ΛΙΓΟ πριν από τον απαγχονισμό του στο φρούριο του Βελιγραδίου, ο οραματιστής της Ελληνικής Επανάστασης και της κοινωνικής χειραφέτησης όλων των λαών των Βαλκανίων Ρήγας Φεραίος, είπε: «Εγώ αρκετό σπόρο έσπειρα, άλλοι έρχονται να θερίσουν».

Σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη, η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν η πρώτη μεγάλη εξέγερση εναντίον των Οθωμανών του δεκάτου ενάτου αιώνα στα Βαλκάνια. Σχεδόν μια δεκαετία πριν από τη κήρυξη της Επανάστασης του 1821, μεταξύ 1804-1813, οι Σέρβοι του Σαντζακίου του Σμεντέροβο εξεγέρθηκαν κατά των Οθωμανών δυναστών τους, εν πρώτοις, σε διαμαρτυρία κατά της πραξικοπηματικής κατάληψης της εξουσίας από μία ομάδα τοπικών γενίτσαρων και, στη συνέχεια, αναζητώντας πλήρη ανεξαρτησία. Αν και η πρώτη εξέγερση συντρίφθηκε βίαια, αναγκάζοντας το ένα τέταρτο του πληθυσμού να αναζητήσει καταφύγιο στην Αυστριακή Αυτοκρατορία, μία δεύτερη εξέγερση που ξέσπασε το 1815, τελικά κατάφερε να εξασφαλίσει τη σερβική αυτονομία και την ανεξαρτησία της χώρας αυτής.

Σε όλα τα στάδια του αγώνα της Σερβίας για ανεξαρτησία, οι Σέρβοι βοηθήθηκαν από Έλληνες μαχητές και διπλωμάτες. Συγκεκριμένα, ο πρώτος ιστορικός της Σερβικής Επανάστασης ήταν Έλληνας, ο Τριαντάφυλλος Δούκας, από τον οποίο μαθαίνουμε ότι ήδη από το 1806 ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη ανέφερε ότι «οι Τούρκοι έχουν εξαγριωθεί με τους Έλληνες λόγω των συνωμοσιών τους με τους Σέρβους».

Αναφέρει, επίσης, ότι σημαντικός αριθμός Ελλήνων χωρικών συνελήφθη από τους Οθωμανούς, με την υποψία ότι συνεργάζονταν με τους Σέρβους επαναστάτες. Τόσο σημαντική ήταν η ελληνική συμβολή στον αγώνα για την ελευθερία της Σερβίας, ώστε κατόπιν της αποτυχίας της πρώτης εξέγερσης, ο Σέρβος επαναστάτης ηγέτης, Καραγιώργης Πέτροβιτς, διέφυγε στη Μολδαβία, όπου εντάχθηκε στην Φιλική Εταιρεία, υποστηρίζοντας ενεργά τις προετοιμασίες για την Ελληνική Επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.

Στη Σερβική Εξέγερση συμμετείχαν επιφανείς επαναστατικές προσωπικότητες του ελληνικού αγώνα. Ο Θεσσαλός αρματολός Νικοτσάρας συμμετείχε στην εξέγερση μαζί με σώμα 550 ανδρών. Ο Βλάχος συμπατριώτης του Γιωργάκης Ολύμπιος, η πρώιμη σταδιοδρομία του οποίου περιλάμβανε την προστασία χωριών της Ηπείρου από τις επιδρομές του Αλή Πασά, μετακόμισε στη Σερβία το 1798 και, με το όνομα Καπετάν Γιωργκάτς, πολέμησε με τον Καραγιώργη στις κυριότερες μάχες της Εξέγερσης. Επιπλέον, νυμφεύτηκε τη Σερβίδα Τσουτσούκ Στάνε, χήρα του επιφανούς Σέρβου επαναστάτη Χαϊντούκ Βέλκο. Καταφεύγοντας στη Μολδαβία με τον Καραγιώργη κατά τη συντριβή της εξέγερσης, συνέβαλε στη διευκόλυνση της επιστροφής του ίδιου στη Σερβία το 1817, με την ελπίδα ότι η σερβική εξέγερση θα απασχολούσε τα οθωμανικά στρατεύματα που διαφορετικά θα κατέπνιγαν την προγραμματισμένη Ελληνική Επανάσταση.

Ο Κοντάς Μπίμπασης, γνωστός στη Σερβία ως Konda Bimbasha, Βλάχος από τα Ιωάννινα, υμνείται στη σερβική παράδοση, ως ο ηρωικός μαχητής που κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Βελιγραδίου κατάφερε να διεισδύσει στην πόλη κρυφά και να ανοίξει την πύλη του Αγίου Σάββα, επιτρέποντας στους Σέρβους μαχητές να εισέλθουν στην πόλη. Μισθοφόρος αρχικά του οθωμανικού στρατού, ο Μπίμπασης εντάχθηκε στο επαναστατικό σώμα των Σέρβων με το βαθμό του ταγματάρχη.

Έχοντας πλήρη γνώση των οχυρών και αμυντικών θέσεων του Βελιγραδίου, επινόησε ένα σχέδιο μυστικής διείσδυσης στην πόλη, προσποιούμενος, μαζί με πέντε άντρες του σώματός του, τους Οθωμανούς στρατιώτες. Αναρριχήθηκε στην προπύργια του φρουρίου και δρασκέλισε τον οχυρωματικό φράχτη. Στη συνέχεια, επιτέθηκε στους φρουρούς, ενώ οι άνδρες του έσπασαν τις κλειδαριές της πύλης του Αγίου Σάββα με τσεκούρια. Εκεί, ο Μπίμπασης λαβώθηκε πέντε φορές αλλά συνέχισε τον αδιάλειπτο αγώνα του μέχρι τον τελικό του θάνατο στη μάχη της Λωζνίτσας το 1807. Ως διαχρονική μορφή ρομαντισμού, υπάρχει ως χαρακτήρας στην όπερα του Σβέτομηρ Ναστασίγεβιτς «Η Πρώτη Εξέγερση», ενώ μία οδός του Βελιγραδίου δικαίως φέρει το όνομά του, η Kondina ulija.

Ο Πέτρος Ίτσκος, παρείχε ανεκτίμητες υπηρεσίες στη Σερβική εξέγερση, ως διπλωμάτης. Βλάχος από την Κατρανίτσα της δυτικής Μακεδονίας, μετανάστευσε στη Σερβία αναζητώντας εμπορικές ευκαιρίες. Ως πυλώνας της εμπορικής κοινότητας του Βελιγραδίου, θεωρείτο έμπιστος από τις οθωμανικές Αρχές και ως εκ τούτου τον διόρισαν δραγουμάνο στις οθωμανικές διπλωματικές αποστολές στο Βερολίνο και τη Βιέννη. Κατά την έξαρση της σερβικής εξέγερσης, έσπευσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Καραγιώργη και παρείχε πολύτιμες οδηγίες για την πλοήγηση των μηχανορραφιών και των αντιρρήσεων των ευρωπαϊκών δυνάμεων, στην ανεξαρτησίας της Σερβίας. Τόσο αξιοσημείωτη ήταν η επιρροή του στο κίνημα της εξέγερσης ώστε να σταλεί από την ηγεσία των Σέρβων ως εκπρόσωπό τους στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατάφερε να διαπραγματευτεί μια ευνοϊκή ειρηνευτική συνθήκη, γνωστή ως «η ειρήνη του Ίτσκου», με την αναγνώριση μιας μορφής αυτονομίας και σαφέστερης καθορισμού των φόρων για τη Σερβία. Επιστρέφοντας στο Βελιγράδι, έμεινε μόνιμα εκεί ως επίτιμος πολίτης, πεθαίνοντας στις 5 Μαΐου 1808, πιθανώς ως αποτέλεσμα δηλητηρίασης από την οικογένεια Ομπρένοβιτς, η οποία διεκδικούσε την ηγεσία της Σερβίας από τους Καραγιώργεβιτς. Το σπίτι του Ίτσκου εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό πολιτιστικό ορόσημο στο Βελιγράδι σήμερα, ενώ το σπίτι του ο γιου του, Ναούμ, επίσης διπλωμάτης, σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε από Έλληνες αρχιτέκτονες, και είναι η παλαιότερη, συνεχώς λειτουργούσα παραδοσιακή ταβέρνα του Βελιγραδίου.

Η μοίρα του Ναούμ Καρνάρα, γνωστού ως Ναούμ Κρναρ, Βλάχου από τη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου, υπογραμμίζει τη λεπτή θέση των Ελλήνων μαχητών κατά τη διάρκεια της σερβικής εξέγερσης, όταν παράλληλα διεξάγονταν εμφύλια διένεξη μεταξύ αντίπαλων φατριών για την εξουσία του κινήματος. Έμπορος δέρματος και γούνας, ο Καρνάρας εγκαταστάθηκε στο Βελιγράδι, και κατά την έναρξη της εξέγερσης, στρατεύτηκε στο πλευρό του Καραγιώργου. Σύντομα διορίστηκε προσωπικός του γραμματέας και πρόεδρος του Σερβικού Κυβερνητικού Συμβουλίου. Συνόδευσε τον Πέτρο Ίτσκο στη διπλωματική του αποστολή στην Κωνσταντινούπολη και διέφυγε από τη Σερβία με τον Καραγιώργη μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης από τους Οθωμανούς. Το 1813, βρήκε καταφύγιο στη Ρωσική Αυτοκρατορία και το 1814 ορκίστηκε ως ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας.

Στις 12 Ιουλίου 1817, μαζί με τον Καραγιώργη, διέσχισε κρυφά το Δούναβη και εισήλθε στη Σερβία, με τη βοήθεια του Γιωργάκη Ολύμπιου, προκειμένου να συνεχίσουν την Σερβική Επανάσταση. Δυστυχώς, ο ηγέτης της δεύτερης Σερβικής εξέγερσης και αντίπαλος του Καραγιώργη, Μίλος Ομπρένοβιτς ο οποίος είχε συνάψει ανακωχή με τους Οθωμανούς, έμαθε για την παρουσία τους. Η τοποθεσία του κρησφύγετου τους στο χωριό Ράντοβαν προδόθηκε, ο Καραγιώργης φονεύτηκε στον ύπνο του με τσεκούρι, ενώ ο Καρνάρας, ο οποίος λούζονταν σε ένα κοντινό ποτάμι, πυροβολήθηκε. Άντρες του Ομπρένοβιτς αποκεφάλισαν τα πτώματα και έστειλαν τα κεφάλια στον σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη. Αφού εκτέθηκαν στο Μουσείο Επιστημών της Κωνσταντινούπολης, οι Σέρβοι θεωρούν ότι Έλληνες έκλεψαν κρυφά το κεφάλι του Καρνάρα και το έκρυψαν σε ένα μουσείο της Αθήνας, αν και αυτό δεν διασταυρώνεται από καμία ελληνική πηγή.

Αν και είναι πασίγνωστοι και τιμώνται στη Σερβία, οι Έλληνες που αγωνίστηκαν για την ανεξαρτησία της χώρας αυτής βρίσκονται κατά μεγάλο βαθμό εκτός της επικρατούσας ελληνικής ιστορικής αφήγησης. Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία των Ελλήνων μαχητών στη Σερβία βρίσκει αντίκρισμα στην εμπειρία των πολλών Σέρβων μαχητών όπως ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, ο Χατζή-Προντάν, ο Σέρβος υπουργός Άμυνας Μλάντεν Μιλοβάνοβιτς, ο Αναστασίου Ντμιτρίεβιτς, ο Κωνσταντίνος Νεμάνια και ο Ράδος Μαυροβουνιώτης, οι οποίοι συμμετείχαν στην ελληνική επανάσταση τόσο στη Μολδοβλαχία όσο και στην Ελλάδα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ στις αρχές της Επανάστασης οι σερβικές στρατιωτικές μονάδες ήταν εθνικά ομοιογενείς, η αμοιβαία εμπιστοσύνη και αίσθηση της αδελφότητας που αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο λαών συνέβαλε την πλήρη ένταξη των στρατών τους. Έτσι, μετά το 1823 οι Έλληνες στρατολογήθηκαν σε Σερβικές μονάδες και αντίστροφα.

Η διαχρονική κληρονομιά της ελληνο-σερβικής συνεργασίας κατά τη διάρκεια των αντίστοιχων αγώνων τους για ανεξαρτησία ήταν η συνειδητοποίηση από τους ηγέτες των δύο χωρών ότι ήταν φυσικοί σύμμαχοι στην προσπάθεια απώθησης των Οθωμανών από τα Βαλκάνια. Ειδικά μετά το 1823, διανοούμενοι όπως ο Αθανάσιος Ψαλίδας και ο αγωνιστής για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, Τσάμης Καρατάσος, απαιτούσαν επίμονα από την ελληνική κυβέρνηση να σχηματίσει συμμαχία με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Αυτή η συμμαχία, αλλά ιδιαίτερα τα αισθήματα αλληλεγγύης που δημιουργήθηκαν, απέφερε καρπούς κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, όπου οι δύο χώρες σχεδόν διπλασίασαν τα εδάφη τους. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, αυτή η αίσθηση αδελφότητας και αλληλεγγύης υπομένει μέχρι σήμερα.