Η συγκλονιστική βιογραφία του 90χρονου μετανάστη Δημήτρη Βασιλειάδη

O 90χρονος μετανάστης Δημήτρης Βασιλειάδης, του Γεωργίου και της Θεοδώρας, γεννήθηκε στο χωριό Κάτω Καλλινίκη Φλώρινας στις 23 Οκτωβρίου 1919, όπως εξιστορεί ο ίδιος σε βιβλίο που άρχισε να γράφει και το οποίο, όπως γράφει, το αφιερώνει στα παιδιά και τα εγγόνια του για να τον θυμούνται και να γνωρίζουν, επίσης, ότι ο προπάππος τους λεγόταν Μάρκος Βασιλειάδης και μετανάστευσε στη Ρουμανία με την σύζυγό του Στόικα, από το Μαυροχώρι Καστοριάς.

Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ο Δημήτρης Βασιλειάδης καταγράφει ουσιαστικά όλο το γενεαλογικό δένδρο των προγόνων του και, στη συνέχεια, την ζωή του κατά την διάρκεια του πολέμου με τους Ιταλούς, τη γερμανική κατοχή  και  τα χρόνια που υπηρέτησε ως στρατιώτης και μετά την απελευθέρωση που υπηρέτησε ως εθνοφύλακας. Μετά τη λήξη του εμφυλίου, επανήλθε στο χωριό του και εργάστηκε και πάλι ως γεωργός, αλλά δεν μπορούσε να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του και στις 22 Ιανουαρίου 1951 ήρθε μόνος του στην Αυστραλία, όπου αγωνίστηκε σκληρά για να προκόψει και κυρίως να βοηθήσει την γυναίκα του και τα 4 παιδιά του οικονομικά ώσπου να μπορέσει να τους φέρει όλους στην Αυστραλία, κάτι που κατάφερε στις 27 Ιουνίου 1957.

Πρόκειται για έναν εκλεκτό 90χρονο οικογενειάρχη και αγωνιστή που ήρθε στην Αυστραλία, δούλεψε σκληρά, πρόκοψε και έγινε παράδειγμα προς μίμηση.

Πολιτογραφήθηκε Αυστραλός υπήκοος στις 27 Οκτωβρίου 1978. Σύνταξη δεν παίρνει λόγω των περιουσιακών του στοιχείων.

Ο Δημήτρης γεννήθηκε το 1919, φοίτησε όπως όλα τα ελληνόπουλα στο δημοτικό σχολείο του χωριού, όπου είχε έναν πολύ καλό δάσκαλο, τον Θόδωρο Καλδή, και με χίλια βάσανα το τελείωσε το 1932 ,γιατί δεν είχαν ούτε βιβλία… 

Στις 8 Μαΐου 1939, σε ηλικία δηλαδή 20 ετών, παντρεύτηκε την Ελένη Σίκουρη, από την Άνω Καλλινίκη, και απέκτησαν 4 παιδιά, τον Χρήστο (που γεννήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1941, και παντρεύτηκε την Δήμητρα Τραΐτση και απέκτησαν 3 εγγονές, την Θεοδώρα, την Σοφία και την Ελένη. Από την Θεοδώρα που παντρεύτηκε έχει δισέγγονα, την Χριστίνα και τον Μανώλη. Από την Σοφία έχει δύο δισέγγονες την Γιάννα και την Δήμητρα και από την Ελένη επίσης δύο δισέγγονα τον Θωμά και τον Χρήστο).

Το δεύτερο παιδί του Δημήτρη και της Ελένης ήταν η Σοφία, η οποία γεννήθηκε στις 27 Απριλίου 1943 και παντρεύτηκε τον γνωστό εκλεκτό συμπάροικο Ιωάννη Νίνη – ο οποίος επί πολλά χρόνια ήταν και ο μέντορας της Χορωδίας Φλωριναίων – και του χάρισαν δύο εγγόνια, τον Αλκιβιάδη και την Ευαγγελία, που είναι και οι δύο παντρεμένοι. Ο Αλκιβιάδης με την Έσθα και του χάρισαν δύο δισέγγονα την Ισαβέλλα και τον Γιάννη. Και η εγγόνα του η Ευαγγελία που είναι παντρεμένη με τον Λεωνίδα Παυλίδη του χάρισαν δύο δισέγγονα, τον Λουκά και την Αλεξάνδρα.

Το τρίτο παιδί τους ήταν η Φλώρα που γεννήθηκε στις 8 Μαΐου 1945 και παντρεύτηκε  τον γνωστό συμπάροικο, πρώην διευθυντή Τράπεζας και πρόεδρο της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Βικτωρίας Γιάννη Δίμτση και απέκτησε και από αυτούς δύο εγγόνια, τον Αναστάση και την Βίκη (Βασιλική). Η Βίκη παντρεύτηκε τον barrister Παύλο Κουρή και του χάρισαν δύο δισέγγονα την Έλενα, 14 ετών σήμερα και τον Αλφρέδο, 13 ετών.

Το τέταρτο κορίτσι τους ήταν η Ειρήνη, που γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1949 στο χωριό των γονέων της και παντρεύτηκε τον Έλληνα ομογενή της Τασμανίας Γαβριήλ Χάρο, ο πατέρας του οποίου Γιώργος Χάρος ήταν επίτιμος Πρόξενος της Ελλάδας στο Χόμπαρτ και από το γάμο τους του χάρισαν δύο ακόμα εγγόνια, τον ον Γιώργο και την Αλίκη. Ο Γιώργος παντρεύτηκε πριν από ένα χρόνο την Στέλλα Κόσμου, οι γονείς της οποίας κατάγονται από την Κύπρο και ακόμα δεν έχουν κάνει οικογένεια. Η Αλίκη παντρεύτηκε τον Μαρίνο Σταθόπουλο (ο πατέρας του οποίου Τάσος Σταθόπουλος, είναι πτυχιούχος δάσκαλος και συνεργάτης του Ελληνικού Ραδιοφωνικού Σταθμού 3ΧΥ και της εφημερίδας «Τα Νέα» ) και του έχουν χαρίσει ένα δισέγγονο, τον Αναστάση.

Αθροίζοντας τα εγγόνια και δισέγγονα του 90χρονου Δημήτρη Βασιλειάδη βλέπουμε ότι έχει συνολικά 9 εγγόνια και άλλα 9 δισέγγονα και του ευχόμαστε εκ βάθους καρδίας να ευτυχίσει να αποκτήσει και τρισέγγονα.

Ο Δημήτρης Βασιλειάδης με την σύζυγό του, φρόντιζαν αρχικά τα οικογενειακά τους κτήματα στην Καλλινίκη μέχρι την 1η Μαρτίου 1940, που κλήθηκε η κλάση του Δημήτρη να πάει στρατιώτης και έτσι από νεοσύλλεκτος πήγε μετά στον 5ο Λόχο Βαθμοφόρων και εκπαιδεύτηκε ως δεκανέας και με την κήρυξη του πολέμου με τους Ιταλούς στην Αλβανία στις 28 Οκτωβρίου του 1940 μεταφέρθηκε στο 28 Σύνταγμα Πεζικού που αναχαίτισε την επίθεση των Ιταλών στα βουνά της Βορείου Ηπείρου.

Από ό,τι γράφει, οι γονείς του πήγαν στην Αμερική για 3 χρόνια, επέστρεψαν και αγόρασαν κάποια κτήματα στην Καλλινίκη χωρίς τίτλους ιδιοκτησίας, και μετά ξενιτεύτηκαν και πάλι στον Καναδά, όπου κάθισαν και έκαναν πολλά χρήματα. Εξιστορεί πώς έγινε ο γάμος του με την Ελένη, παρουσία των γονέων του που ήρθαν από τον Καναδά και ξόδεψαν πολλά χρήματα για το γάμο τους , αφού κάλεσαν, όπως είναι το έθιμο, όλο το χωριό.

Στη συνέχεια εξιστορεί τις περιπέτειες του στο 28ο Σύνταγμα Πεζικού, που με ελλιπή εκπαίδευση και χωρίς κατάλληλο ρουχισμό και οπλισμό στάλθηκε στα σύνορα με την Αλβανία κι εκεί άρπαξε πλευρίτιδα και αρρώστησε βαριά, τον πήγαν στο νοσοκομείο και όταν ανάρρωσε του έδωσαν ένα χρόνο αναβολή και δεν έλαβε μέρος στο ‘Έπος της Αλβανίας και την εισβολή των Ναζί, τον Απρίλιο του1941.

Μετά την απελευθέρωση κάλεσαν και πάλι την κλάση του 1940 και ξαναπήγε στρατιώτης στο 165 Τάγμα Εθνοφυλακής που είχε έδρα την Φλώρινα και εκεί φορούσαν πολιτικά ρούχα γιατί δεν είχαν αρχικά στρατιωτικό ρουχισμό. Στις 11 Οκτωβρίου 1945 τούς έστειλαν στα Γιαννιτσά και μετά στην Ηγουμενίτσα, όπου εκεί ντύθηκαν στρατιώτες, μιας και φαινότανότι σύντομα θα άρχιζε ο εμφύλιος.

Εξιστορεί τη ζωή του με τους συναδέλφους και ανωτέρους του που τον αγαπούσαν γιατί στα 28 του χρόνια ήτανε οικογενειάρχης στρατιώτης με 3 παιδιά και αφηγείται πολλές ιστορίες. Στις 18 Ιουλίου 1948 απολύθηκε και επέστρεψε στην οικογένειά του μετά από απουσία 3 χρόνων.

Επίσης, αναφέρει ότι κατά την διάρκεια του εμφυλίου ήταν λοχίας εκπαιδευτής νεοσυλλέκτων στη μονάδα του και όχι μάχιμος. Αυτό σημαίνει ότι δεν πήρε ενεργά μέρος στον αδελφοκτόνο πόλεμο.

Μετέπειτα εξιστορεί πώς και γιατί αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία, μετά από πρόσκληση του εξαδέλφου του Μπόρη Μαραγκού και του πεθερού του. Αναχώρησε από τον Πειραιά με ένα μικρό πλοίο και επήγε στην Τζένοα απ’ όπου με το «Κυρήνεια» ήρθε στη Μελβούρνη στις 22 Ιανουαρίου 1951.

Στο Port Melbourne, τον περίμεναν ο εξάδελφός του Μπόρης Μαραγκός και ο πεθερός του Σίκουρης και αφού τον καλωσόρισαν, τον πήγαν σε ένα μικρό σπιτάκι, εκεί όπου έμενε ο εξάδελφός μου με ενοίκιο στο Collingwood, όπου κάθισα 4 μήνες και μου βρήκε και δουλειά σε ένα χυτήριο στο Richmond.

Η δουλειά στο χυτήριο ήτανε τρομερά σκληρή και βρώμικη και πήγε σε άλλη δουλειά εξίσου σκληρή, όπου δούλευε 12 ώρες την ημέρα και μισή μέρα το Σάββατο και έπαιρνε 13 λίρες την εβδομάδα, γι’ αυτό έφυγε και από εκεί και βρήκε δουλειά στο εργοστάσιο McRobertson, που παρήγε σοκολάτες και η δουλειά του ήτανε καθαρή, εύκολη, έπαιρνε περισσότερα χρήματα και δούλευε λιγότερες ώρες.

Στις επόμενες σελίδες εξιστορεί πώς δούλευε και τα βράδια σε άλλες δουλειές, γιατί ήθελε να μαζεύει χρήματα να στείλει στην γυναίκα του στην Ελλάδα με τα 4 παιδιά τους και να μαζέψει επίσης χρήματα, για να αγοράσει ένα σπιτάκι να βάλει μέσα την οικογένειά του, όταν καταφέρει να την φέρει στη Μελβούρνη.

Με το πρόγραμμα αυτό δούλευε σκληρά μέρα-νύχτα σε πολλές δουλειές επί 3 χρόνια. Έτσι μπόρεσε το 1954 να αγοράσει με τα λεφτά που είχε μαζέψει το σπίτι του εξαδέλφου του στο Fitzroy που το πουλούσε για 1800 λίρες κι αμέσως έκανε αίτηση στο αρμόδιο υπουργείο για να φέρει την 5μελή οικογένειά του, ένας Γολγοθάς που κράτησε μέχρι τον Ιούνιο του 1957. Κανείς δεν ξέρει αν φταίει η ελληνική ή αυστραλιανή γραφειοκρατία, το γεγονός είναι ότι παρακαλούσε επί τρία χρόνια να τού βγάλουν βίζα να φέρει την οικογένεια του στη Μελβούρνη και δεν μπορούσε. Τελικά κάποιος γνωστός του τον συμβούλευσε να γράψει ένα γράμμα στη βασίλισσα Φρειδερίκη και να παρακαλέσει αυτήν να ενεργήσει, και της έγραψε επιστολή. Η Φρειδερίκη του απάντησε σε τρείς εβδομάδες ότι θα ερευνήσει το θέμα και θα του απαντήσει σύντομα, όπως και έκανε. Μετά 4 εβδομάδες έλαβε δεύτερη επιστολή από τη Φρειδερίκη που τον πληροφορούσε ότι υπήρξε κάποιο κώλυμα αλλά ότι ξεκαθαρίστηκε και η οικογένειά του θα έπαιρνε σύντομα τις βίζες, όπως και έγινε. Έτσι ήρθαν στις 27 Ιουνίου 1957.

Στις επόμενες σελίδες αναφέρεται στην αγάπη, την εκτίμηση και το σεβασμό που είχε στην σύζυγό του και όλα όσα έκανε για να βοηθήσει τα παιδιά της και τα εγγόνια της όλα τα χρόνια, να μεγαλώσουν, να παντρευτούν και να προκόψουν. Στη Μελβούρνη, η σύζυγός του εργάστηκε αρχικά part-time και μετά πωλήτρια σε κρεοπωλείο στο Σίτυ. Αναφέρεται δε στη μεγάλη θλίψη του για τον ξαφνικό θάνατο της Ελένης και το τεράστιο κενό που άφησε ο θάνατός της. Η Ελένη απεβίωσε το πρωί της Τρίτης, 30 Δεκεμβρίου 1985, πέντε μέρες πριν το γάμο του εγγονού τους Άλκη.

Τον ρώτησα ποιά δουλειά του άρεσε περισσότερο από τις τόσες δουλειές που έκανε στη Μελβούρνη και απάντησε, ότι καλύτερη ήταν αυτή στην σοκολατοποιία McRobertson, όπου  δούλεψε 4 χρόνια. Όταν έκλεισε πήγε στο εργοστάσιο G.N. Raymond, στο Fitzroy, που κατασκεύαζε υλικά παπουτσιών, ως former, και κάθισε 8 χρόνια, μέχρι το 1962. Μετά βρήκε δουλειά στο κεντρικό Ταχυδρομείο κατόπιν εξετάσεων και απαντώντας στις 23 από τις 24 ερωτήσεις που υποβλήθηκαν. Σύντομα έγινε επικεφαλής του Τμήματος Συστημένων (Registered Letters) στο Preston. Έμαθε αγγλικά, πηγαίνοντας σε νυχτερινό σχολείο. Στα Ταχυδρομεία εργάστηκε από το 1962 έως τις 20 Οκτωβρίου 1984, οπότε πήρε εθελουσία έξοδο με αποζημίωση και έκτοτε ασχολείται μόνο με το σπίτι του, όπου μένει μόνος του, το καθαρίζει και φροντίζει τον κήπο του, κάνει τα ψώνια του και πηγαίνει τακτικά στα εγγόνια και δισέγγονά του.

‘Όταν τον ερώτησα, εάν είναι μέλος κάποιου εθνικοτοπικού Συλλόγου ή Συλλόγου Ηλικιωμένων μού είπε, με ένα χαμόγελο που έκρυβε πολλά, «Όχι», μη παραλείποντας να εκφράσει και το μεγάλο του παράπονο, το οποίον αναφέρει και σε πολλά σημεία του βιβλίου του: «Ενώ αυτός που εργαζόταν, φρόντιζε να πιάνουν δουλειά στο εργοστάσιο του Έλληνες, οι πιο πολλοί τον ζήλευαν και τον κάρφωναν στη διεύθυνση κι αυτή ήταν η μόνη κακή και πικρή εμπειρία του ως μετανάστης στην Αυστραλία».

Παντού δηλαδή η διχόνοια, ο φθόνος και η φαγωμάρα μεταξύ μας… Κρίμα!.