Σε ξενοδοχείο του Γουότφορντ, προαστίου του Λονδίνου, στις 3 Δεκεμβρίου 2019 έγινε η Σύνοδος των 29 κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, για την επέτειο των 70 χρόνων από την σύστασή του το 1949, αλλά και για να καλύψουν τις πρόσφατες διαφορές που ήρθαν στο φως ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία και την Τουρκία.

Ο όρος ΝΑΤΟ είναι η συντομογραφία του North Atlantic Treaty Organization, ο οποίος είναι ένας διεθνής πολιτικός και στρατιωτικός οργανισμός, με έδρα τις Βρυξέλλες του Βελγίου, στόχος του οποίου είναι η διασφάλιση της ελευθερίας των κρατών που είναι μέλη του με διπλωματικά μέσα, και αν προκύψει ανάγκη, και με στρατιωτικά.

Το 1949 τα 12 ιδρυτικά μέλη του ΝΑΤΟ ήταν οι ακόλουθες χώρες:

Βέλγιο, Καναδάς, Δανία, Γαλλία, Ισλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Ηνωμένο Βασίλειο (Βρετανία) και ΗΠΑ.

Τα υπόλοιπα 17 μέλη ενσωματώθηκαν κατά περιόδους, και είναι οι ακόλουθες χώρες: Ελλάδα, Τουρκία, Γερμανία, Ισπανία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Πολωνία, Βουλγαρία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Αλβανία, Κροατία και Μαυροβούνιο.

Και άλλα κράτη της Ευρώπης μπορούν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ όταν είναι σε θέση να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων του για την ασφάλεια των χωρών του Βόρειου Ατλαντικού.

Στην πρόσφατη σύνοδο τα 29 μέλη του ΝΑΤΟ κατέβαλαν προσπάθειες να εμφανισθούν ενωμένα, και να καλύψουν τις διαφορές που ήρθαν στο φως πρόσφατα ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, την Γαλλία και την Τουρκία, αναφορικά με την επέμβαση της Τουρκίας στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης στην Βόρεια Αφρική.

Αναφορικά με το θέμα της Λιβύης ο Γενς Στόλτενμπεργκ, Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, σε συνέντευξη που έδωσε πριν από την έναρξη της συνόδου, μεταξύ άλλων τόνισε και τα ακόλουθα:

«Δεν είναι η πρώτη φορά που η Συμμαχία βρίσκεται αντιμέτωπη με διαφωνίες τις οποίες πάντοτε κατόρθωνε να τις ξεπεράσει».

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών το ΝΑΤΟ σύναψε συμφωνίες με 40 άλλες χώρες, οι οποίες συνεργάσθηκαν μαζί του σε ένα ευρύ πεδίο ενεργειών που σχετίζονταν με το θέμα της ασφάλειας. Οι χώρες αυτές βρίσκονται στην Μεσόγειο, στην περιοχή του Περσικού Κόλπου, και σε άλλες περιοχές του Πλανήτη. Το ΝΑΤΟ συνεργάζεται και με άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, και τα Ηνωμένα Έθνη.

Τα τελευταία χρόνια το ΝΑΤΟ βρίσκεται αντιμέτωπο με ζητήματα όπως η δυναμική επιστροφή της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή, καθώς και η ανάδυση της Κίνας ως στρατιωτική δύναμη πρώτου μεγέθους.

Ένα άλλο ζήτημα που απασχολεί σοβαρά το ΝΑΤΟ είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, ότι το ΝΑΤΟ βρίσκεται σε κατάσταση εγκεφαλικού θανάτου, και ζήτησε την επανεξέταση της στρατηγικής του.

Ο Εμανουέλ Μακρόν επέμεινε στις δηλώσεις αυτές που επικρίθηκαν σφοδρά από τους Νατοϊκούς συμμάχους του, και ζήτησε εξηγήσεις από την Τουρκία για την στρατιωτική της επέμβαση κατά των κουρδικών δυνάμεων στη βόρεια Συρία, ενώ την κατηγόρησε για συνεργασία με εξτρεμιστικά στοιχεία που σχετίζονται με το Ισλαμικό Κράτος.

Προσερχόμενος στις εργασίες της συνόδου στο Γουότφορντ, ο Εμανουέλ Μακρόν είχε δηλώσει ότι δεν ανακαλεί τις παραπάνω δηλώσεις του, οι οποίες έδωσαν και το έναυσμα για σημαντικές συζητήσεις μεταξύ των συμμάχων.

Ο Εμανουέλ Μακρόν διευκρίνισε ότι στις δηλώσεις του περιλαμβάνεται ο τρόπος διασφάλισης διαρκούς ειρήνης για την Ευρώπη. Η απάντησή του στην ερώτηση «Ποιος είναι ο εχθρός;», απάντησε ως ακολούθως:

«Πιστεύω ότι οι συζητήσεις μας πρέπει να έχουν άλλα θέματα πέραν των οικονομικών ζητημάτων και του προϋπολογισμού. Κατά συνέπεια, πιστεύω ότι αποτελεί ευθύνη μας να άρουμε τις ασάφειες που μπορεί να είναι επιζήμιες, και να ασχοληθούμε με την πραγματική στρατηγική συζήτηση».

Την απόλυτη δέσμευση των ηγετών των χωρών – μελών του ΝΑΤΟ στο άρθρο 5 της Συνθήκης που αφορά τη συλλογική άμυνα της Συμμαχίας, τόνισε και ο Γενικός του Γραμματέας, Γενς Στόλτενμπεργκ, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της συνόδου στο Γουότφορντ.

Ο Γ. Στόλτενμπεργκ υπογράμμισε ότι η συνάντηση έγινε σε πολύ καλό κλίμα, ήταν εποικοδομητική, και ελήφθησαν αποφάσεις που σηματοδοτούν την επέτειο των 70 χρόνων του ΝΑΤΟ, όχι απλά κοιτώντας το παρελθόν, αλλά και οραματιζόμενοι το μέλλον, στο οποίο η συμμαχία θα συνεχίσει να προσαρμόζεται.

Ο ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΙΚΩΝ ΟΠΛΩΝ ΚΑΙ Η ΚΙΝΑ

Σε άλλη δήλωσή του ο Γενς Στόλντενμπεργκ τόνισε ότι πρέπει να αποφευχθεί μια νέα κούρσα όπλων, γιατί είναι δαπανηρή, αλλά και επικίνδυνη, και για τον λόγο αυτόν χρειάζονται συμφωνίες περιορισμού των όπλων, ειδικά των πυρηνικών.

Στο πλαίσιο του ελέγχου των όπλων ο Γενς Στόλντενμπεργκ τόνισε ότι οι ηγέτες συμφώνησαν να υπάρξει κοινή αντιμετώπιση των συνεπειών ασφάλειας από την άνοδο της Κίνας, όπως και στην εξεύρεση τρόπων που θα την ενθαρρύνουν να συμμετέχει σε διευθετήσεις για τον έλεγχο των όπλων στο μέλλον. «Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα στην σωστή κατεύθυνση» είπε και πρόσθεσε: «Η Κίνα είναι ήδη μέλος της συνθήκης ‘Μη Εξάπλωσης Όπλων’, και ένα από αυτά που θα πρέπει να κάνουμε είναι να επανεξετάσουμε αυτήν την συμφωνία την Άνοιξη και να την χρησιμοποιήσουμε ως εργαλείο για να αποφύγουμε περεταίρω διάδοση όπλων».

Για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας οι ηγέτες του ΝΑΤΟ συμφώνησαν σε ένα νέο σχέδιο δράσης που θα ενισχύσει τις προσπάθειες καταπολέμησής της, ενώ επανέλαβαν τη δέσμευσή τους στην αντιμετώπιση του ISIS (Islamic State of Iraq and Syria) και στις αποστολές στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.

Σύμφωνα με ανακοίνωσή τους οι ΗΠΑ αποχώρησαν από την συμφωνία Intermediate-Range Nuclear Forces (INF) μετά την εξάμηνη προθεσμία που είχαν θέσει στις 2 Φεβρουαρίου 2019, δεδομένου ότι η Ρωσική Ομοσπονδία δεν είχε ανταποκριθεί στις κατηγορίες των ΗΠΑ.

Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι τον Δεκέμβριο του 1987 ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρήγκαν, και ο Πρωθυπουργός της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, είχαν υπογράψει Συνθήκη η οποία απαγόρευε την παραγωγή πυραύλων με βεληνεκές από 500 έως 5.500 χιλιόμετρα, οδηγώντας ουσιαστικά στην εξάλειψη πυρηνικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς.

Το ερώτημα είναι εάν η ιστορία επαναληφθεί, και οι ΗΠΑ αναπτύξουν βαλλιστικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς στην Ευρώπη, πώς θα αντιδράσει η Ρωσία. Θα ακολουθήσει ένας νέος ανταγωνισμός εξοπλισμών, ή θα αναζητηθεί μια πιο συγκρατημένη και διπλωματική λύση;

Τα τελευταία χρόνια επικρατεί η αντίληψη πως αν η Κίνα, η οποία διαθέτει την απαιτούμενη τεχνολογία, και δεν περιορίζεται από κάποια σχετική συνθήκη, προβεί στην κατασκευή βαλλιστικών πυραύλων, τότε θα υπάρξει η ανάγκη και το ΝΑΤΟ να χρειασθεί να κάνει το ίδιο ως αντίμετρο.

Ως εκ τούτου, το ΝΑΤΟ θεωρεί την Κίνα ως μια χώρα που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια των 29 χωρών-μελών, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Handelsblatt, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα ακόλουθα:

«Για ‘ευκαιρίες και προκλήσεις’ κάνει λόγο το ΝΑΤΟ, εκτιμώντας ότι αυτές είναι απόρροια της ‘μεγαλύτερης επιρροής’ και της ‘διεθνούς πολιτικής’ της Κίνας. Αυτό σημαίνει επίσης ότι η Συμμαχία δεν επιδιώκει μια ανοιχτή αντιπαράθεση με το Πεκίνο, και κάνοντας λόγο για ευκαιρίες εκφράζει την προθυμία να ξεκινήσει διάλογο με την Κίνα».

Η ίδια εφημερίδα ανέφερε και τα ακόλουθα: «Εδώ και καιρό η Κίνα θεωρείται νέα απειλή στο ραντάρ του ΝΑΤΟ. Σε ό,τι αφορά τον Πλανήτη Γη, η Συμμαχία θέλει να προετοιμαστεί για το ότι η Κίνα θα θελήσει να ελέγξει με την πρωτοβουλία του Νέου Δρόμου του Μεταξιού τις θαλάσσιες και εμπορικές οδούς. H Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έχει ήδη εισχωρήσει στην Ευρώπη και στην Αφρική. Το Πεκίνο κατασκευάζει οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα στην Ανατολική Ευρώπη, συμμετέχει σε μεγάλα λιμάνια, όπως το λιμάνι του Πειραιά στην Ελλάδα … Παντού στη Δύση κυριαρχεί η δικαιολογημένη ανησυχία ότι μέσω της εταιρείας Ηuawei το κινεζικό κράτος θα μπορούσε να είναι σε θέση να ελέγξει τις τηλεπικοινωνίες στην Ευρώπη».

Σε άλλο σημείο του προαναφερθέντος άρθρου τονίζονται τα ακόλουθα: «Η μεγάλη δύναμη του ΝΑΤΟ ήταν και είναι η αποτροπή, βασισμένη στην αμοιβαία υπόσχεση για κοινούς αγώνες έναντι επίθεσης σε κάποιο από τα μέλη του. Το σαφές μήνυμα προς την Κίνα για παρακολούθηση των κινήσεών της θα πρέπει να λειτουργήσει ανασταλτικά απέναντι στην ανάγκη της να επεκταθεί».

Με άλλα λόγια, μετά από 70 χρόνια της ύπαρξής του, το ΝΑΤΟ βρίσκεται αντιμέτωπο με νέες και σοβαρές προκλήσεις. Ας ελπίσουμε πως τελικά θα επικρατήσει η κοινή λογική, για το καλό της ανθρωπότητας.