Ποιός είναι ο λοιμωξιολόγος με τα 7 παιδιά και τις 27 σελίδες βιογραφικό που ενημερώνει με ψυχραιμία τους Έλληνες για τον κορωνοϊό και την ίδια στιγμή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της υγειονομικής περίθαλψης

Ο  «άγνωστος» μέχρι χθες στο πλατύ κοινό καθηγητής Παθολογίας-Λοιμώξεων της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σωτήρης Τσιόδρας, αφότου χρίστηκε επίσημος εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας για τη διαχείριση του κινδύνου του νέου κορωνοϊού, στέκεται επάξια στο ύψος των περιστάσεων. Ενημερώνει την ανάστατη, γιατί όχι έντρομη, κοινή γνώμη δίχως φλυαρίες και στερεότυπα, υπερβολές ή εξωραϊσμούς. Επισημαίνει τους κινδύνους της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης στη χώρα χωρίς να τους υποτιμά ή να τους διογκώνει. Διαθέτει με υπευθυνότητα την επιστημονική του γνώση στους πολίτες, επιχειρώντας να τους ευαισθητοποιήσει δίχως να τους πανικοβάλει. Και με την έως τώρα στάση του δικαιώνει την επιλογή του υπουργείου Υγείας στο πρόσωπό του. Αν όμως παίζει σε αυτή τη φάση ρόλο-κλειδί στην επικοινωνιακή διαχείριση του υπουργείου, δεν παύει να είναι και ένας σοβαρός άνθρωπος που τιμά τον όρκο του στον Ιπποκράτη, δίνοντας υπόσταση στην έννοια του ιατρικού λειτουργήματος. Παράλληλα με τα καθήκοντα του εκπροσώπου, χάρη στην επιστημονική του επάρκεια είναι υπεύθυνος για την εκπόνηση των επιχειρησιακών σχεδίων ελέγχου του κορωνοϊού στην Ελλάδα. Ακόμη, είναι μέλος της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτακτων Συμβάντων στη δημόσια υγεία από λοιμογόνους παράγοντες, καθώς και συνδετικός κρίκος των ελληνικών υγειονομικών αρχών με τις αντίστοιχες παγκόσμιες και ευρωπαϊκές.

Γεννημένος στις στις 13 Οκτωβρίου του 1965 στο Σίδνεϊ, μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα πήγε Γυμνάσιο και Λύκειο στο 15ο της Κυψέλης, απ’ όπου πήρε απολυτήριο με βαθμό 19 7/13, δηλαδή πιο «Αριστα» δεν γίνεται. Το 1984, στα 19 του χρόνια, δίνει εισαγωγικές εξετάσεις για την Ιατρική Σχολή και μπαίνει στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Μεταγράφεται ως αριστούχος μετά από δύο χρόνια στη Ιατρική Σχολή Αθήνας, από την οποία αποφοιτά με βαθμό πτυχίου «Αριστα» τον Μάρτιο του 1991. Ακολουθεί η στρατιωτική του θητεία στο Πεζικό, όπου υπηρετεί ως γιατρός στα Κέντρα Εκπαίδευσης Υγειονομικού στο Μεσολόγγι, στην Αρτα, στη Σύμη, στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού και στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, στο οποίο ειδικεύεται επί 6 μήνες στην Παθολογία. Κατόπιν κάνει το Αγροτικό του επί 9 μήνες στο Κέντρο Υγείας του Αστρους Κυνουρίας και στη συνέχεια συνεχίζει τις σπουδές του στις ΗΠΑ, όπου και παραμένει για 7 χρόνια ολοκληρώνοντας τη μεταπτυχιακή του εκπαίδευση. Αποκομίζει σημαντική κλινική εμπειρία στα τρία χρόνια παραμονής του στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο «Albert Einstein» στη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνια, ενώ παράλληλα διδάσκει φοιτητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Temple στην ίδια πόλη. Στη συνέχεια, μετά από αυστηρή διαδικασία επιλογής είναι ο μοναδικός υποψήφιος από ξένη χώρα που γίνεται δεκτός στο πρόγραμμα εξειδίκευσης στην Παθολογία – Λοιμωξιολογία σε ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία την Νέας Αγγλίας, το Beth Israel Deaconess της Βοστόνης, που αποτελεί το πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ. Εξειδικεύεται εκεί επί 4 χρόνια με υποτροφία κλινικού ερευνητή και παίρνει μεταπτυχιακό δίπλωμα στις Ιατρικές Επιστήμες από το Χάρβαρντ. Εχει ήδη λάβει άδεια άσκησης ιατρικού επαγγέλματος από την Πολιτεία της Μασαχουσέτης, ενώ μετά από επιτυχή συμμετοχή στις εξετάσεις πιστοποίησης της Αμερικανικής Επιτροπής Εσωτερικής Παθολογίας αποκτά ειδικότητα στη Λοιμωξιολογία.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Ως κάτοχος διπλωμάτων κύρους, εξοπλισμένος με επάρκεια γνώσεων, σπουδαία νοσοκομειακή εμπειρία και γόνιμη κλινική έρευνα στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ και MIT, καθώς και πλούσιο διδακτικό έργο, θα μπορούσε να κάνει άνετα καριέρα στις ΗΠΑ. Ωστόσο παίρνει το ρίσκο και επιστρέφει (το 2001) στην Ελλάδα, όπου ολοκληρώνει το υποχρεωτικό από τον νόμο Αγροτικό του στο Κέντρο Υγείας Μεσσήνης. Μετά το τέλος της θητείας του απασχολείται ως λοιμωξιολόγος στο ΚΕΕΛΠΝΟ. Την επόμενη χρονιά υποβάλει τη διδακτορική διατριβή του στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, αναγορεύεται διδάκτορας και από τον Δεκέμβριο του 2003 ακολουθεί ακαδημαϊκή καριέρα διανύοντας όλες τις βαθμίδες εξέλιξης: επιστημονικός συνεργάτης λέκτορας, επίκουρος, αναπληρωτής και σήμερα πλέον τακτικός καθηγητής Ιατρικής.

Στο μεσοδιάστημα δραστηριοποιήθηκε ως λοιμωξιολόγος στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2002 στο Σολτ Λέικ, στην Πολιτεία Γιούτα των ΗΠΑ, ενώ στους Ολυμπιακούς της Αθήνας, το 2004, ήταν ο υπεύθυνος γιατρός για το σύστημα Ολυμπιακής Συνδρομικής Επιτήρησης. Αεικίνητος στη μέχρι τώρα επιστημονική διαδρομή του, έχει δώσει δεκάδες διαλέξεις και ομιλίες σε νοσοκομεία, συνέδρια και ημερίδες, ενώ έχει κάνει εκατοντάδες δημοσιεύσεις σε βιβλία και επιστημονικά περιοδικά, τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο. Ενα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι με τη διδασκαλία του στην Ιατρική έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής στους φοιτητές του, οι οποίοι αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του έναν εξαιρετικό δάσκαλο, με άνεση στη μετάδοση των γνώσεων και ταυτόχρονα έναν καλοπροαίρετο άνθρωπο που τους εμπνέει, τους συμπαρίσταται και τους ενθαρρύνει.

Πολύτεκνος και ψάλτης

Οσοι τον έχουν συναναστραφεί σε κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο κάνουν λόγο για έναν σεμνό, χαμηλών τόνων και ευγενικό άνθρωπο, με καθαρό βλέμμα και ρεαλιστικές προσεγγίσεις για την επιδίωξη εφικτών και αποτελεσματικών στόχων. Τρυφερός οικογενειάρχης, και μάλιστα πολύτεκνος καθώς είναι πατέρας επτά παιδιών, θα μπορούσε να εικάσει κανείς γι’ αυτόν ότι με τόσες ευθύνες -επειδή επιπλέον βρίσκεται με προθυμία καθημερινά στο μέτωπο της αντιμετώπισης του κορωνοϊού-, δεν θα είχε δευτερόλεπτο ελεύθερου χρόνου. Ωστόσο, ως συστηματικός άνθρωπος ξεκλέβει λίγες στιγμές για προσωπική αγαλλίαση. Ως μελετητής της βυζαντινής υμνολογίας, με πολύχρονη μαθητεία και εξάσκηση, ψέλνει με ευσυνείδητη συνέπεια εκκλησιαστικούς ύμνους και τροπάρια.