Μετά από δέκα χρόνια δράσης της ΔΕΜΕ (Διακυβερνητική Επιτροπή Μετανάστευσης εξ Ευρώπης), το ελληνικό στοιχείο ενδυναμώθηκε πολύ στο Σίδνεϊ καθώς ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων μεταναστών εγκαταστάθηκε στην πόλη. Όσο ο ελληνικός πληθυσμός μεγάλωνε, τόσο ενισχυόταν το ελληνικό επιχειρηματικό δίκτυο, με όλο και περισσότερα ελληνικά καταστήματα να ανοίγουν στα προάστια της πόλης όπως το Surry Hills, το Redfern και το Newtown, τα οποία αποτελούσαν σημεία εγκατάστασης των νέων μεταναστών.

Αυτό που έλειπε από τους μετανάστες εκείνης της εποχής ήταν η κοινωνική ζωή καθώς δεν υπήρχαν επιλογές γι’ αυτούς. Έτσι, η ανάγκη εξεύρεσης τέτοιων επιλογών οδήγησε, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1950 με αρχές της δεκαετίας του 1960, σε εναλλακτικές λύσεις όπως ο κινηματογράφος Lawson στο Redfern, όπου προβάλλονταν ελληνικές ταινίες και η ίδρυση του Πανελλήνιου Ποδοσφαιρικού Συλλόγου (Pan Hellenic Soccer Club) που αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της ελληνικής κοινότητας του Σίδνεϊ στον αθλητικό χώρο.

Για τους Έλληνες μετανάστες του Σίδνεϊ, αυτές οι επιλογές λειτουργούσαν ως διέξοδοι της νοσταλγίας τους για την πατρίδα που άφησαν αλλά και ως μέσα διατήρησης της κουλτούρας τους στη νέα τους πατρίδα.

Η οικογένεια Μάρκου στο νυχτερινό κέντρο “Βράχος”. Ο Πολ και η σύζυγός του, Ελένη, με τις κόρες τους Ουρανία και Μαρία. Φώτο: Μαρία Μάρκου

Με τη μουσική ως αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού, η δημιουργία μιας τοπικής ελληνικής μουσικής σκηνής ήταν αναπόφευκτη. Τα εγκαίνια του νυχτερινού κέντρου «Βράχος» το 1963 από τον Απόστολο Μάρκου (από το Παλαιοχώρι της Λέσβου) – ή «Πολ» όπως τον θυμούνται όλοι – και τον συνέταιρό του, Νικήτα, ήταν μέρος της γένεσης της ελληνικής μουσικής σκηνής του Σίδνεϊ . Το κέντρο βρισκόταν στη γωνία των οδών King and Mary, στο Newtown, δηλαδή στην καρδιά των ελληνικών κοινοτήτων των εσωτερικών προαστίων Enmore , Newtown και Erskinville.

Μπορεί τελικά ο Πολ και ο Νικήτας να άνοιξαν τον «Βράχο» , αλλά ήταν ένας άλλος Παλαιοχωρίτης , ο Ποσειδώνας Καραβάς, ένας μαέστρος με δικές του ορχήστρες στη Λέσβο και πολλές συμμετοχές σε γνωστά συγκροτήματα της μουσικής σκηνής της Αθήνας, που ενθάρρυνε τον Παύλο να κάνει μια τέτοια κίνηση, καθώς διέκρινε την ανάγκη για ένα ελληνικό νυχτερινό κέντρο στην περιοχή.

Για τέσσερις νύχτες την εβδομάδα, από Πέμπτη έως Κυριακή, οι ελληνικές οικογένειες είχαν ένα μέρος για να δειπνήσουν με ελληνικά φαγητά, ακούγοντας και χορεύοντας την αγαπημένη τους μουσική.

Το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης «Βράχος» πήρε το όνομά του από τη μεγάλη επιτυχία του θρυλικού Έλληνα τραγουδιστή Στέλιου Καζαντζίδη με τον τίτλο «Βράχο, βράχο τον καημό μου», με την οποία άνοιγε και το πρόγραμμα του κέντρου κάθε βράδυ.

Η Νίτσα Αλμάζ – Χάντακα με τον Νικήτα Νάρη. Φώτο: Νίτσα Χάντακα

Η άμεση επιτυχία του «Βράχου» βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο οικογενειακό του περιβάλλον, όπως επισημαίνει η κόρη του Πολ, Μαρία.

«Το βασικό χαρακτηριστικό του «Βράχου» ήταν η οικογενειακή ατμόσφαιρα, καθώς ο καθένας μπορούσε να φέρει τα παιδιά του, ακόμη και μωρά της κούνιας. Οι πελάτες ήξεραν ότι θα περάσουν μια υπέροχη βραδιά χωρίς να χρειαστεί να φαλιρίσουν. Θα απολάμβαναν γεύματα σε λογικές τιμές, από τα πιο νόστιμα σουβλάκια με πατάτες και σαλάτες, έως τα πιο φρέσκα θαλασσινά, από καβούρια και αστακούς που αγοράζονταν ζωντανά και μαγειρεύονταν επί τόπου, μέχρι γαρίδες και φρέσκα στρείδια. Άφθονο ποτό κάθε είδους, ζωντανή ελληνική μουσική και αν έκαναν κέφι θα σηκώνονταν να χορέψουν».

Ένας από τους πιο επιτυχημένους ντόπιους Έλληνες τραγουδιστές, ο Γιώργος Λαγουτάρης , υπογραμμίζει τη σημασία του «Βράχου» ως διεξόδου για τους Έλληνες μετανάστες που είχαν ανάγκη να ικανοποιήσουν τη λαχτάρα τους για να ξαναζήσουν την ελληνική μουσική και τον πολιτισμό.

«Οι Έλληνες μετανάστες εργάζονταν όλη την εβδομάδα στα εργοστάσια, κάνοντας δύσκολη και μονότονη δουλειά και ανυπομονούσαν να έρθουν στο «Βράχο» όπου θα μπορούσαν να ξεχάσουν τα προβλήματα και την κούραση που συσσωρεύονταν καθ ‘όλη τη διάρκεια της εβδομάδας, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που τους θύμιζε την Ελλάδα», εξηγεί ο Γιώργος Λαγουτάρης.

Η χριστουγεννιάτικη κάρτα του «Βράχου» του 1967 με ένα από τα κλασσικά σκηνικά στησίματα της ορχήστρας. (Από αριστερά) Όρθιοι: Ποσειδώνας Καραβάς και Ιωάννης Καραβάς. Καθιστοί: Νικήτας Νάρης, Νίτσα Αλμάζ (αργότερα Χάντακα), Γεώργιος Λαγουτάρης και Δημήτριος Καραβάς. Φώτο: Νίτσα Χάντακα

«Ζώντας τόσο μακριά από την πατρίδα τους, διψούσαν για κάτι ελληνικό. Όλη μέρα ζούσαν και δούλευαν σε έναν ξένο κόσμο, αλλά το σαββατόβραδο στο «Βράχο» , ένιωθαν σαν να ήταν στην πατρίδα τους».

«Οι Έλληνες μετανάστες που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ νοσταλγούσαν τρομερά την πατρίδα τους. Η ξενιτιά ήταν μια τεράστια πρόκληση γι’ αυτούς. Έτσι, ένα φιλόξενο μέρος όπως ο «Βράχος» απάλυνε προσωρινά τη λαχτάρα τους για την Ελλάδα και όλους και όλα όσα άφησαν εκεί», θυμάται η Νίτσα Χάντακα (γνωστή εκείνη την εποχή με το καλλιτεχνικό όνομα Αλμάζ), που τραγουδούσε μαζί με τον Νικήτα για αρκετά χρόνια.

«Έχω τόσες πολλές αναμνήσεις από τον «Βράχο». Ένα βράδυ, ο Ιταλός ηθοποιός, Ουόλτερ Κιάρι και ο πρωταθλητής της πυγμαχίας, Ρόκι Γκατελάρι, μπήκαν στον «Βράχο» και όλοι βγάλαμε φωτογραφίες και χορέψαμε μαζί. Ένα άλλο σημαντικό γεγονός ήταν σίγουρα όταν η Ελληνίδα ντίβα της νύχτας, η Μαρινέλα, ήρθε στο μαγαζί και μάλιστα χόρεψε μαζί μας. Έμεινε έκπληκτη από τη φωνή και την παρουσία μου και με προσκάλεσε να γυρίσω στην Ελλάδα, αλλά η μοίρα μου με κρατούσε εδώ στην Αυστραλία και δεν μπορούσα να πάω».

Το άνοιγμα του «Βράχου» ήταν επίσης μια υπόθεση μεταξύ Μυτιληνιών. Πρώτ’ απ’ όλα ο Πολ ως ένας από τους ιδιοκτήτες και ύστερα ο Ποσειδώνας ως μαέστρος της ορχήστρας, τα περισσότερα μέλη της οποίας ήταν Μυτιληνιοί. Το πρώτο μπουζούκι ήταν ο Γεώργιος Γαζιαράς (από τα Λουτρά ), ο Γεώργιος Λαγουτάρης (από την Αγιάσο ) ήταν στην κιθάρα και στα φωνητικά, ο Δημήτριος Καραβάς (από το Παλαιοχώρι) έπαιζε ακορντεόν και ο Στρατής ήταν στο βιολί. Αποτέλεσμα αυτής της έντονης παρουσίας των Μυτιληνιών στο κέντρο ήταν το μεγαλύτερο κομμάτι των θαμώνων να προέρχεται αρχικά από τη Μυτιλήνη.

Ένα αντίγραφο της διαφήμισης του “Ελληνικού Κήρυκα” για τον “Βράχο”. Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι το μήνυμα της διαφήμισης, ότι ο «Βράχος» ήταν ένα μέρος για να ξεχάσει κανείς τα προβλήματα και τις δυσκολίες. Φώτο: Νίτσα Χάντακα

Στο ξεκίνημα του «Βράχου», το ρεπερτόριο της ορχήστρας κάλυπτε ένα μεγάλο φάσμα της ελληνικής μουσικής από λαϊκορεμπέτικα ως ελαφρά και λάτιν. Αρχικά οι μουσικές επιλογές είχαν περισσότερο παραδοσιακό χαρακτήρα με λαϊκά, ρεμπέτικα, τσάμικα και νησιώτικα.

Η άφιξη του Νικήτα και της Νίτσας (από την Αίγυπτο) εμπλούτισε το ρεπερτόριο της ορχήστρας με ελαφρά τραγούδια από το «Νέο Κύμα» εκείνης της εποχής. Όπως εξηγεί ο Λαγουτάρης , «Αρχικά παίζαμε πολλά παλαιότερα τραγούδια. Ο Γαζιαράς, που ήταν το βασικό μπουζούκι έκλινε περισσότερο στο στυλ του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Νικήτας πάλι είχε πολλές επιρροές στο παίξιμό του από τον Μανώλη Χιώτη , όσον αφορά την ταχύτητα και τα σολαρίσματα. Υπήρχε, λοιπόν, μια ισορροπία μεταξύ του παλιού και του νέου στην ορχήστρα».

Με την τεράστια επιτυχία του, ο «Βράχος» επεκτάθηκε και η είσοδός του μεταφέρθηκε στην οδό King, ενώ παράλληλα άρχισαν να ανοίγουν και αρκετά ακόμα ελληνικά νυχτερινά κέντρα προσφέροντας στην ελληνική κοινότητα μια ποικιλία από επιλογές στη διασκέδαση.

Επί των ημερών του Πολ και του Νικήτα ο «Βράχος» επιτελούσε κοινωνικό λειτούργημα. Μετά το 1971, ωστόσο, οι δύο συνέταιροι ακολούθησαν άλλους δρόμους, ενώ το αστέρι του Γιώργου Λαγουτάρη ως Έλληνα τραγουδιστή συνέχιζε να λάμπει και ο «Βράχος» μετονομάστηκε σε Mykonos Nightclub από τους νέους ιδιοκτήτες.

Ο «Βράχος» είναι η νοσταλγική καταγραφή μιας άλλης εποχής για την ελληνική κοινότητα. Η μεταπολεμική μεταναστευτική κοινότητα ήταν ακόμη στα σπάργανα και το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης του Πολ και του Νικήτα ικανοποιούσε τη λαχτάρα των μεταναστών για κάτι ελληνικό.

«Αμφιβάλλω αν υπάρχει οποιοδήποτε άλλο νυχτερινό κέντρο που η ανάμνησή του να σε γεμίζει τόση στοργή και τόσες τρυφερές αναμνήσεις όπως ο «Βράχος» και όλα αυτά οφείλονται στον πατέρα μου, ο οποίος ήταν εκείνος που με τη ζεστή και φιλόξενη προσωπικότητά του μπόρεσε να τους κάνει όλους να νιώθουν σαν στο σπίτι τους. Ήταν καλός άνθρωπος, με ευγενική καρδιά, μερικές φορές περισσότερο ευγενική από όσο θα έπρεπε, αλλά μπορώ να πω ότι πέρα από οτιδήποτε είμαι τόσο περήφανη γι ‘αυτόν, καθώς ο «Βράχος» έφερε τόση χαρά και ένα αίσθημα του «ανήκειν» σε τόσους πολλούς Έλληνες μετανάστες εκείνης της εποχής. Ακόμα και μέχρι σήμερα, όταν συνειδητοποιούν ποια είμαι, μου λένε «Είσαι η κόρη του Πολ που είχε το ‘Βράχο’ », καταλήγει η Μαρία Μάρκου.

Έτσι, λοιπόν, γεννήθηκε η ελληνική μουσική σκηνή του Σίδνεϊ με τόσα πολλά άλλα νυχτερινά κέντρα στα διάφορα προάστια όπως το « Έλατο » (Paddington), το « Πατρίς » (Paddington), το «Δελφίνι» ( Redfern ) και η «Αθηνά» ( Redfern / Surry Hills), ενώ τα «Σάλωνα» (Newtown) και το «Πανόραμα» ( Enmore ) ακολούθησαν λίγο αργότερα.

Τόσες πολλές αναμνήσεις και φωτογραφίες από μια εποχή που έφυγε ανεπιστρεπτί…