Ο π. Διογένης Πατσούρης, ιερατικώς προϊστάμενος της Ενορίας του Αγίου Γεωργίου στην Αδελαΐδα, ένας από τους πιο δυναμικούς και αγαπητούς ιερείς της παροικίας, κλείνει φέτος 50 χρόνια ενεργής παρουσίας και έργου στην Αυστραλία, όμως λίγοι γνωρίζουν τις δυσκολίες που ο ίδιος πέρασε και το έργο που έχει διατελέσει μέχρι σήμερα.

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Γεννημένος στην Σμίλα Ηλείας στις 12 Απριλίου 1939, σε ηλικία εννέα μηνών, ο μικρός Διογένης μένει ορφανός, λόγω του αιφνίδιου θανάτου του πατέρα του, Κωνσταντίνου, στις 23 Φεβρουαρίου 1940. Η μητέρα του Ασήμω το γένος Παρασκευά, αναγκάζεται να ξαναπαντρευτεί και ένεκα των κακουχιών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής στέλνει τον μικρό Διογένη στη μητέρα της και στα αδέλφια της στη Βρύνα της Ολυμπίας.

Εκεί ο αποφασισμένος νεαρός τελειώνει το Δημοτικό Σχολείο και στην Κρέσταινα ολοκληρώνει το Γυμνάσιο.

Μεγαλώνει σε δύσκολα χρόνια λόγω της Κατοχής και του Εμφυλίου που ακολούθησε.

Στο χωριό που γεννήθηκε πηγαίνει μόνο μια-δυο φορές, για να δει την μητέρα και τα ετεροθαλή αδέλφια του.

Η οικογένεια του πατέρα Διογένη σήμερα. Φώτο: Supplied

Από παιδί ακόμη του δημοτικού σχολείου διαφαίνεται η έμφυτη κλίση του προς την ιεροσύνη, ο ζήλος και η αγάπη του για την Εκκλησία.

Τελειώνει το οκτατάξιο γυμνάσιο και μαθητής ακόμα τελεί χρέη νεωκόρου και ιεροψάλτη στο χωριό του και σε γύρω χωριά. Τα πρώτα μαθήματα βυζαντινής μουσικής τα διδάσκεται από τον Γιώργο Μαστορόπουλο, ιεροψάλτη στον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου στα Κρέσταινα.

Ο νεαρός τότε Διογένης ακούει ότι προκηρύσσονται θέσεις για νέους που επιθυμούν να σπουδάσουν στην Θεολογική Σχολή στην Ιερουσαλήμ, αλλά αλλάζει γνώμη όταν ενημερώνεται ότι οι θέσεις προορίζονται για άγαμους κληρικούς.

Τότε αποφασίζει να μαζέψει τα λιγοστά υπάρχοντα του και να φύγει για την Αυστραλία.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Στις 14 Δεκεμβρίου 1959, με πρόσκληση του θείου του Ηρακλή, επιβιβάζεται στο θρυλικό πλοίο «Πατρίς» που έκανε τότε το παρθενικό του ταξίδι. Από τον Πειραιά φτάνει στη Μελβούρνη στις 7 Ιανουαρίου 1960 και στην Αδελαΐδα μια μέρα αργότερα.

Στην αρχή η προσαρμογή είναι δύσκολη, αφού ο νεαρός Διογένης, όπως οι περισσότεροι ομογενείς, αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω του ότι δεν γνωρίζει τη γλώσσα, βρίσκεται σε ξένο περιβάλλον στο οποίο προσπαθεί να προσαρμοστεί και, επιπρόσθετα, έχει την αγωνία εξεύρεσης εργασίας.

Ένα μήνα μετά την άφιξή του προσλαμβάνεται στο εργοστάσιο Metters, και μετέπειτα στο εργοστάσιο της Holden, ενώ παράλληλα διδάσκει Ελληνικά στα απογευματινά σχολεία της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Νότιας Αυστραλίας.

Για ένα μικρό χρονικό διάστημα αναλαμβάνει αριστερός ιεροψάλτης στον «Ταξιάρχη».

Στην νέα του πατρίδα φέρνει μαζί του την αγάπη του για την Εκκλησία και έτσι αποφασίζει να την υπηρετήσει στο εξωτερικό.

Στις αρχές του 1965 ιδρύεται η Αυτοκέφαλη Εκκλησία Αμερικής και Αυστραλίας και του γίνεται πρόταση να χειροτονηθεί ιερέας.

Την ίδια χρονιά, στις 6 Απριλίου 1965, παντρεύεται την πολυαγαπημένη του Άννα και μαζί αποκτούν δύο παιδιά, την Κωνσταντίνα και τον Χαράλαμπο.

Η χειροτονία του πατέρα Διογένη. Φώτο: Supplied

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Ο πατήρ Διογένης χειροτονείται διάκονος στις 10 Απριλίου 1965 και πρεσβύτερος στις 11 Απριλίου στην εκκλησία Αγίου Ανδρέα Σίδνεϊ, όπου και παραμένει δυο μήνες.

Επιστρέφει στην Αδελαΐδα τον Ιούνιο του 1965, υπηρετώντας ως ιερέας σε ναούς της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Νότιας Αυστραλίας.

Η συνεχής έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στην Αδελαΐδα μεταξύ Αρχιεπισκοπής και Κοινότητας, και η έλλειψη θέλησης και προοπτικής για διευθέτηση και εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δυο πλευρών που γίνονται τροχοπέδη για την επίλυση του εκκλησιαστικού σχίσματος οδηγεί τον π. Διογένη στην απόφαση να αποχωρήσει από την Κοινότητα και να ενταχθεί στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας.

Στις 8 Ιουνίου 1970 στον εσπερινό που χοροστάτησε ο τότε αρχιεπίσκοπος Ιεζεκιήλ, γίνεται επίσημη ανακοίνωση του διορισμού του π. Διογένη ως μόνιμου και τακτικού ιερατικώς προϊστάμενου του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου Thebarton, παρά τον αρχικό δισταγμό του Διοικητικού Συμβουλίου του Αγίου Γεωργίου.

«Ο αρχιεπίσκοπος Ιεζεκιήλ με αγκάλιασε και με στήριξε ηθικά και πνευματικά, δίνοντας μου πάντα συμβουλές και αμέριστη εμπιστοσύνη και συμπαράσταση. Χρωστώ ένα μεγάλο ευχαριστώ και ευγνωμοσύνη και σε εκείνον και στον Παντελεήμονα και στον αρχιερατικό επίτροπο π. Κυριάκο Ψάλλιο και, φυσικά, σε όλους τους συνεργάτες μου καθ’ όλη την διάρκεια της πορείας μου», λέει στον «Νέο Κόσμο» ο 81χρονος σήμερα κληρικός.

Στην αρχή οι δυσκολίες για τον π. Διογένη ήταν πολλές, αφενός, γιατί έπρεπε να σταθεί αντάξιος του προκατόχου του π. Παντελεήμονα, τον οποίο αγαπούσαν και σέβονταν οι πιστοί και, αφετέρου, επειδή υπήρχε δισταγμός και καχυποψία προς το πρόσωπο του λόγω της προηγούμενης θητείας του στην Κοινότητα.

«Παρ’ όλα αυτά, από την πρώτη στιγμή, τα μέλη και οι ενορίτες του Αγίου Γεωργίου με αγκάλιασαν με πολλή αγάπη και κατάλαβαν τη δίψα μου και την πρόθεσή μου να υπηρετήσω την εκκλησία και τον Άγιο Γεώργιο με αφοσίωση, συνέπεια και ευθύνη».

Η νεαρή οικογένεια – Διογένης, πρεσβυτέρα Άννα και τα παιδιά τους Κωνσταντίνα και Χαράλαμπος. Φώτο: Supplied

Από τα πρώτα κιόλας χρόνια, ο νεαρός κληρικός δραστηριοποιείται ώστε να γίνει η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου μια από τις μεγαλύτερες Ενορίες της Πολιτείας. Οι προτεραιότητές του σχετίζονται με την ελληνόγλωσση εκπαίδευση, την κοινωνική πρόνοια και την πνευματική επιστασία ενώ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην βοήθεια αναξιοπαθούντων οικογενειών.

Σε εβδομαδιαία βάση επισκέπτεται νοσοκομεία και φυλακές για να συναντήσει και να ευλογήσει πιστούς, ενώ αποκορύφωμα του έργου του είναι η ίδρυση και η λειτουργία του Ελληνορθόδοξου Κολεγίου του Αγίου Γεωργίου το 1984.

Έκτοτε η πορεία είναι ανοδική και οδηγεί στην αγορά των κτηριακών εγκαταστάσεων όπου στεγάζονταν το Δημοτικό σχολείο και το Γυμνάσιο Θηλέων Thebarton, τα οποία πλέον περνούν στην ιδιοκτησία του ελληνορθόδοξου κολεγίου.

«Ήταν δύσκολο να πείσω το συμβούλιο να προχωρήσουμε στην αγορά, αλλά στη ζωή πρέπει να εργάζεται κανείς σκληρά αλλά και να ρισκάρει. Ευτυχώς, τα καταφέραμε και σήμερα έχουμε ένα ελληνορθόδοξο εκπαιδευτήριο στην πολιτεία μας, ένα όραμα όχι μόνο δικό μου αλλά και του αείμνηστου Αρχιεπισκόπου Στυλιανού. Για το όνειρο αυτό που έγινε πραγματικότητα και ό,τι ακολούθησε, οφείλω να ευχαριστήσω και τον πρόεδρο της Κοινότητας μας, τον Νικόλαο Διακομιχάλη, έναν πολύτιμο συνεργάτη με τον οποίο καταφέραμε πολλά γιατί μαζί εργαστήκαμε σκληρά χωρίς να αποβλέπουμε στο προσωπικό συμφέρον αλλά πάντα με στόχο την ευημερία της εκκλησίας και του κολεγίου μας» λέει ο πάτερ Διογένης.

Στο πολύπλευρο αυτό έργο εργάζεται εντατικά και ακούραστα, έχοντας την πλήρη στήριξη των Διοικητικών Συμβουλίων, των Φιλοπτώχων αλλά και των πιστών.
Την Κυριακή 9 Οκτωβρίου 1984, ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός, αναγνωρίζοντας την προσφορά και το έργο του προς την Εκκλησία, απένειμε στον πατέρα Διογένη το οφίκιο του πρωτοπρεσβυτέρου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας.

Για την επίτευξη του έργου του εργάζεται ακαταπόνητα.

«Δεν υπήρχε ωράριο και πρόγραμμα. Θυμάμαι, η πρεσβυτέρα πολλές φορές μου έλεγε ότι το μόνο που έλειπε ήταν να πάρω και το κρεβάτι μου για να κοιμάμαι στην εκκλησία και είχε δίκιο, αλλά για μένα, το να υπηρετώ τους ανθρώπους αυτούς και τον Θεό ήταν και εξακολουθεί να είναι κάτι που με ευχαριστεί. Εργαζόμουν και ακόμα εργάζομαι ώρες ατελείωτες γιατί αγαπώ την Ενορία μου, τους πιστούς μας, τα παιδιά μας και είναι χρέος μου να συνεχίσω έως ότου δεν θα αντέχω άλλο πια όχι μόνο για τους νέους, αλλά και για να τιμήσω και να συνεχίσω το έργο των πρώτων ιερέων που ήρθαν στην Αυστραλία, στην άλλη άκρη του κόσμου και πάλεψαν να κρατήσουν την ορθοδοξία ζωντανή στην ξενιτιά».

«Για μας ο πατήρ Διογένης είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας μας και νιώθω υπέρτατη τιμή κάθε φορά που τον ακούω να λέει πως εκείνος με βάφτισε και με πάντρεψε στην αγαπημένη μας εκκλησία που αποτελεί σήμα κατατεθέν για τον ελληνισμό της Νότιας Αυστραλίας» λέει η ομογενής γερουσιαστής Κωνσταντίνα Μπονάρου, η οποία έχει συνδέσει πολλές σημαντικές στιγμές της ζωής της με τον π. Διογένη.

«Δεν είναι εύκολο να αφιερώσει κανείς όλη του τη ζωή στον κλήρο, και όμως ο π. Διογένης, που έχει βρεθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δίπλα στους περισσότερους ομογενείς, είτε σε στιγμές χαράς είτε και λύπης, αφιέρωσε όλη του την ζωή σε εμάς και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να το θεωρούμε δεδομένο, γι’ αυτό ας μου επιτραπεί να τον ευχαριστήσω για το έργο που διετέλεσε τα τελευταία 50 χρόνια στην παροικία μας» συνεχίζει η κ. Μπονάρου.

Πρώτη μέρα λειτουργίας του ελληνορθόδοξου κολεγίου του Αγίου Γεωργίου. Φώτο: Supplied

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΙΟΓΕΝΗΣ

Όλα αυτά τα χρόνια, ο πατήρ Διογένης, πλην των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας Ενορίας του Αγίου Γεωργίου, έχει αρωγό και συνεχή συμπαραστάτη την οικογένειά του, η οποία βρίσκεται δίπλα του όλες τις στιγμές, καλές και κακές.

Η οικογενειακή σταθερότητα και γαλήνη δίνει στον δραστήριο κληρικό την δυνατότητα και την ώθηση να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα με απίστευτο ζήλο, εργατικότητα και ατελείωτη ενέργεια.

Την ίδια στιγμή, η σύζυγος του Άννα, μια δυναμική και έξυπνη γυναίκα, με όραμα και αναπτυγμένο το αίσθημα της προσφοράς και της ευθύνης στέκεται βράχος δίπλα στον σύζυγο της και φροντίζει να τον στηρίζει ενώ μεγαλώνει τα δύο τους παιδιά και βοηθά στην ανατροφή των εγγονών της.

Το 2015 ο π. Διογένης έρχεται αντιμέτωπος με ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας.

Μετά από μια ιδιαίτερα δύσκολη και επικίνδυνη επέμβαση, οι γιατροί συνιστούν ηρεμία και ξεκούραση στον δραστήριο κληρικό.

«Μου είπαν πως πρέπει να χαλαρώσω τους ρυθμούς για να μην κινδυνέψει και άλλο η υγειά μου αλλά το καθήκον είναι καθήκον και για να είμαι ειλικρινής, αν και έχω κουραστεί τον τελευταίο καιρό, δεν μπορώ να σταματήσω. Αν δεν περάσω μια μέρα από την εκκλησία και το κολέγιο δεν αισθάνομαι καλά.

«Μου αρέσει να βλέπω τους δικούς μου πιστούς και τους μαθητές μου. Για μένα αυτή η επαφή, η ανθρώπινη επικοινωνία είναι και η μεγαλύτερη ευχαρίστηση» λέει ο πάτερ Διογένης ο οποίος ομολογεί πως όσες ζωές και αν ζούσε, πάλι κληρικός θα επέλεγε να γίνει.

«Πέρασαν 50 χρόνια. Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα και νιώθω γεμάτος και ικανοποιημένος με αυτά που κατάφερα. Το έργο και την πορεία μας, θα την κρίνει η ιστορία, ο κόσμος και οι ενορίτες μας.

«Με ταπεινή και χριστιανική αγάπη, σας ευχαριστώ όλους».