Πολλοί γνωρίζουν το φιλοσοφικό έργο του Βασιλακόπουλου. Μαζί με την Τούλα Νικολακοπούλου, συγγράφουν για πολλά χρόνια τώρα μερικά από τα πλέον βαθυστόχαστα, περίπλοκα και ‘ανθρωποκεντρικά’ μελετήματα της σύγχρονης φιλοσοφίας σε συνήθως πολυσέλιδα βιβλία που λίγοι δυστυχώς έχουν τον χρόνο να τα διαβάσουν. Το κοινό υπόβαθρο τόσο των φιλοσοφικών τους δοκιμίων όσο και των πολιτικών μανιφέστων είναι μια οντολογία των σχέσεων, μια διερεύνηση της αλληλοδραστικής ουσίωσης της κοινωνικότητας που διαμορφώνει μια μοναδικής πυκνότητας ανθρωπολογία.

Αυτή η περίπλοκη οντολογική θεώρηση, που ξεκινάει από τον Πλάτωνα, περνάει μέσα από τον Χέγκελ και τον Μαρξ, καταλήγοντας στον Αλαίν Μπαντιού και τον Καστοριάδη αποτελεί το υπέδαφος μιας άλλης δραστηριότητας του Γιώργου Βασιλακόπουλου, της ποιητικής βίωσης και της μετάφρασης μέσω της ποίησης αυτών των περίεργων, αδιόρατων και προγλωσσικών «κινημάτων της φαντασίας» (Δ. Σολωμός) όπως τα βρίσκουμε στα ολιγόλογα, επιγραμματικά και πυκνότατα ποιήματα αυτού του βιβλίου.

Ο Βασιλακόπουλος γράφει ποιήματα πολύ πριν φιλοσοφήσει. Τα πρώτα που δίνονται σε αυτή την συναγωγή πάνε πίσω στο 1972, όταν ήταν ακόμα έφηβος δοκίμαζε την ποιητική του φωνή και μπορούν να ειδωθούν σαν δείκτες πορείας γι’ αυτά που επέπρωτο να ακολουθήσουν. Ως νέος της υπερ-πολιτικοποιημένης εκείνης εποχής, ο Βασιλακόπουλος μεγάλωσε με πολιτικά τραγούδια και τον μελοποιημένο Σεφέρη, που συχνά πυκνά ακούμε στα ποιήματα πολλών ποιητών της εποχής. Επιμένω μάλιστα στον μελοποιημένο Σεφέρη, και φυσικά Ελύτη και Ρίτσο, γιατί πιο πολύ τραγουδιέται εκείνη η ποίηση και λιγότερο διαβάζεται ή επαγγέλλεται — γεγονός που ΄χει αφήσει μέχρι σήμερα μια βαριά σκιά πάνω στην φωνή πολλών ποιητών της Αυστραλίας.

Η αλλαγή των θεμάτων και του ύφους του ωστόσο μπορεί να υποτυπωθεί άμεσα από ένα καλοπροαίρετο αναγνώστη. Παλιά είχα γράψει ένα ολόκληρο μελέτημα για τον Παλαμά διαβάζοντας την ποιητική του συλλογή Ασάλευτη Ζωή, από το τέλος προς την αρχή, αναδρομικά δηλαδή, παρακολουθώντας την απώτερη κατάληξη παρά την καταγωγική αρχή. Το που καταλήγει κάποιος δεν προσδιορίζεται κατ’ ανάγκη από που αρχίζει. Το ελιοτικό ‘στην αρχή μου είναι το τέλος μου’ πάντα ακουγόταν κάπως σαν αυτομυθολόγηση, ένας ναρκισσισμός της απουσίας, παρά μια δήλωση ενσυνείδητης παρουσίας και ενεργούς παρέμβασης.

Σύντομα η ποιητική φωνή του Βασιλακόπουλου αυτονομείται και χειραφετείται από τους μεγάλους πατέρες και δημιουργεί ένα γλωσσικό σύμπαν γεμάτο ασυνέχειες, εξαρθρώσεις και μετωνυμίες, ένα γλωσσικό σύμπαν που αναδύεται από τον χάοσμο του Πολ Τσελάν και όχι από τον περίκομψο κόσμο του Σεφέρη. Είναι περίεργο επίσης αλλά ήδη από τις επόμενες συλλογές του (Χρονικό, τα Ομοιώματα και Η Μνήμη του Επισκέπτη) στη δεκαετία του 80, η ποίησή του αποκτά μια αξιοθαύμαστη ωριμότητα και αρτιότητα, αποβάλλοντας το περιττό και το περισσόλογο, επικεντρώνοντας τους στίχους του σε βραχυλογικά σημειώματα, σαν λυρικούς πυρήνες που συγκλίνουν σε επιγραμματικές δηλώσεις γεμάτες αισθησιασμό και αναζήτηση.

Ο κεντρικός πυρήνας του ποιήματος τώρα γίνεται η ποιητική γραφή η ίδια, υποδεικνύοντας τις πολύπλοκες διεργασίες του μυαλού να στοχάζεται πάνω στην ίδια του την δημιουργικότητα: ‘γέμισαν/χαλίκια τα μάτια μου/φυτεύοντας το ίδια ρήματα.'(σ. 41) Μέσα σε αυτά τα ποιήματα αναπτύσσεται τελικά ένα και μοναδικό θέμα, που διαπνέει όλη την ποίηση, η παρουσία της αγάπης και της συγκινησιακής έκστασης που εμπνέει. Αν οι καταραμένοι ποιητές λατρεύουν τον ακραίο ερωτισμό ή τις εκρήξεις των ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων τους, η ποίηση του Βασιλακόπουλου καταδεικνύει πόσο δύσκολο είναι να επικεντρωθείς σε ένα θέμα και να το πολιορκείς διαρκώς σε όλη σου τη ζωή και με όλες της δυνάμεις. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να αντιπαραβάλουμε τα ποιήματα του με τους στίχους ενός ποιητή που δυστυχώς πέθανε νωρίς και άφησε πίσω του ένα έργο 700(!!!) σελίδων τον Ηλία Λάγιο, που αποτελεί σήμερα τον απεγνωσμένο έρωτα της ποιητικής Αθήνας.

Ο επιγραμματικός λόγος του Βασιλακόπουλου αναστοχάζεται και αυτοδικάζεται χωρίς ακκισμούς και περιαυτολογίες. Είναι μια ποίηση ουσιαστικών και όχι επιθέτων, επικεντρωμένη στην απόλυτη mot juste, και όχι σε περιφράσεις και παραφράσεις. Μια ποίηση απόλυτης διαφάνειας και ευκρίνειας, μια ποίηση καθαρή, όπως τη βρίσκουμε στην ποιητική γλώσσα της κινέζικης και γιαπωνέζικης παράδοσης, που αιφνιδιάζει με την απροσδόκητη ευθυβολία της: ‘ούτε η οργή/ούτε ο ενθουσιασμός/μόνο η σφαίρα της κούρασης/και η γλώσσα που άγγιξε τον δημιουργό της/δηλαδη το καινό/που ο κάθε πατέρας και η κάθε μητέρα είναι…'(σ. 86)

Ο Βασιλακόπουλος γνωρίζει ότι, όπως είχε παρατηρήσει ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο ποιητής είναι ένας άνθρωπος που δεν αγαπάει τις λέξεις. Δεν θέλει οι λέξεις να υποτάξουν ή να εξαφανίσουν την απείθαρχη συγκίνηση αλλά να καθηλώσουν τα ίχνη της πάνω στο λευκό χαρτί και μέσα στην γλώσσα. ‘Ποίηση, έγραφε ο Πολ Τσελάν είναι πιθανώς αυτό: μια Atemwende, μια στροφή της αναπνοής μας.’ Η ποίηση του Βασιλακόπουλου είναι μια ποίηση φυσική αναπνοής. Ο αναγνώστης δεν υποχρεώνεται να πιέσει την φωνή του να διαβάσει ή να συσχετιστεί με τον κόσμο της. Η γλώσσα του με φυσικότητα σε εισάγει σε ένα κόσμο ενεργητικής περισυλλογής: ‘τί ενώνει και τί χωρίζει/τους ανθρώπους;//έπλεξες τον ιστό /με το χώρο και το χρόνο//μες το χώρο και το χρόνο//το πρόσωπό σου είναι ο τόπος της ματαίωσης//έρχεσαι και φεύγεις/έρχεσαι και φεύγεις/(άφωνη μνήμη)//σαν το ποτάμι του Σεφέρη/ή του Ηράκλειτου’ (σ. 120).

Πρόκειται για μια ποίηση λεπτών αποχρώσεων και ανεπαίσθητων μετατοπίσεων: ‘Με τη γλώσσα/αφουγκράζομαι το δέρμα ν’ ανασαίνει…'(σ. 200) και μια γλώσσα που γνωρίζει τα όριά της: ‘Στη σύναξη των λέξεων//το ποίημα/ υπόσχεση του αύριο/και αναβολή του σήμερα//το νόημα του κόσμου/ατόφιο’ (σ. 267). Η ποίηση του Βασιλακόπουλου συνομιλεί με τα αποσπάσματα των προσωκρατικών και τους μονολεκτισμούς του Νίκου Καρούζου για να μπορέσει να εγκιβωτίσει στους στίχους της ένα όραμα αγαπητικών μετουσιώσεων, όπως το βλέπουμε στον Τάσο Λειβαδίτη και μερικές φορές στον καλύτερο Γιάννη Ρίτσο, σε ποιήματα λόγου χάρη όπως «Το Νόημα της Απλότητας», συλλογές όπως τα «Μονόχορδα». Ο ποιητής κινείται σε ένα όραμα κόσμου πού γίνεται ταυτοχρόνως πιο λαγαρό και πιο περίπλοκο, σαν τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου.

Θεωρώ ότι οι δύο τελευταίες ενότητες του βιβλίου Τα Χ(ε)ίλια Ερωτικά και Το Μερίδιο των Νεκρών συνιστούν κορυφαίες στιγμές της ελληνικής ποιητικής γλώσσας που κάποια στιγμή θα αξιολογηθούν και θα αξιοποιηθούν από ευαίσθητες αναγνώσεις και ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Ο κεντρικός πυρήνας της σημασιολογίας του έργου, όπως ανέφερα, είναι η αγάπη, μια λέξη που απουσιάζει εντελώς από τον αγαπημένο του Πλάτωνα. Δεν αποτολμώ βέβαια να υποθέσω ότι είναι η χριστιανική αγάπη, αν και το όραμά του πλησιάζει ‘l’ amor che move ‘l sole e l’altre stelle» την υπερβατική αγάπη που κινεί τον ήλιο και τα άλλα αστέρια, όπως τελείωνε το μεγάλο του ποίημα ο Δάντης. Ο Βασιλακόπουλος είναι ο ποιητής της ενσώματης παρουσίας, αισθησιακός και αισθησιοκράτης, γεμάτος από συγκινήσεις και πάθη που τα μετουσιώνει σε αποστάγματα καθαρής ποίησης, αναδομώντας αλλά όχι αποδομώντας την γλώσσα. Για ποιό λόγο; Για να δώσει χώρο στην ανάδυση του άλλου μέσα του.

Θα μπορούσαν πολλά να ειπωθούν για την συναγωγή των ποιημάτων του που συνιστούν ταυτόχρονα την διαρκή διανοητική εξερεύνηση τόπου και χρόνου, την υπαρξιακή μετατόπιση, που βρίσκει εκφραστική συμπαραδήλωση σε μετωνυμίες και συνεκδοχές ‘Είμαι//το ενυδρείο// της σιωπής// ψαράκια οι λέξεις// για την περίεργη //ιστορία’ (σ. 359).

Τις τελευταίες δεκαετίες ένα νέο κίνημα ποιητικής έχει διαμορφωθεί στα ελληνικά και στα αγγλικά στην Αυστραλία. Ο Μιχαήλ Μιχαήλ και ο Κωνσταντίνος Καλυμνιός αναζωογονούν την παράδοση του Δημ. Τσαλουμά, της Ντίνας Αμανατίδου, της Γιώτας Κριλλή και του Σ.Σ. Χαρκιανάκη, ενώ και στα αγγλικά η Angela Costi, η Effi Hatzimanoli, η Tina Giannoukos συνεχίζουν την Antigone Kefala και της Anna Couani, με άλλες ενδιαφέρουσες μορφές σχεδόν στα περιθώριο των παροικιακών τεκταινομένων με τον Νίκο Κυπραίο, τον Δημήτρη Τρωαδίτη, και στα αγγλικά με την μοναδική και ξεχωριστή φωνή του George Mouratidis.

Η Συλλογή του Βασιλακόπουλου προσθέτει ένα πολύτιμο κεφάλαιο στον ποιητικό λόγο της ελληνικής παρουσίας στην πολύγλωσσο κόσμο της Αυστραλίας. Πού ανήκει και αν αυτό το φαντασιακό θηρίο της ελληνο-αυστραλιανής λογοτεχνίας συνεχίζει να επιβιώνει είναι κάτι που θα μπορούσαμε να το συζητούσαμε κάτω από άλλες περιστάσεις. Μια ποίηση που στοχάζεται και δεν νοσταλγεί ίσως να υποδεικνύει τις μεγάλες αλλαγές που έχουν συμβεί στο καλλιτεχνικό και συλλογικό φαντασιακό της ελληνικής παρουσίας και χρειάζεται περισσότερο προσοχή και μελέτη.