Την περασμένη εβδομάδα είδαμε πως η πρώτη φάση του Βαλκανικού Πολέμου έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου τον Μάιο του 1913. Με τη Συνθήκη εκείνη η ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχώρησε επίσημα στους Βαλκανικούς Συμμάχους (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο) όλα τα εδάφη της Βαλκανικής Χερσονήσου δυτικά της γραμμής Αίνου – Μήδειας, με εξαίρεση την Αλβανία, το μέλλον της οποίας θα καθόριζαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.

Στην συνδιάσκεψη του Λονδίνου για τον καθορισμό των όρων της Συνθήκης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Πρωθυπουργός τότε της Ελλάδας, ηγήθηκε της ελληνικής αντιπροσωπείας. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Βενιζέλος φτάνοντας στο Λονδίνο, ήταν να επιχειρήσει να συνεννοηθεί με τον επικεφαλής της βουλγαρικής αντιπροσωπείας, Πρόεδρο της Βουλής της Βουλγαρίας Ντάνεβ. Από τη συζήτηση με τον Ντάνεβ ο Βενιζέλος διαπίστωσε την άρνηση της Βουλγαρίας να αποδεχθεί την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης με την Ελλάδα, αλλά και τις αξιώσεις της για την Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία.

Στόχος του Βενιζέλου ήταν με τη νέα Συνθήκη να εξασφαλισθεί μια ισορροπία μεταξύ των τριών Βαλκανικών κρατών, Βουλγαρίας, Σερβίας, Ελλάδας, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για ειρήνη στα Βαλκάνια. Με ισορροπία ο Βενιζέλος εννοούσε την κατανομή των απελευθερωμένων περιοχών που θα καθιστούσε την ισχύ της Ελλάδας και της Σερβίας μαζί ισοδύναμη με την ισχύ της Βουλγαρίας. Και αυτό, γιατί από την περίοδο εκείνη ο Βενιζέλος είχε προβλέψει το ενδεχόμενο η Βουλγαρία να κηρύξει πόλεμο κατά της Ελλάδας και της Σερβίας. Σημειώνω πως η Βουλγαρία διεκδικούσε το Μοναστήρι από την Σερβία. Όμως και από την πλευρά της η Σερβία διεκδικούσε εδάφη δυτικά του Αξιού ποταμού, τα οποία η Συνθήκη είχε επιδικάσει στην Βουλγαρία.

Για να καταστήσει πληρέστερα σαφή στη Βουλγαρία τη βούληση της ελληνικής κυβέρνησης για το αδιαπραγμάτευτο της ελληνικότητας της Θεσσαλονίκης, ο Βενιζέλος μερίμνησε ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Κ. Ρακτιβάν, να διορισθεί Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, με έδρα του την Θεσσαλονίκη.
Για μια φορά ακόμη ο Βενιζέλος απέδειξε την διορατικότητά του, και τις διαπραγματευτικές του ικανότητες. Αν η Ελλάδα είχε κάποιον άλλο στη θέση του Πρωθυπουργού την περίοδο εκείνη, κατά πάσα πιθανότητα τα βορειοανατολικά μας σύνορα θα ήταν συρρικνωμένα σήμερα.

Από τα παραπάνω προκύπτει πως η Συνθήκη μεταξύ των Βαλκανικών Συμμάχων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία υπογράφθηκε στο Λονδίνο στις 17 Μαΐου 1913, δεν θα είχε μεγάλη διάρκεια. Σημειωτέον ότι στις 19 Μαΐου 1913 η Ελλάδα και η Σερβία, με στρατιωτική σύμβαση, καθόρισαν την κοινή στάση τους απέναντι σε μελλοντική κήρυξη πολέμου εκ μέρους της Βουλγαρίας.

Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ – 1913

Ενόψει της εκρηκτικής κατάστασης που επικρατούσε στα Βαλκάνια, η Ρωσία πρότεινε να μεσολαβήσει για την εξεύρεση μιας γενικά αποδεκτής διευθέτησης των εδαφικών διαφορών μεταξύ των τριών κρατών.

Όμως, στις 16 Ιουνίου 1913, ενώ οι Πρωθυπουργοί των τριών βαλκανικών κρατών ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν για την Αγία Πετρούπολη, πρωτεύουσα τότε της Ρωσίας, βουλγαρικά στρατεύματα επιτέθηκαν ταυτόχρονα τις ελληνικές δυνάμεις στη Νιγρίτα και τις σερβικές στη Γευγελή, αρχίζοντας έτσι τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο.
Ελληνικά τμήματα της φρουράς της Θεσσαλονίκης εκκαθάρισαν την πόλη από τις βουλγαρικές μονάδες που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί από τον Οκτώβριο του 1912, και στη συνέχεια οι ελληνικές δυνάμεις μετέφεραν το μέτωπο στο Κιλκίς, στη Δοϊράνη, τις Σέρρες και τη Δράμα, και σε μικρό χρονικό διάστημα έφθασαν μέχρι την Αλεξανδρούπολη, ολοκληρώνοντας την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης.

Και οι σερβικές δυνάμεις υπερίσχυσαν των βουλγαρικών στις μεταξύ τους διεκδικούμενες περιοχές.
Και οι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να ανακαταλάβουν την Ανατολική Θράκη και την Αδριανούπολη, που είχαν περιέλθει στην κατοχή της Βουλγαρίας κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.

Ακόμα και οι Ρουμάνοι πέρασαν τα βόρεια σύνορα της Βουλγαρίας, και έφτασαν μέχρι την πρωτεύουσά της Σόφια.

Εξουθενωμένη η Βουλγαρία, ζήτησε την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων να θέσουν τέρμα στον πόλεμο που η ίδια είχε αρχίσει. Πράγματι ο πόλεμος έληξε με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913), η οποία παραχώρησε στην Ελλάδα την Ανατολική, Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, και την Ήπειρο, χωρίς όμως την περιοχή της Βορείου Ηπείρου που είχε απελευθερώσει ο ελληνικός στρατός κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου η Δυτική Θράκη παραχωρήθηκε στην Βουλγαρία.
Παράλληλα, με το Πρωτόκολλο που υπογράφθηκε στο Λονδίνο αναγνωρίσθηκε η ίδρυση αλβανικού κράτους, και έξι μήνες αργότερα η απόφαση της Φλωρεντίας στις 19 Δεκεμβρίου 1913 επιδίκασε στο νέο αλβανικό κράτος τη Βόρειο Ήπειρο, με τις ελληνικές πόλεις Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Δέλβινο, Λεσκοβίκι, Άγιοι Σαράντα, Μοσχόπολη, Χιμάρα και Πωγώνι, με πληθυσμό 120.000 Ελλήνων, τρεις Μητροπόλεις, 376 εκκλησίες, 360 σχολεία και 22.000 μαθητές. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να αποσύρει τον ελληνικό στρατό τις παραπάνω πόλεις, τις οποίες είχε απελευθερώσει κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.

Οι βορειοηπειρώτες αντέδρασαν στην απόφαση εκείνη, και σχημάτισαν προσωρινή κυβέρνηση στο Αργυρόκαστρο, με Πρωθυπουργό τον Γεώργιο Ζωγράφο, η οποία στις 4 Φεβρουαρίου 1914 κήρυξε την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου. Τελικά όμως, στις 31 Οκτωβρίου 1914 αναγκάσθηκε να υποκύψει στις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα οι προαναφερμένες πόλεις της βορείου Ηπείρου να περιέλθουν στο νεοσυσταθέν αλβανικό κράτος.

Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙ ΜΕΓΑΛΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΔΕΑΣ

Σε διάστημα δέκα μηνών – από τον Οκτώβριο του 1912 μέχρι τον Ιούλιο του 1913 – η Ελλάδα σχεδόν διπλασίασε την έκτασή της, από 63.211 τετραγωνικά χιλιόμετρα που ήταν σε 120.308, καθώς και τον πληθυσμό της από 2.632.000 σε 4.718.000 κατοίκους.

Η διεύρυνση της γεωγραφικής έκτασης της χώρας είχε και την συνακόλουθη αύξηση των κρατών με τα οποία γειτόνευε. Ενώ πρώτα τα μόνα χερσαία σύνορα της Ελλάδας ήταν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τις νέες γεωπολιτικές εξελίξεις γειτόνευε βορειοδυτικά με ένα νέο κράτος, την Αλβανία, η οποία τότε είχε αδιαμόρφωτο πολιτικό καθεστώς, με την Σερβία στα βόρεια σύνορα, και με την ηττημένη, και ταπεινωμένη, και ως εκ τούτου απρόβλεπτη, Βουλγαρία βορειοανατολικά.
Στο Ανατολικό Αιγαίο η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξακολουθούσε να αμφισβητεί την κυριαρχία των νησιών που είχαν επιδικασθεί στην Ελλάδα, και οι σχέσεις της με την Ελλάδα είχαν οξυνθεί εξαιτίας των διωγμών που είχαν αρχίσει οι Νεότουρκοι, υπό την καθοδήγηση του Γερμανού στρατηγού Liman von Sanders, εναντίον των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Αποτέλεσμα των διωγμών εκείνων ήταν να καταφύγουν στην Ελλάδα γύρω στις 260.000 Έλληνες από την Ανατολική Θράκη και τα παράλια της Μικράς Ασίας.

Σε γενικές γραμμές, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η Ελλάδα αναδείχθηκε σε σημαντική βαλκανική δύναμη, και σε υπολογίσιμο παράγοντα στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Τα νέα αστικά κέντρα, όπως η Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, η Βέροια, η Νάουσα, η Έδεσσα, η Καβάλα, κ.ά., με τις τοπικές βιομηχανίες, και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, από τη μια ενίσχυσαν σημαντικά την ελληνική οικονομία, και από την άλλη διεύρυναν το πολιτιστικό υπόβαθρο της χώρας με τις τοπικές πολιτιστικές τους παραδόσεις.
Βέβαια, ο διπλασιασμός της έκτασης και του πληθυσμού της Ελλάδας σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, με την προσθήκη ελληνικών πληθυσμών που είχαν ζήσει υπό την οθωμανική κυριαρχία για κοντά πέντε αιώνες, και είχαν αποκτήσει την δική τους ιδιομορφία, απαιτούσε λεπτούς και επιδέξιους διοικητικούς χειρισμούς.

Γι’ αυτό, επιθυμία του Ελευθέριου Βενιζέλου ήταν η εμπέδωση μιας μακρόχρονης περιόδου ειρήνης, που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, και να ενσωματώσει τις νέες περιφέρειες στον κοινωνικό ιστό της χώρας, με όσο το δυνατό λιγότερους κλυδωνισμούς.

Οι εξελίξεις στην Ευρώπη, με την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου έναν χρόνο αργότερα (Αύγουστο του 1914), και οι διαφωνίες μεταξύ του Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου ως προς τη στάση της Ελλάδας, αποστέρησαν από τον Βενιζέλο τη δυνατότητα να εφαρμόσει το πρόγραμμα που είχε οραματισθεί για την Ελλάδα.
Επιπλέον, οι δύο εχθρικοί τότε γείτονες της Ελλάδας, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Βουλγαρία, καιροφυλακτούσαν να της αποσπάσουν τα εδαφικά κέρδη από τους Βαλκανικούς Πολέμους, ευκαιρία που τους έδωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, κατά τον οποίο πήραν την πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων.

Όπως και νά ’ναι, η Ελλάδα ευτύχησε να έχει ως Πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο στις αρχές της δεκαετίας του 1910, ο οποίος πραγματοποίησε το μεγαλύτερο μέρος της Μεγάλης Ιδέας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.