ΑΝ ΚΑΙ πέρασαν μόνο δύο χρόνια από τότε που έφυγα από τον «Νέο Κόσμο», αισθάνομαι την ανάγκη να συστηθώ, όχι μόνο στους παλιούς μου αναγνώστες, που λόγω ηλικίας αλλά και μιας ελαφράς δόσης Αλτσχάιμερ με έχουν ψιλοξεχάσει, αλλά και στους σημερινούς εργαζόμενους στην εφημερίδα.

ΛΟΙΠΟΝ, λέγομαι Μπάμπης Σταυρόπουλος και έγραφα στον «Ν.Κ.» από το 1975 μέχρι και τον Απρίλιο του 2018, τρεις στήλες: την «Όπως τα βλέπω» τη δεκαετία του ’70 και τα «Ξυράφια» και τον «Αιθεροβάμωνα» από το 1989 μέχρι πρόπερσι τον Απρίλιο του 2018.

ΜΕ το που πάτησα το πόδι μου στην εφημερίδα, πριν τα Χριστούγεννα που επέστρεψα στη Μελβούρνη, ήταν σαν να επισκέφθηκα έναν χώρο άγνωστο και ξένο.

ΕΝΤΕΛΩΣ ξένη, επίσης, μου φάνηκε και η Αυστραλία, αλλά αυτό δεν με εξέπληξε γιατί πάντα έτσι αισθανόμουν όταν γύριζα, ακόμα και από πιο σύντομα ταξίδια και όχι όπως τώρα που απουσίαζα δύο σχεδόν χρόνια.

ΤΕΛΟΣ πάντων, αυτή είναι μια άλλη παλιά ιστορία που με βασανίζει από τότε που πάτησα το πόδι μου εδώ. Πάντα αναρωτιόμουν τι θέλω εγώ σε τούτη τη χώρα.

ΣΥΓΓΝΩΜΗ που το ξαναγράφω (και, ενδεχομένως, σας χαλάσω τη μανέστρα…), αλλά για μένα η Αυστραλία δεν ήταν ποτέ το lucky country. Την ατυχία μου να βρεθώ εδώ συμπύκνωνε πάντα η πιο πάνω φράση.

ΝΑ προσθέσω, επίσης, ότι αν ήξερα ότι θα με έβρισκε σε τούτη τη χώρα η όγδοη πληγή του Φαραώ και, μάλιστα, χωρίς ούτε μια πήχη χαρτί τουαλέτας δεν θα ερχόμουν στη Μελβούρνη ούτε με σφαίρες.

ΠΡΙΝ βιαστείτε να πείτε οτιδήποτε, ελάτε για μια στιγμή στη θέση μου. Και όταν λέω στη θέση μου, εννοώ στη θέση ενός πραγματικού (και αδιαπραγμάτευτου…) λάτρη της Μελβούρνης, η οποία για περισσότερα από 10 χρόνια τώρα κερδίζει την κορώνα της καλύτερης πόλης του κόσμου να ζει ένας άνθρωπος.

ΣΚΕΦΘΕΙΤΕ, λοιπόν, πώς αισθάνομαι εδώ και περισσότερες από 10 μέρες που έχω γυρίσει τα μεγάλα σουπερμάρκετ, που πριν ένα μήνα διαφήμιζαν ότι έχουν και του πουλιού το γάλα και δεν βρίσκεις πια στα ράφια τους ούτε ληγμένες προπολεμικές κονσέρβες.

Είναι ενδεικτική, νομίζω, η εικόνα. Φώτο: Supplied

ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ δεν έχω, όποτε διάβαζα και άκουγα το τι γινόταν στα σουπερμάρκετ, αλλά πίστευα ότι υπερβάλουν. Μα είναι δυνατόν, έλεγα, να συμβαίνουν όλα αυτά στην Αυστραλία; Στον παράδεισο της αφθονίας…

ΕΙΝΑΙ δυνατόν στην πολιτισμένη Αυστραλία να σκοτώνονται για τέσσερις ρόλους χαρτί τουαλέτας; Είναι δυνατόν σε μια από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές μητροπόλεις του πλανήτη να αδειάζουν τα σουπερμάρκετ από είδη πρώτης ανάγκης και χαρτί τουαλέτας;
Τι να σας πω αδέλφια, δεν μπορώ ούτε καν να το διανοηθώ, ότι υπάρχει πιθανότητα να πεθάνω από αστεία in the most beautiful city of the world…

ΚΑΙ εντάξει εγώ, άλλωστε, σε μένα όλα μπορούν να συμβούν. Σκεφθείτε, όμως, να πεθάνει από πείνα ένας δισεκατομμυριούχος συμπολίτης μας, ο οποίος να είχε φροντίσει να προμηθευτεί δυο νταλίκες χαρτί τουαλέτας και να πεθάνει από ασιτία ο καψερός, χωρίς να προλάβει να χρησιμοποιήσει ούτε ένα ρολό! Γιατί αν δεν τρως τι να χέσεις; Γίνεται; Εμ, δεν γίνεται…

ΑΥΤΑ είναι τα δύσκολα. Μπρος σε αυτά τα φοβερά και άλυτα προβλήματα βρίσκομαι εδώ και δυο βδομάδες και εσείς είστε οι μόνοι πραγματικοί φίλοι μου στους οποίους μπορώ να πω τον πόνο μου. Σκατά και, μάλιστα, χωρίς να υπάρχει χαρτί τουαλέτας, έχει γίνει ο ψυχισμός μου σας λέω χάρη στον fucking κορονοϊό.

ΕΧΕΙ όμως και ο κορονοϊός τα καλά του: λόγω των έκτακτων περιστάσεων, η διεύθυνση της εφημερίδας μου επέτρεψε όχι μόνο να χρησιμοποιώ το προσωπικό μου λεξιλόγιο, αλλά να βγάλω και τα απωθημένα μου κατά του καπιταλισμού και εναντίον των σχολιαστών του 3ΧΥ, με ορισμένους από τους οποίους έχω διαχρονικά ανοιχτούς λογαριασμούς, για τη στάση που κράτησαν και συνεχίζουν να κρατούν στο «Μακεδονικό».

ΓΙΑ το 3XY, όμως, το οποίο και θεωρώ μία από τις μεγαλύτερες πληγές της παροικίας μας θα μιλήσουμε εκτεταμένα σύντομα, αν τελικά θα συνεχίσω να γράφω στην εφημερίδα.

ΕΠ´ ΕΥΚΑΙΡΙΑ, να σας πω ότι την απόφασή μου να γράφω ή να μη γράφω δεν την καθορίζουν πια, όπως παλιά, οι βιοποριστικές μου ανάγκες. Τα λίγα που έχω, που δεν είναι περισσότερα από μια σύνταξη, μου φτάνουν και μου περισσεύουν στο χωριό μου όπου ζω και σκοπεύω να ζήσω τα χρόνια που μου απέμειναν.

ΟΣΟ για το όνομα και την υστεροφημία μου, δεν έδινα και συνεχίζω να μην δίνω δεκάρα τσακιστή.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων μηνών που βρίσκομαι στη Μελβούρνη συνάντησα αρκετούς φίλους και γνωστούς, ορισμένοι από τους οποίους με ρωτούσαν πότε θα αρχίσω να γράφω. Επαναλαμβάνω, θα γράφω μόνο όταν έχω να πω κάτι.

ΚΑΙ νομίζω ότι έχει αρκετά να πω και να σχολιάσω, τα όσα λαμβάνουν χώρα στην παροικία μας. Και γίνονται πολλά και διάφορα που περνούν κατά τη γνώμη μου ασχολίαστα και απαρατήρητα.

ΟΣΟΙ από σας διαβάζατε τις στήλες που έγραφα γνωρίζετε ότι είχα τον δικό μου τρόπο να σχολιάζω και, ορισμένες φορές, η διεύθυνση της εφημερίδας διαφωνούσε. Ποτέ, όμως, δεν λογόκρινε ό,τι έγραφα. Τότε, βέβαια, οι διαφωνίες λύνονταν στο γραφείο. Τώρα θα βρίσκομαι στην πατρίδα που σημαίνει ότι τα πράγματα θα δυσκολεύουν.

ΤΗΝ ιστορία του 3ΧΥ, για παράδειγμα, δεν μπορώ να την καταπιώ, όπως δεν μπορώ να περάσω ασχολίαστο ότι όχι μόνο ο «Νέος Κόσμος», αλλά και η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης, σφυρίζουν κλέφτικα για το εθνικιστικό παραλήρημα του 3ΧΥ και άλλων οργανώσεων και υψηλόβαθμων παραγόντων της παροικίας μας.

ΕΓΩ, εκτός απροόπτου, φεύγω για την πατρίδα στις 31 Μαρτίου, που σημαίνει ότι αν έλθουν όλα αριστερά θα τα λέμε που και που όταν υπάρχει λόγος. Αν όχι, να είστε καλά και μην ξεχνάτε ότι ο θεός είναι μεγάλος και ο καπιταλισμός μεγαλύτερος και ισχυρότερος, που σημαίνει ότι τελικά συνεργαζόμενοι όπως κάνουν πάντα θα καταφέρουν και τον κορονοϊό.

ΔΕΝ ξέρω τι λέτε εσείς αλλά δεν πίστευα στα μάτια μου όταν είδα πριν λίγες μέρες τον αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Μακάριο να φτερουγίζει στα ουράνια αγκαλιά με την ελληνική σημαία. Ήθελα να ήμουν σε μια άκρη και να άκουγα τι θα έλεγε ο Στυλιανός αν έβλεπε το επουράνιο και αγγελικά πλασμένο αυτό κολάζ.

O Ιησούς Χρηστός νικά και όλα τα κακά σκορπά…

Υ.Γ.: Το πιο πάνω κείμενο είχε γραφτεί όταν χθες το πρωί και, μάλιστα, στις 7.30 πήγα στο Coles του Claredon Street στο South Melbourne, για να προμηθευτώ δύο-τρία βασικά πραγματάκια, μεταξύ αυτών και χαρτί τουαλέτας. Υποτίθεται ότι ήταν η ημέρα για τους ηλικιωμένους, στην κατηγορία που ανήκω κι εγώ. Τα ράφια παρέμεναν άδεια και δίπλα στεκόταν μια γυναίκα την οποία όταν ρώτησα αν υπάρχει χαρτί τουαλέτας, μου είπε ότι την πληροφόρησαν ότι θα φέρουν σε λίγο. Για να «σκοτώσω» δύο-τρία λεπτά έκανα μια βόλτα να πάρω κάποια κονσέρβα tuna και η μόνη κονσέρβα που βρήκα ήταν μια στραπατσαρισμένη κονσέρβα (πατημένη προφανώς από νταλίκα) ζαμπόν. Να προσθέσω εδώ ότι αρνήθηκα να συμμετάσχω στο γιουρούσι που έκανε η αγέλη για να πάρει ένα χαρτί υγείας και επέστρεψα σπίτι μόνο με την κονσέρβα. Το χαρτί τουαλέτας παρέσυρε ρολάροντας προς την καταστροφή ολόκληρο το καταναλωτικό μας σύστημα και, βέβαια, την καπιταλιστική ναυαρχίδα η οποία δεν αποκλείεται να βυθιστεί αύτανδρο. Το μόνο θετικό για την ώρα είναι να συνειδητοποιήσουμε, επιτέλους, ότι αυτό που ζούσαμε με τις αυξήσεις των τιμών των ακινήτων, τις μετοχές και τα υπόλοιπα, ήταν μια φούσκα που εξαερώνεται.