κυριακή να σκεφτούν τι θα κάνουν. Ήταν και η επιθυμία του Γιώργου να κάνουν ό,τι μπορούν για να τον διατηρήσουν στη ζωή όσο υπάρχει η Χρύσα του.

Δύσκολη απόφαση για τα αγόρια…

Μια απόφαση που τελικά δεν χρειάστηκε να πάρουν.

Την Πέμπτη το βράδυ κι ενώ ο Κώστας βρίσκεται στο σπίτι μαζί με τη σύζυγό του, Μίνα, λαμβάνει ένα δυσάρεστο τηλεφώνημα από τον οίκο ευγηρίας.

«Η μητέρα σου πέθανε», ανακοίνωσε η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής και ο Κώστας έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα μετέωρος.

«Τι εννοείτε, ‘πέθανε’;», ρώτησε μη μπορώντας να το πιστέψει…

Λίγη ώρα αργότερα βρισκόταν μαζί με τον αδερφό του Δημήτρη στο γηροκομείο. Ήταν εκείνη τη στιγμή που συνειδητοποίησαν αυτό που είχε συμβεί: η μητέρα τους, που έζησε τη ζωή της προσφέροντας στους άλλους, για μια ακόμη φορά έκανε το καθήκον της, απαλλάσσοντάς τους από τη δύσκολη απόφαση που είχαν να πάρουν σε σχέση με τον πατέρα τους.

Έφυγε πρώτη και τους έβγαλε από το δίλημμα. Τώρα και οι δύο μπορούσαν να ξεκουραστούν.

«Έφυγε για να πάει να ετοιμάσει τον παράδεισο για τον πατέρα», είπε συγκινημένος ο Δημήτρης στον Κώστα.

Το Σάββατο ο γάμος της εγγονής τους έγινε κανονικά. Αυτή ήταν άλλωστε η επιθυμία τους. Ακόμα κι αν δεν μπορούσαν να την εκφράσουν οι ίδιοι, η οικογένειά τους ήξερε γιατί ήξερε την Χρύσα και το Γιώργο. Ήξερε πως ό,τι κι αν έκαναν, ήταν πάντα και μόνο για τους άλλους. Η ευτυχία τους ήταν το χαμόγελο των παιδιών και των εγγονιών τους.

Την άλλη μέρα, έκλεισαν τη μηχανική υποστήριξη του Γιώργου ελευθερώνοντάς τον να πετάξει κοντά στην αγαπημένη του.

Τώρα σίγουρα θα είναι μαζί και θα χαμογελούν πιασμένοι χέρι – χέρι, έτσι όπως έζησαν πάντα, έτσι όπως ήθελαν να φύγουν…