Ήταν 18 Μαρτίου 1834, ώρα 01.00 το πρωί. Το βαθύ νυχτερινό σκοτάδι έχει σκεπάσει για ακόµη ένα βράδυ τη µικρή γραφική πόλη του Ναυπλίου. Οι περίπου 6.500 κάτοικοι έχουν πέσει για ύπνο, οι δρόµοι είναι άδειοι και παντού επικρατεί ησυχία. Εξαίρεση αποτελεί µονάχα το σηµείο όπου βρίσκεται εγκατεστηµένο το πιεστήριο του εκδότη Νικόλαου Σκούφου, που εκείνο το βράδυ έχει βάλει από νωρίς µπρος τις µηχανές προκειµένου να κυκλοφορήσει τα ξηµερώµατα ακόµη ένα φύλλο της εβδοµαδιαίας εφηµερίδας «Ο Σωτήρ/ Le Sauveur».

Αυτήν τη φορά ο εκδότης έχει προγραµµατίσει να βγάλει περισσότερα αντίτυπα. Αποκαλύπτει επί λέξει όλο το κατηγορητήριο που βαραίνει τον αρχιστράτηγο της Ελληνικής Επανάστασης Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, όπως και τον οπλαρχηγό ∆ηµήτρη Πλαπούτα, οι οποίοι εδώ και έξι µήνες τελούν υπό κράτηση στα υγρά κελιά της Ακροναυπλίας. Τα όσα αναφέρει η εφηµερίδα προκαλούν σοκ. Οι ήρωες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, οι άνθρωποι που ρίσκαραν τη ζωή τους και συνέβαλαν τα µέγιστα στην αποτίναξη του οθωµανικού ζυγού και στη δηµιουργία ελληνικού ανεξάρτητου κράτους, κατηγορούνται τώρα επισήµως για… εσχάτη προδοσία.

Αµφότεροι φέρονται να έχουν οργανώσει από την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1833 συνωµοσία που αποσκοπούσε στη διατάραξη της δηµόσιας ασφάλειας, στον παρασυρµό των υπηκόων του ανήλικου βασιλιά της Ελλάδας Οθωνα Α’ σε εµφύλια διαµάχη και στην ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης.

ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ

Οι περιπέτειες για τον αρχιστράτηγο της Εθνικής Παλιγγενεσίας είχαν αρχίσει πολύ νωρίτερα. Από τον Ιανουάριο του 1828, όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέλαβε πρώτος κυβερνήτης της ελληνικής πολιτείας, ο Κολοκοτρώνης ήταν δίπλα του κατέχοντας εξέχουσα θέση. Με τη δολοφονία του πολύπειρου διπλωµάτη όµως, τον Οκτώβριο του 1831, η διακυβέρνηση περνά αµιγώς στα χέρια των πολιτικών. Από τον Ιανουάριο του 1833 έχει φθάσει στο Ναύπλιο και ο ανήλικος Βαυαρός πρίγκιπας Οθων Α’ προκειµένου να στεφθεί βασιλιάς, αλλά αυτό δεν αλλάζει τα σχέδια των πολιτικών για τη νοµή της εξουσίας. Τουναντίον, εκµεταλλευόµενοι τη φυσική αδυναµία του νεαρού µονάρχη να κυβερνήσει και µε δεδοµένο ότι η αντιβασιλεία δεν γνώριζε άριστα τα δεδοµένα του τόπου, συνασπίζονται και οργανώνουν την εξουδετέρωση της καποδιστριακής µερίδας, δηλαδή του Ρωσικού Κόµµατος και εποµένως και του ίδιου του Κολοκοτρώνη.

Συνωµοσία «εις προπαρασκευήν εµφυλίου πολέµου» ώστε «να καταργήσει το καθεστώς πολίτευµα του έθνους» ήταν η κατηγορία που αποδόθηκε στον αρχιστράτηγο.

Παράλληλα οι εχθροί του Κολοκοτρώνη, αρκετοί εκ των οποίων είχαν αναµετρηθεί µαζί του κατά τη διάρκεια των δύο εµφυλίων πολέµων που πραγµατοποιήθηκαν µεσούντος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αρχίζουν τεχνηέντως να τον συκοφαντούν, διασπείροντας ότι εχθρεύεται τον νέο µονάρχη. Τον θεωρούν εµπόδιο στα σχέδιά τους που αφορούσαν την κατάληψη νευραλγικών θέσεων εξουσίας και επιχειρούν να τον βγάλουν από τη µέση. Οι Μαυροκορδάτος και Κωλέττης στέλνουν επιστολή στο Μόναχο, υποστηρίζοντας ανακριβώς πως ο Κολοκοτρώνης συγκεντρώνει στρατό 20.000 ανδρών για να εµποδίσει την άφιξη του Οθωνα. Ο αρχιστράτηγος µόλις πληροφορήθηκε τα καθέκαστα πήγε στο λιµάνι του Ναυπλίου έφιππος, φορώντας τη µεγάλη στολή και την περικεφαλαία, προκειµένου να υποδεχθεί τον ανήλικο µελλοντικό βασιλιά και να υποβάλει τα σέβη του. Συνεχάρη τον 18χρονο και έδωσε µαζί µε τη συνοδεία του όρκο πίστης στον θρόνο. Αµέσως µετά αποσύρθηκε στο αγρόκτηµα που διατηρούσε λίγο έξω
από την πόλη, στη συνοικία Πρόνοια, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου που είχε χτίσει ο ίδιος.

Για την κίνησή του αυτή θα γράψει: «Οσον ηµπόρεσα έκαµα το χρέος µου. Είδα την πατρίδα µου ελεύθερη, είδα εκείνο όπου ποθούσα και εγώ και ο πατέρας µου και ο πάππος µου και όλη η γενιά µου καθώς και όλοι οι Ελληνες. Και έτσι απεφάσισα να πάω εις ένα περιβόλι, όπου είχα έξω από τ’ Ανάπλι. Επήγα, εκάθησα και απερνούσα τον καιρό µου καλλιεργώντας. Και ευχαριστούµην να βλέπω να προοδεύουν τα µικρά δένδρα που εφύτευα». Το ίδιο προέτρεπε να κάνουν και οι συνεργάτες του, θέλοντας έµµεσα να δηλώσει ότι δεν τον αφορούσαν τα πολιτικά πράγµατα. Μάλιστα, έφτασε στο σηµείο να προσφέρει ευγενικά στη βασιλική αυλή και το κάστρο της Καρύταινας που είχε φτιάξει ο ίδιος µε δικά του χρήµατα. Όλα αυτά όµως δεν θα αποτρέψουν τη σύλληψή του.

«ΜΟΥ ΕΦΑΙΝΕΤΟ ΟΝΕΙΡΟ»

Μεσάνυχτα της 6ης προς την 7η Σεπτεµβρίου 1833, χωροφύλακες συλλαµβάνουν τον Κολοκοτρώνη -χωρίς εκείνος να προβάλει αντίσταση- στο περιβόλι που είχε αποτραβηχτεί και τον οδηγούν στις φυλακές του Παλαµηδίου χωρίς να γνωρίζει τον λόγο. Ιδού πώς αναφέρει τη σύλληψη ο ίδιος ο λαοφιλής εθνικός ήρωας στα αποµνηµονεύµατά του: «Εκεί (σ.σ.: στο Ναύπλιο) ήλθαν τη νύχτα εις τες 7 Σεπτεµβρίου, και µε επήρε ο Κλεώπας, µοίραρχος, µε 40 χωροφύλακες και µε επήγε εις το Ιτς Καλέ και µε παράδωσε εις τον φρούραρχο και µ’ έβαλαν 6 µήνες µυστική φυλακή, χωρίς να ιδώ άνθρωπο, εκτός του δεσµοφύλακα. ∆εν ήξευρα τι γίνεται διά έξη µήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος απέθανε, ούτε ποιον έχουν εις την φυλακήν.

Ποτέ δεν δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά µας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω
∆ιά τρεις ηµέρες δεν ήξευρα πως υπάρχω, µου εφαίνετο όνειρο& ερωτούσα τον εαυτόν µου, αν ήµουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανείς& δεν εκαταλάβαινα διατί µε έχουν κλεισµένο». Συλλαµβάνεται επίσης ο στρατηγός ∆ηµήτρης Πλαπούτας, καθώς και ακόµη 16 οπλαρχηγοί και στρατιωτικοί που ήταν αφοσιωµένοι στο καποδιστριακό Ρωσικό Κόµµα, συµπεριλαµβανοµένου και του γιου τού «Γέρου του Μοριά», Γενναίου. Πάνω από µισό χρόνο παρέµεινε στο κελί ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, χωρίς να έχει καµία επαφή µε τον έξω κόσµο. Το πλήρες κατηγορητήριο θα το µάθει στο δικαστήριο. Υποκίνησε, λέει, συνωµοσία «προς παράλυσιν της βασιλικής εξουσίας και εις προπαρασκευήν εµφυλίου πολέµου» ώστε «να καταργήσει το καθεστώς πολίτευµα του έθνους».

Παράλληλα, οι κατηγορούµενοι «παρεκίνησαν υπηκόους να υπογράψουν παράκλησιν προς ξένην δύναµιν επί σκοπώ της καταργήσεως της Υψηλής Αντιβασιλείας», υπονοώντας τη Ρωσία. Ως απόδειξη παρουσιάστηκε µια επιστολή του ήρωα της Επανάστασης προς τον τσάρο, που αφορούσε όµως την επίλυση µοναστηριακών ζητηµάτων.

ΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ

«Κρατάω 49 χρόνους στο χέρι το σουλντάδο (σ.σ.: ντουφέκι) και πολεµώ για την πατρίδα»

Η ανατριχιαστική απολογία του Κολοκοτρώνη, το σαθρό κατηγορητήριο, η παρέλαση ψευδοµαρτύρων και ο σκιώδης ρόλος του Σκοτσέζου εισαγγελέα στην καταδίκη των κατηγορουµένων, που θα οδηγούσε τον εθνικό ήρωα ένα βήµα πριν από την γκιλοτίνα
Ώρα 11.00 το πρωί της 30ής Απριλίου 1834, η αίθουσα είναι ασφυκτικά γεµάτη: από παλιούς αγωνιστές, καπετάνιους, συγγενείς των κατηγορουµένων, κοτζαµπάσηδες, οµογενείς του εξωτερικού, Βαυαρούς, ξένους διπλωµάτες και από αρκετό απλό κόσµο που απαρτιζόταν ακόµη και από γυναίκες, κάτι ασυνήθιστο για την εποχή. Ολοι περιµένουν να δουν και να ακούσουν τους κατηγορουµένους που µόλις έχουν φτάσει σιδηροδέσµιοι υπό τη συνοδεία ισχυρής δύναµης της Χωροφυλακής. Φορούν την απλή στολή του καπετάνιου, χωρίς παράσηµα. Θα εξεταστούν ένας ένας. Ο 48χρονος στρατηγός ∆ηµήτρης Πλαπούτας οδηγείται σε έναν διπλανό χώρο, καθώς οι δικαστές θα ξεκινήσουν µε την κατάθεση του «Γέρου του Μοριά», ο οποίος, παρά την καταπόνηση από τις κακουχίες, εξακολουθεί να προκαλεί δέος σε όσους τον αντικρίζουν. Στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου δεν στέκεται ακόµη ένας οπλαρχηγός, αλλά προσωποποιηµένη η Επανάσταση του ’21.

Ο πρόεδρος της έδρας Αναστάσιος Πολυζωίδης καλεί τον κατηγορούµενο να εγερθεί και να ορκιστεί στο Ευαγγέλιο.

Πρόεδρος δικαστηρίου: Πώς ονοµάζεσαι;

Κατηγορούµενος: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Πρόεδρος: Πόθεν κατάγεσαι;

Κατηγορούµενος: Από το Λιµποβίσι της Καρύταινας.

Πρόεδρος: Πόσων ετών είσαι;

Κατηγορούµενος: Εξήντα τεσσάρων. Γεννήθηκα το 1770, τρεις του Απρίλη.

Πρόεδρος δικαστηρίου: Τι επάγγελµα κάνεις;

Κατηγορούµενος: Στρατιωτικός. Κρατάω 49 χρόνους στο χέρι το σουλντάδο (σ.σ.: ντουφέκι) και πολεµώ για την πατρίδα. Το ακροατήριο ανατριχιάζει στα λόγια του εθνικού ήρωα. Αργότερα θα προσθέσει πως «πολεµούσα νύχτα-µέρα για την πατρίδα.

Πείνασα, δίψασα, δεν κοιµήθηκα µια ζωή. Είδα τους συγγενείς µου να πεθαίνουν, τ’ αδέρφια µου να τυραννιούνται και τα παιδιά µου να ξεψυχάνε µπροστά µου. Μα δεν δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά µας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω».

ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΤΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Ο Κολοκοτρώνης θα αρνηθεί τα πάντα. «Ύστερα από τον φόνο του κυβερνήτη», θα πει (εννοώντας τον Ιωάννη Καποδίστρια), «η πατρίδα ήτανε χωρισµένη στα δύο. Εγώ έκαµα ό,τι µπορούσα για να σταµατήσει ο εµφύλιος σπαραγµός. Όταν έµαθα την εκλογή του βασιλιά, του έστειλα, µαζί µε τους φίλους µου, µια αναφορά φανερώνοντας την αφοσίωσή µας. Όταν ήρθε στ’ Ανάπλι, σκόρπισα τους ανθρώπους µου και εγώ τράβηξα στο περιβόλι µου να ησυχάσω». Ο πρόεδρος του δικαστηρίου θα τον ρωτήσει σε αυτό το σηµείο µε απορία: «Τότε γιατί αντενέργησες στον βασιλιά σου και στην αντιβασιλεία;».

Ο κατηγορούµενος εξανίσταται: «Εγώ να αντενεργήσω; Μα δεν ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι και όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωµού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να µου λείψουν οι φροντίδες; Τώρα που ο Θεός µας έδωσε βασιλιά, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους µου: “Τώρα είµαι ευτυχής. Θα κρεµάσω την κάπα µου στον κρεµανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα µου ν’ αποθάνω ήσυχος και ευχαριστηµένος”». Αυτά είπε ο «Γέρος» και κάθισε στον πάγκο του, ενώ στην αίθουσα απλώθηκε βαθιά σιωπή. Κατόπιν απολογήθηκε ο Πλαπούτας, αρνούµενος κι αυτός κάθε κατηγορία.

«Εµείς το ‘χουµε ψηλά και καθαρό το κούτελο και δεν µηχανευόµαστε βρωµοδουλειές όπως η αφεντιά εκείνων που µας κατηγορούν για αναρχικούς. Ό,τι έχουµε να πούµε το λέµε ντρέτα και σταράτα. Κύριοι δικαστές, είµαστε αθώοι. Άλλοι είναι οι εχθροί και προδότες της πατρίδας» θα πει. Ακολούθησε η εξέταση 44 µαρτύρων κατηγορίας και 115 µαρτύρων υπεράσπισης, στις καταθέσεις των οποίων αποτυπώνονται οι αντιπαλότητες µεταξύ κοµµάτων και φατριών, καθώς επίσης και οι αντιπαραθέσεις των ξένων δυνάµεων. Από την άλλη, οι συνήγοροι υπεράσπισης στις αγορεύσεις τους απέδειξαν το αβάσιµο των όσων προσάπτονταν στους δύο άνδρες, στηλιτεύοντας τη στάση µιας σειράς ψευδοµαρτύρων που δρούσαν κατόπιν συνεννόησης µε τον εισαγγελέα της έδρας, τον Σκοτσέζο φιλέλληνα Εδουάρδο Μέισον. Πρόκειται για ένα αµφιλεγόµενο πρόσωπο που, όπως αναφέρει και ο Γερµανός ιστορικός Καρλ Μέντελσον-Μπαρτόλντι, ήταν «εµπαθής πολέµιος της ρωσικής µερίδος» και «είχε υπερασπιστεί µε πάθος τον φονιά του Καποδίστρια, Γεώργιο Μαυροµιχάλη».

Η ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΜΕΪΣΟΝ

Η αγόρευση του πρώτου χρονικά εισαγγελέα του νεοσύστατου ελληνικού κρατιδίου κράτησε 5,5 ώρες και στην ουσία ήταν µια επανάληψη των όσων είχαν υποστηρίξει οι µάρτυρες κατηγορίας. Πριν ξεκινήσει η δίκη, ο Μέισον είχε καλέσει στο σπίτι του και τα πέντε µέλη της έδρας και αφού τους παρουσίασε όσα στοιχεία είχαν συγκεντρωθεί κατά το στάδιο της προανάκρισης, τους ρώτησε αν τα έβρισκαν αρκετά για να καταδικαστούν οι δύο στρατηγοί. Ο 32χρονος θερµός θιασώτης της ανεξάρτητης ∆ικαιοσύνης Αθανάσιος-Αναστάσιος Πολυζωίδης, ο οποίος θα εκτελούσε χρέη προέδρου, απάντησε εξαρχής αρνητικά. Στην πορεία επιχειρήθηκε ο επηρεασµός του, όπως και του έτερου αδέκαστου µέλους -και συνοµήλικου του προέδρου- Γεώργιου Τερτσέτη.

Ήταν ξεκάθαρο ότι, εκτός από αυτούς τους δύο, οι άλλοι τρεις δικαστές είχαν αποφασίσει εξαρχής να καταδικάσουν σε θάνατο τους κατηγορουµένους. Για την Ιστορία, επρόκειτο για τους ∆ηµήτριο Σούτσο (είχε παντρευτεί την αδελφή του υπουργού ∆ικαιοσύνης Κωνσταντίνου Σχινά και προφανώς αυτό έπαιξε ρόλο στην απόφασή του), ∆ηµήτρη Βούλγαρη (γραφέας στο υπουργείο Εσωτερικών χωρίς νοµικές γνώσεις, ο οποίος διορίστηκε στο δικαστήριο µάλλον λόγω του µίσους που έτρεφε εναντίον των εγκαλουµένων) και Φωκά Φραγκούλη (πρόσωπο φιλικά προσκείµενο στο καθεστώς που υπηρετούσε στο δικαστήριο της Χαλκίδας και µετατέθηκε στο Ναύπλιο).

«Καλύτερα που µε σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια» θα πει σχεδόν ατάραχος ο «Γέρος του Μοριά» στο άκουσµα της απόφασης.

ΤΑ ΑΔΕΚΑΣΤΑ ΜΕΛΗ

Η ακροαµατική διαδικασία θα διαρκέσει 26 ηµέρες και µέχρι την Παρασκευή 25 Μαΐου, όταν οι δικαστές αποσύρονται προκειµένου να συσκεφθούν. Το Σάββατο η αίθουσα του δικαστηρίου είναι κατάµεστη και όσοι δεν έχουν προλάβει να πιάσουν θέση έχουν κατακλύσει την πλατεία Συντάγµατος. Άπαντες περιµένουν µε αγωνία την απόφαση. Στη σύσκεψη, ο Τερτσέτης επιχειρεί µε δάκρυα στα µάτια να επηρεάσει τους «µιληµένους» συναδέλφους του να µην καταδικάσουν τους προφυλακισµένους. Ο πρόεδρος Πολυζωίδης δίνει κι αυτός από την πλευρά του την ύστατη µάχη για την αθώωσή τους. Στρεφόµενος προς τους συναδέλφους που διαφωνούν, θα πει: «Θεωρώ την απόφασή σας εντελώς άδικη. ∆εν στηρίζεται σε αποδείξεις, αλλά σε ψευδέστατη βάση και αποτελεί προσβολή και αυτού του ιερού ονόµατος της αλήθειας». Οι τρεις, ατάραχοι, τον καλούν να υπογράψει πρώτος την απόφαση.

Όταν εκείνος αρνείται, παρεµβαίνει ο υπουργός ∆ικαιοσύνης Κωνσταντίνος Σχινάς που είναι παρών. «Ε, και η υποµονή έχει τα όριά της» θα πει, διατάζοντας τους χωροφύλακες να αρπάξουν τον πρόεδρο και να τον οδηγήσουν στην έδρα. Τον σπρώχνουν, τον βρίζουν και τον πηγαίνουν στη δικαστική αίθουσα µε σκισµένα ρούχα. Επειδή αρνείται να διαβάσει την απόφαση, ο υπουργός τη δίνει στον γραµµατέα. Ο Πολυζωίδης βάζει τα χέρια στο πρόσωπό του και κλείνει τα µάτια, καθώς δεν µπορεί να βλέπει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη -που παίζει ατάραχος τις χάντρες του κοµπολογιού του- και τον συγκατηγορούµενό του Πλαπούτα. Το δικαστήριο, µε ψήφους 3 έναντι 2, κρίνει τους κατηγορουµένους ένοχους και τους καταδικάζει στην ποινή του θανάτου.

Στο άκουσµα της ποινής ο λαός αγανακτεί, ενώ ο Κολοκοτρώνης κάνει τον σταυρό του. «Κύριε ελέησον. Μνήσθητί µου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» θα πει. Βγάζει µια πρέζα καπνό από την ταµπακέρα του προκειµένου να στρίψει τσιγάρο. Κάποιος από το ακροατήριο του φωνάζει «άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ». «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που µε σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια» θα απαντήσει. ∆ίπλα του ο Πλαπούτας είναι πολύ ταραγµένος και δάκρυα κυλούν από τα µάτια του. Ο Κολοκοτρώνης τον κοιτά µε συµπόνια: «∆εν λυπάµαι για τον εαυτό µου, αλλά γι’ αυτόν εδώ που έχει επτά κόρες (σ.σ.: είχε και έναν γιο)».

Αφού άδειασε το τζαµί, οι χωροφύλακες έδεσαν τα χέρια των θανατοποινιτών και τους συνόδευσαν προς το Ιτς Καλέ. Ο Κολοκοτρώνης τους ρώτησε, χωρίς να πάρει απάντηση: «Πού;». Πίστευε ότι θα τους οδηγούσαν κατευθείαν στην καρµανιόλα. Το κλίµα αναταραχής που έχει προκληθεί σε όλο το Ναύπλιο γίνεται γνωστό στην αντιβασιλεία. Ένα από τα τρία µέλη της, ο Ιωσήφ-Λουδοβίκος, κόµης του Αρµανσπεργκ, πληροφορεί τον Όθωνα για τα καθέκαστα. Ο άνακτας, τρεις µέρες µετά τη δίκη, δίνει εντολή να µετατραπεί η ποινή των στρατηγών σε 20ετή φυλάκιση.

«Ευχαριστώ τον βασιλιά, µα θα τον γελάσω. ∆εν θα ζήσω τόσα χρόνια» θα σχολιάσει ο Κολοκοτρώνης. Όταν τον Μάιο του 1835 ο Όθων ενηλικιώθηκε, η πρώτη πράξη που υπέγραψε ήταν η αποφυλάκιση του «Γέρου του Μοριά» και των άλλων αγωνιστών.

Ακολούθως θα τον διορίσει σύµβουλο της Επικρατείας. «Ο λαός ακόµη και τώρα έχει την ανάγκη σου» θα του πει ο µονάρχης.