Ο Πόντος, η υπόλοιπη Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη, η Κωνσταντινούπολη, η Ίμβρος και η Τένεδος αποτελούσαν μέχρι το 1922 τον Ελληνισμό της «καθ’ ημάς Ανατολής».

Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, ο εποικισμός του Ευξείνου Πόντου άρχισε από τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ.. Ο Πόντος συνδέεται με τους Μυρίους του Ξενοφώντα (4ος αιώνας π.Χ.) και τη δυναστεία των Μιθριδατών, με κορυφαίο εκπρόσωπό της το Μιθριδάτη Στ’ τον Ευπάτορα. Το 63 π.Χ. κατελήφθη από τους Ρωμαίους. Επί Βυζαντίου αποτελούσε τη βορειανατολική επαρχία της Αυτοκρατορίας. Στα 1204 ιδρύθηκε η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η οποία καταλύθηκε το 1461 από τους Οθωμανούς.

Ο Πόντος αποτελείτο από τα βιλαέτια της Τραπεζούντας, της Κασταμονής, της Σεβάστειας και της Άγκυρας. Ο πληθυσμός του ποίκιλλε αναλόγως των ερευνητών: το 1914, για παράδειγμα, οι Έλληνες κάτοικοί του καθώς και της Ρωσίας προσήγγιζαν το 1.579.000 άτομα, ενώ το 1865 οι Έλληνες Πόντιοι ανέρχονταν σε 260.000.
Ο κεφαλικός φόρος διήρκεσε μέχρι την επανάσταση των Νεοτούρκων (1908), όταν άρχισε η στρατολογία των Χριστιανών.

ΑΣΧΟΛΙΕΣ, ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Ο ποντιακός Ελληνισμός αξιοποιούσε τον ορυκτό και αγροτικό πλούτο. Στην ίδια οικογένεια υπήρχε –τις περισσότερες φορές– η ταυτόχρονη άσκηση του εμπορικού και γεωργικού ρόλου. Επρόκειτο για τους λεγόμενους «αγροτοαστούς». Πόλεις όπως η Τραπεζούντα αποτέλεσαν κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου. Η εκμετάλλευση των ορυχείων, π.χ., της Αργυρούπολης διήρκεσε διακόσια έτη (1650-1850).

Οι ακτήμονες Πόντιοι ήταν συνήθως μικρέμποροι, αγρότες και τεχνίτες. Επομένως, η οικονομία εδραζόταν στο εξαγωγικό – εισαγωγικό εμπόριο και κυρίως στην αγροτική παραγωγή. Στο Δυτικό Πόντο η πλειονότητα διαβιούσε σε αγροτικές κοινότητες. Εκεί υπήρχαν και ελληνορθόδοξοι τουρκόφωνοι πληθυσμοί.

Βασικό πρόβλημα επί Τουρκοκρατίας υπήρξαν οι εξισλαμισμοί. Φαινομενικά, οι Κρυπτοχριστιανοί ασπάζονταν το Ισλάμ – γνωστοί από γραπτές μαρτυρίες ως Κρωμλήδες ή Κρωμιώτες και Σταυριώτες. Ο λαός τούς αποκαλούσε «δίπιστους» και «κλωστούς» (γυριστούς). Οι περιοχές της Τόνγιας και του Όφι ποταμού, δυτικά και ανατολικά της Τραπεζούντας, εξισλαμίστηκαν ομαδικά το 17ο αιώνα, αλλά ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούν την ποντιακή διάλεκτο. Με το Χάττι Χουμαγιούν (Hatt-iHumayun), μεταρρυθμιστικό διάταγμα, εκδοθέν το 1856, ενάμιση μήνα προ της υπογραφής της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων, η οποία τερμάτιζε τον Κριμαϊκό Πόλεμο, φανερώνεται η πραγματική θρησκευτική πίστη των Κρυπτοχριστιανών.

Πριν από το «Χάττι Χουμαγιούν» η παιδεία παρεχόταν μόνο από την Εκκλησία και ιδίως από τα μοναστήρια. Μετά αναπτύχθηκαν εκπαιδευτήρια, όπως το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Περί το 1890 στον Πόντο λειτουργούσαν περίπου 500 σχολεία. Από την εποχή των Νεοτούρκων άρχισε να πλήττεται η ελληνική εκπαίδευση. Τα μοναστήρια – βακούφια, όπως για παράδειγμα της Παναγίας του Σουμελά και των Αγίων Γεωργίου Περιστερεώτα και Ιωάννη Βαζελώνα, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο με τα προνόμια που εξασφάλισαν. Δικαίως ο Πόντος χαρακτηρίστηκε «μοναστική Πολιτεία».

Αναπτύχθηκε το θέατρο, ειδικά μετά το Τανζιμάτ (1856), με τη χρήση της ποντιακής διαλέκτου ή της ελληνικής. Επιπλέον, μετά το 1830 συντελεί στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης. Πόλεις όπως η Τραπεζούντα δεν διέφεραν ως προς την εκπαίδευση από τη Σμύρνη ή την Κωνσταντινούπολη με τη διδασκαλία ξένων γλωσσών, π.χ. της γαλλικής.

Η περιοχή ανέδειξε μεγάλες οικογένειες (Υψηλάντη, Μουρούζη κ.ά.), αλλά και λογίους, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα τον Σεβαστό Κυμινήτη, λόγιο του 17ου αιώνα και ιδρυτή του περίφημου Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας (1682).

ΔΙΩΞΕΙΣ, ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΔΙΩΞΕΙΣ

Ανάμεσα στα έτη 1916-1923 εξοντώθηκαν περίπου 350.000 Πόντιοι λόγω των διώξεων, των σφαγών και των πορειών θανάτου. Επρόκειτο για μια γενοκτονία «αλά τούρκα». Κατά το 1914-1918 οργανώθηκαν στον Πόντο αντάρτικα σώματα, ενώ μετά την ανακωχή του Μούδρου (1918) στόχος υπήρξε η ίδρυση ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου. Οι Μουσταφά Κεμάλ και Τοπάλ Οσμάν υπήρξαν οι καταστροφείς του ποντιακού Ελληνισμού. Το 1994 η Βουλή των Ελλήνων ανεγνώρισε ομόφωνα τη Γενοκτονία των Ποντίων.

Ανέκαθεν υπήρχαν εγκατεστημένοι ελληνικοί πληθυσμοί στη Ρωσία και στον Καύκασο. Το 19ο αιώνα –κατά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1828-1829, κατά και μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1856-1866) και μετά το Τωσοτουρκικό του 1876-1878– Έλληνες κατέφυγαν στις περιοχές αυτές. Κατά τη διάρκεια των διωγμών των ετών 1916-1923 περίπου 200.000 μετέβησαν στον Καύκασο, κυρίως στη Ρωσία και τη Γεωργία. Τρεις είναι οι περίοδοι του Ελληνισμού στην ΕΣΣΔ μετά το 1917: η πρώτη το 1917-1937, η δεύτερη μεταξύ 1937-1984 και η τρίτη από το 1985 μέχρι σήμερα. Οι διωγμοί στην πρώην ΕΣΣΔ έλαβαν χώρα σε δύο στάδια: 1937-1938 και 1944-1949. Το 1993 η Γεωργία δοκιμάστηκε από εθνικιστικές συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών στρατευμάτων και των δυνάμεων Αμπχάζιων αυτονομιστών.

Η ποντιακή διάλεκτος χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από Ποντίους της τρίτης γενιάς – ή μιλούν ελληνικά με τη χαρακτηριστική ποντιακή προσωδία. Η αστική τάξη του Πόντου (προ του 1922) γνώριζε τη νεοελληνική γλώσσα μέσω της διδασκαλίας της στα σχολεία. Οι περισσότεροι Έλληνες της Γεωργίας και του Καυκάσου μιλούσαν ποντιακά. Για τις ανάγκες των Ελληνοποντίων της ΕΣΣΔ κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 συνεγράφη Γραμματική της Ποντιακής Διαλέκτου με φωνητική γραφή.

Οι περισσότεροι Έλληνες Πόντιοι εκτός Ελλάδος είναι εγκατεστημένοι στη Ρωσία, κυρίως στη Μαύρη Θάλασσα και στον Καύκασο. Η δυτική Διασπορά των Ποντίων κατοικεί στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, στην Αυστραλία και στον Καναδά.

Ο αριθμός των αφιχθέντων στην Ελλάδα Ποντίων μετά το 1922 ποικίλλει αναλόγως των ερευνητών. Το δεύτερο μεταναστευτικό ρεύμα κατέφθασε στην Ελλάδα από την ΕΣΣΔ κατά το διάστημα 1937-1939. Το τρίτο υπήρξε κατά τα έτη 1965-1967 και το τέταρτο από το 1988 και εξής.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ

Οι Πόντιοι του 1922 εντάχθηκαν, κυρίως, με αγροτική αποκατάσταση στη Μακεδονία. Η αστική έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη και Αθήνα, στον Πειραιά, στη Δράμα και την Καβάλα, στο Κιλκίς κ.λπ. Οι Πόντιοι του 1965 και μετά είχαν εγκατασταθεί στους Δήμους Ελευσίνας, Ασπροπύργου, Αχαρνών κ.λπ. Οι παλιννοστούντες μετά το 1988 διαμένουν στη Μακεδονία, τη Θράκη, την Αττική κ.α.

Οι Πόντιοι από το 1922 και εξής αντιμετώπισαν πλήθος προβλημάτων, που δυσχέραιναν αρχικά την ένταξή τους στην ελλαδική κοινωνία, όπως υγείας, της διάστασης γηγενών – προσφύγων, στέγης και εργασίας, πολιτικής αντιπαράθεσης βενιζελικών και μη κ.λπ. Από το 1965, και ειδικά μετά το 1988, εξακολουθούν να βρίσκονται ενώπιον ποικίλων δυσκολιών: επαγγελματικής αποκατάστασης, γλωσσικών και εκπαιδευτικών, στέγασης και σχέσεων με τους ντόπιους κ.λπ. Της επιλύσεώς τους επιλαμβάνονται σήμερα διάφοροι φορείς, όπως για παράδειγμα η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού.

Η εξελισσόμενη και δυναμική εθνοτοπική ταυτότητα των Ποντίων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Για την πρώτη γενιά –μετά το 1922– ο Πόντος είναι γεωγραφικός χώρος αναφοράς, ενώ για τη δεύτερη η ποντιακή ταυτότητα υπερισχύει της τοπικής ελλαδικής. Ως προς την τρίτη, εκφράζεται το δικαίωμα στην πολιτιστική και ιστορική ιδιαιτερότητα. Η τέταρτη πιστεύει στην ιδέα του Πόντου ως πατρίδας, στηριζόμενη στο συναίσθημα και καθόλου στην ιστορική γνώση. Οι ελθόντες κατά το διάστημα 1965-1987 από τη Σοβιετική Ένωση ανακαλύπτουν εδώ ότι –εκτός από Έλληνες– είναι και Πόντιοι, ενώ οι παλιννοστούντες από το 1988 και εξής κινούνται στο πλαίσιο της εναρμόνισης, συνδυάζοντας, δηλαδή, στοιχεία της πολιτιστικής ταυτότητας της πρώην ΕΣΣΔ με την ελληνική.

Η συμβολή τους στην αναβάθμιση της ελλαδικής κοινωνίας από το 1922 υπήρξε αξιόλογη, ειδικά στην εθνολογική αναμόρφωση της Μακεδονίας και της Θράκης. Συνετέλεσαν, επίσης, στην καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών. Διάφορα ιδρύματα πρωτοστατούν στη μελέτη και την έρευνα του ποντιακού Ελληνισμού στο Μικρασιατικό Πόντο, όπως: η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, το Κέντρο Ποντιακών Μελετών και η Στέγη Κειμηλίων Ποντιακού Ελληνισμού. *Ο Δρ Ιωάννης Ιακωβίδης είναι επιστημονικός συνεργάτης στο Κέντρο Ανατολικών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου.