Το Πάσχα την εποχή του κορονοϊού και της καραντίνας

Ένα Πάσχα αλλιώτικο απ' τα άλλα

Προσωπικά δεν ήθελα -σε πείσμα του αόρατου εχθρού– ν’ αλλάξει τίποτε. Όλη τη Μ. Εβδομάδα οι κινήσεις μου ήταν σχεδόν προσδιορισμένες. Ψώνια, λίστες, αγορές περιττών –κάτω από τις συνθήκες– πραγμάτων, πρόγραμμα σφιχτό για να μην παραλείψω κάτι και χαλάσω η ίδια το πρόγραμμα, ενώ οι ψαλμωδίες των Παθών, μέσα στο σπίτι αυτή τη φορά, στη διαπασών λες και απευθύνονταν σε βαριά κωφεύοντα ώτα.

Ερωτήσεις όπως «καλά, τί να τα κάνεις τόσα αυγά» ή ‘ «γιατί ανοίγεις το τραπέζι», έρχονταν και παρέρχονταν, χωρίς να μ’ αγγίζουν.

Μέχρι που ήλθε η Κυριακή του Πάσχα και τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους…

Οι ρυθμοί ασυνήθιστα αργοί «μιας και δεν συνέτρεχε λόγος», για να κλέψω μια φράση του πατέρα μου, το σκηνικό σίγουρα διαφορετικό από αυτό που θυμάμαι όλα τα χρόνια της ζωής μου, την ημέρα του Πάσχα. Όχι άχαρο, γιατί κάτι τέτοιο δεν θα επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου, απλά αλλιώτικο.

Τώρα που ανοίγω τις πόρτες κι άλλων σπιτιών, εκ των υστέρων βέβαια, μιας και στην εποχή των ανατροπών που ζούμε, τα πάντα περιορίζονται αλλά και πλείστα επιτρέπονται, σας μεταφέρω τί είδα και άκουσα.

«Κατ’ αρχήν, δεν ντύθηκα όπως συνήθως. Τα φαγητά που ετοίμασα καμία σχέση με τα προηγούμενα τέτοια μέρα. Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες, ούτε αρνάκι έβαλα στο φούρνο ούτε θαλασσινά αγόρασα ούτε εξωτικές σαλάτες και εκατό γλυκά έκανα» λέει η Μαρία Καράμπελα που, όπως και να το κάνεις, μια χαριτωμένη και επιτρεπόμενη υπερβολή στο λόγο, έχει.

«Ήταν γενικά μια καταθλιπτική μέρα γιατί μας έλλειψαν τα παιδιά, τα εγγόνια, οι αγκαλιές, οι χαρούμενες φωνές, ακόμη κι αυτές οι αταξίες τους!» καταλήγει αφήνοντας τα υπόλοιπα στη φαντασία μας.

Και ο μάστορας της σούβλας ετοιμάζει απτόητος τα καθιερωμένα. Φώτο: Supplied

ΚΡΥΦΤΗΚΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

« Βγήκα έξω το πρωί της Κυριακής, όπως συνηθίζω, να χαιρετίσω τα πουλιά που μαζεύονται στο σιντριβάνι και έλλειπαν. Μια ησυχία καταθλιπτική. Για πρώτη φορά, όλες αυτές τις δεκαετίες που είμαι σ’ αυτό το σπίτι, συνέβη κάτι τέτοιο. Μέχρι σήμερα δεν μπορώ να το εξηγήσω. Λες και διαισθάνθηκαν τη λύπη μας. Ξέρεις ο Αντώνης φέτος δεν έκανε τίποτε. Και θυμάσαι άλλες φορές» λέει η Αικατερίνη Μπαλούκα.

Ζαχαροπλάστης ο Αντώνης, μετέτρεπε τέτοιες μέρες την κουζίνα σε φούρνο ζαχαροπλαστικής που περνώντας από τις ολάνθιστες πασχαλιές για να φτάσεις εκεί ήταν μια πραγματική εμπειρία. Αδύνατον να φύγεις χωρίς να απολαύσεις, το λιγότερο, έναν ελληνικό μέτριο με γαλακτομπούρεκο που μόλις είχε βγει απ’ το φούρνο και να φορτωθείς όλων των ειδών τα γλυκά φεύγοντας. Το «μα, έκανα κι εγώ», ήταν σα να μην το άκουγε. «Φέτος τίποτε», επαναλαμβάνει η Αικατερίνη.

«Αφού δεν περιμένουμε κανέναν. Την Κυριακή του Πάσχα γέμιζε το σπίτι από τα παιδιά, τα εγγόνια. Οι χαρούμενες φωνές τους ηχούν ακόμη στ’ αυτιά μας. Φέτος μείναμε οι δυο μας και είναι όλα τόσο παράξενα. Τόσο ήσυχα και απόμακρα μαζί» καταλήγει.

ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟ

«Η Κωνσταντίνα, 11 χρόνων, στόλισε τον δικό της Επιτάφιο και πήγαμε νύχτα, όλοι μαζί γύρω από το τετράγωνο. Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε όλες τις συνήθειες του Πάσχα, αλλά μας έλλειψε ο εκκλησιασμός τη Μ. Εβδομάδα, ο κόσμος, η ζεστή αγκαλιά και οι εγκάρδιοι χαιρετισμοί των συγγενών και φίλων. Συμπτωματικά κι αυτή η μαγειρίτσα, το ωραιότερο, κατά τη γνώμη μου, φαγητό της χρονιάς» θα πει ο Γιώργος Καπνιάς.

Παρενθετικά να πούμε ότι ο κορονοϊός χτύπησε καίρια και την επιχείρησή του, Southern Cross Limousines, δεδομένου ότι οι μεταφορές από και προς το αεροδρόμιο έχουν μειωθεί κατά 97% σ’ όλον τον κλάδο των ταξί. Αυτό, φυσικά, είναι ένα άλλο θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε μελλοντικά.

«Πιστεύω στην ανανέωση και ας δούμε την περίοδο αυτή ως ένα μεταβατικό στάδιο που θα μας διδάξει πολλά και θα μας φέρει –έστω και με μεγάλο κόστος– σε μια νέα εποχή» καταλήγει σε αισιόδοξο τόνο ο Γιώργος Καπνιάς.

Τα εγγόνια έρχονται αλλά μένουν σε απόσταση ασφαλείας. Φώτο: Supplied

EΣΤΡΩΣΑ ΓΙΑ ΔΥΟ

Μπορεί οι μυρουδιές από το κοντοσούβλι, το αρνί και τα χωριάτικα λουκάνικα του Σπύρου Ρομποτή να έσπασαν τη μύτη των γειτόνων του, την Κυριακή του Πάσχα, η γλυκύτατη, όμως, Ελισσάβετ, η γυναίκα του, θα πει με φανερή μελαγχολία στον τόνο της φωνής, ότι «έστρωσε το τραπέζι για δύο μόνο».

«Το πρωί είχαμε όλη αυτή τη λαχτάρα να ετοιμάσουμε τα πάντα στην ώρα τους, γιατί θα έρχονταν να τα πάρουν τα παιδιά. Ο Σπύρος, μεγάλος μάστορας, στη θέση του με τη σούβλα να γυρίζει και οι μυρουδιές να μας λένε σε ποιο στάδιο βρίσκεται το ψήσιμο.

Όλα καλά μέχρι που ήλθαν τα εγγόνια να μας φέρουν την όμορφη, μοναδική μηλόπιτα και να πάρουν τα ψητά. Να τα βλέπεις τα παιδιά και να μην μπορείς να τα αγκαλιάσεις. Να χάνονται τόσο γρήγορα τα γελαστά προσωπάκια τους και να μένεις με τη λαχτάρα ότι δεν τα χάρηκες, δεν μίλησες μαζί τους, δεν τα χόρτασες. Να έρχονται στο νου σου άλλες χρονιές, άλλες Κυριακές Πάσχα με όλα τα παιδιά γύρω από το τραπέζι ο ένας να προσπαθεί να σκεπάσει τη φωνή του άλλου, με πειράγματα, με τσουγκρίσματα αυγών, με μουσική και χορό που δε χορταίναμε! Πού πήγαν όλα αυτά; Έφυγαν τα παιδιά μέχρι να καταλάβουμε καλά-καλά τι συνέβη και με βαριά καρδιά έστρωσα το τραπέζι για δύο. Τόσο παράξενο, τόσο εξωπραγματικό που ακόμη δεν το χωράει ο νους μου!»

«Πάνω απ’ όλα, αυτές τις μέρες που ανάμεσά μας κάνει βόλτες, αόρατος ο κορονοϊός, εμένα με πείραξε που έβλεπα τις πόρτες των εκκλησιών κλειστές και αμπαρωμένες. Θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό, στην Καλλονή Λέσβου, τις χαρμόσυνες καμπάνες της Ανάστασης, αλλά κι’ εδώ όλα αυτά τα χρόνια που δεν μας έλλειψε ο εκκλησιασμός», λέει η Μαρία Καράμπελα.

Τα ακούω όλα αυτά σήμερα και μου έρχονται στο νου οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου από την «Εαρινή Συμφωνία»:

«Άκου τα σήμαντρα
Των εξοχικών εκκλησιών
Φτάνουν από πολύ μακριά
Από πολύ βαθειά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
Απ’ την άγνοια των χελιδονιών
Απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
Απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστερώνες
Των ταπεινών σπιτιών».

Ακούσματα και εμπειρίες που οι αναμνήσεις τις κάνουν πιο επώδυνες όταν τα σήμαντρα των εκκλησιών τέτοιες μεγάλες μέρες δεν ηχούν και οι πόρτες των ναών μένουν ερμητικά κλεισμένες.

Προσωρινά, θέλουμε να ελπίζουμε, περιμένοντας μια Άνοιξη που ο κόσμος θα ξεχυθεί πάλι στους δρόμους χωρίς μάσκες, χωρίς φόβο, με την ψυχή καθαρή και την καρδιά γεμάτη αγάπη για τον συνάνθρωπο.